ἠεροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ieroeidis
|Transliteration C=ieroeidis
|Beta Code=h)eroeidh/s
|Beta Code=h)eroeidh/s
|Definition=ές, Ion.and Ep. for <b class="b3">ἀερ-</b>, which is not found, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[misty]], [[cloudy]], [[dark]] (esp. in Od.), ἐπ' ἠεροειδέα πόντον <span class="bibl">Od.2.263</span>, etc.; <b class="b3">σπέος ἠ</b>. <span class="bibl">12.80</span>, cf. <span class="bibl">13.103</span>; [[πέτρη]], of Scylla<abbr title="Illegible text in print source">†</abbr>s cave, <span class="bibl">12.233</span>: neut. as adverb, [[in the far distance]], [[dimly]], ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν <span class="bibl">Il.5.770</span>: ἠ. νεφέλη <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>757</span>; πνοιαί <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>38.22</span>.—Ep. word, ἠ. αὐγαί <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>792b8</span>: Comp., ὕδωρ πάντων -έστερον <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>6.3</span>.</span>
|Definition=ἠεροειδές, Ion.and Ep. for [[ἀεροειδής]], which is not found, [[misty]], [[cloudy]], [[dark]] (esp. in Od.), ἐπ' ἠεροειδέα πόντον Od.2.263, etc.; <b class="b3">σπέος ἠ.</b> 12.80, cf. 13.103; [[πέτρη]], of Scylla†s cave, 12.233: neut. as adverb, [[in the far distance]], [[dimly]], ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Il.5.770: ἠ. νεφέλη Hes. ''Th.''757; πνοιαί Orph.''H.''38.22.—Ep. word, ἠ. αὐγαί Arist.''Col.''792b8: Comp., ὕδωρ πάντων ἠεροειδέστερον Arr.''Ind.''6.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] ές, ep. = [[ἀεροειδής]], luftartig, von dämmerigem, nebligem Aussehen, Hom. am häufigsten vom Meere, [[πόντος]], Od. 2, 463 u. oft, das nebelfarbige, blau dämmernde, wie Hes. Th. 252, VLL. [[μέλας]], [[σκοτεινός]]. Auch von dunklen Grotten, dämmerigen Höhlen, Od. 12, 80. 13, 103. 366, von umwölkten Bergspitzen, πέτρη, 12, 233; auch ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν – ἥμενος ἐν σκοπιῇ, von bläulich dämmernder Fernsicht, Il. 5, 770. E inzeln bei sp. D., wie Orph. Arg. 395 H. 37, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] ές, ep. = [[ἀεροειδής]], luftartig, von dämmerigem, nebligem Aussehen, Hom. am häufigsten vom Meere, [[πόντος]], Od. 2, 463 u. oft, das nebelfarbige, blau dämmernde, wie Hes. Th. 252, VLL. [[μέλας]], [[σκοτεινός]]. Auch von dunklen Grotten, dämmerigen Höhlen, Od. 12, 80. 13, 103. 366, von umwölkten Bergspitzen, πέτρη, 12, 233; auch ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν – ἥμενος ἐν σκοπιῇ, von bläulich dämmernder Fernsicht, Il. 5, 770. E inzeln bei sp. D., wie Orph. Arg. 395 H. 37, 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. p.</i> [[ἀεροειδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠεροειδής''': -ές, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, [[ὅπερ]] σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται, ἔχων ὄψιν σκοτεινὴν καὶ συννεφώδη. Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τῆς θαλάσσης (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπ’ ἠεροειδέα πόντον Ὀδ. Β. 263, κτλ.· [[καθόλου]], [[σκοτεινός]], [[σπέος]] ἠεροειδὲς Μ. 80, Ν. 103· πρὸς ἠεροειδέα πέτρην, περὶ τοῦ σπηλαίου τῆς Σκύλλης, Μ. 233. - [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ [[ἠέριος]], μακρὰν ἐν ἀποστάσει, [[ἀσαφής]], ὅσσον τ’ ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Ἰλ. Ε. 770· - [[ὡσαύτως]], ἠερ. [[νεφέλη]] Ἡσ. Θ. 757· πνοιαὶ Ὀρφ. Ὕμν. 37. 22. - Ἐπικὴ [[λέξις]] εὑρισκομένη καὶ παρ’ Ἀριστ. Χρωμ. 10.
|lstext='''ἠεροειδής''': -ές, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, [[ὅπερ]] σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται, ἔχων ὄψιν σκοτεινὴν καὶ συννεφώδη. Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τῆς θαλάσσης (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπ’ ἠεροειδέα πόντον Ὀδ. Β. 263, κτλ.· [[καθόλου]], [[σκοτεινός]], [[σπέος]] ἠεροειδὲς Μ. 80, Ν. 103· πρὸς ἠεροειδέα πέτρην, περὶ τοῦ σπηλαίου τῆς Σκύλλης, Μ. 233. - [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ [[ἠέριος]], μακρὰν ἐν ἀποστάσει, [[ἀσαφής]], ὅσσον τ’ ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Ἰλ. Ε. 770· - [[ὡσαύτως]], ἠερ. [[νεφέλη]] Ἡσ. Θ. 757· πνοιαὶ Ὀρφ. Ὕμν. 37. 22. - Ἐπικὴ [[λέξις]] εὑρισκομένη καὶ παρ’ Ἀριστ. Χρωμ. 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. p.</i> [[ἀεροειδής]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές ([[εἶδος]]): [[misty]], [[murky]], [[gray]]; [[πόντος]], [[σπέος]], [[πέτρη]], Il. 23.744, Od. 12.80, 233; ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἵδεν ὀφθαλμοῖσιν, sees ‘[[into]] the [[dim]] [[distance]],’ ‘[[through]] the [[haze]],’ Il. 5.770.
|auten=ές ([[εἶδος]]): [[misty]], [[murky]], [[gray]]; [[πόντος]], [[σπέος]], [[πέτρη]], Il. 23.744, Od. 12.80, 233; ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἵδεν ὀφθαλμοῖσιν, sees ‘[[into]] the [[dim]] [[distance]],’ ‘[[through]] the [[haze]],’ Il. 5.770.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠεροειδής Medium diacritics: ἠεροειδής Low diacritics: ηεροειδής Capitals: ΗΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ēeroeidḗs Transliteration B: ēeroeidēs Transliteration C: ieroeidis Beta Code: h)eroeidh/s

English (LSJ)

ἠεροειδές, Ion.and Ep. for ἀεροειδής, which is not found, misty, cloudy, dark (esp. in Od.), ἐπ' ἠεροειδέα πόντον Od.2.263, etc.; σπέος ἠ. 12.80, cf. 13.103; πέτρη, of Scylla†s cave, 12.233: neut. as adverb, in the far distance, dimly, ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Il.5.770: ἠ. νεφέλη Hes. Th.757; πνοιαί Orph.H.38.22.—Ep. word, ἠ. αὐγαί Arist.Col.792b8: Comp., ὕδωρ πάντων ἠεροειδέστερον Arr.Ind.6.3.

German (Pape)

[Seite 1155] ές, ep. = ἀεροειδής, luftartig, von dämmerigem, nebligem Aussehen, Hom. am häufigsten vom Meere, πόντος, Od. 2, 463 u. oft, das nebelfarbige, blau dämmernde, wie Hes. Th. 252, VLL. μέλας, σκοτεινός. Auch von dunklen Grotten, dämmerigen Höhlen, Od. 12, 80. 13, 103. 366, von umwölkten Bergspitzen, πέτρη, 12, 233; auch ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν – ἥμενος ἐν σκοπιῇ, von bläulich dämmernder Fernsicht, Il. 5, 770. E inzeln bei sp. D., wie Orph. Arg. 395 H. 37, 22.

French (Bailly abrégé)

ion. p. ἀεροειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἠεροειδής: -ές, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὅπερ σχεδὸν οὐδαμοῦ εὕρηται, ἔχων ὄψιν σκοτεινὴν καὶ συννεφώδη. Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τῆς θαλάσσης (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπ’ ἠεροειδέα πόντον Ὀδ. Β. 263, κτλ.· καθόλου, σκοτεινός, σπέος ἠεροειδὲς Μ. 80, Ν. 103· πρὸς ἠεροειδέα πέτρην, περὶ τοῦ σπηλαίου τῆς Σκύλλης, Μ. 233. - ὡσαύτως, ὡς τὸ ἠέριος, μακρὰν ἐν ἀποστάσει, ἀσαφής, ὅσσον τ’ ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Ἰλ. Ε. 770· - ὡσαύτως, ἠερ. νεφέλη Ἡσ. Θ. 757· πνοιαὶ Ὀρφ. Ὕμν. 37. 22. - Ἐπικὴ λέξις εὑρισκομένη καὶ παρ’ Ἀριστ. Χρωμ. 10.

English (Autenrieth)

ές (εἶδος): misty, murky, gray; πόντος, σπέος, πέτρη, Il. 23.744, Od. 12.80, 233; ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἵδεν ὀφθαλμοῖσιν, sees ‘into the dim distance,’ ‘through the haze,’ Il. 5.770.

Greek Monolingual

ἠεροειδής, -ές (Α)
(ιων. και επ. τ. του αχρ. αεροειδής)
1. ομιχλώδης, νεφελώδης, σκοτεινός, με θολή όψη («ἠεροειδής νεφέλη», Ησίοδ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἠεροειδές
θολά, όχι καθαρά, ασαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβοειδής, ωοειδής].

Greek Monotonic

ἠεροειδής: -ές, Επικ. αντί ἀερο- (ἀήρ, εἶδος), λέγεται για το σκοτεινό και «χλωμό» βλέμμα, για τη «σκοτεινιασμένη» όψη, «συννεφώδης», λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, σκοτεινός, μουντός, ζοφερός, στο ίδ.· ουδ. ως επίρρ., σε μακρινή απόσταση, ασαφής, αμυδρός, θολός, συγκεχυμένος, ὅσσον τ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἠερο-ειδής, ές [epic for ἀεροειδής [ἀήρ, εἶδος
of dark and cloudy look, cloud-streaked, of the sea, Od.: generally, dark, murky, Od.:—neut. as adv., in the far distance, dimly, ὅσσον τ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Il.