ὠλεσίκαρπος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(Autenrieth) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olesikarpos | |Transliteration C=olesikarpos | ||
|Beta Code=w)lesi/karpos | |Beta Code=w)lesi/karpos | ||
|Definition= | |Definition=ὠλεσίκαρπον, [[losing its fruit]], <b class="b3">ἰτέαι ὠ.</b>, because they shed their fruits before ripening, Od.10.510, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.1.3; ([[ἐρινεός]]) Id.''CP''2.9.14: metaph., <b class="b3">ὠ. τύμπανον</b> the [[kettledrum]] in the mysteries of [[Cybele]], because the priests who beat it were [[eunuch]]s, Opp.''C.''3.283: dub. sens. in Cerc.6.14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[stérile]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[καρπός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>die [[Frucht]] [[verderbend]], [[verlierend]]</i>; [[ἰτέα]] <i>Od</i>. 10.310, weil sie ihre [[Früchte]] vor der [[Reife]] verliert oder abwirft, Theophr.; dah. überhaupt <i>[[unfruchtbar]]</i>; so heißt auch das [[τύμπανον]], die bei den [[Mysterien]] der [[Kybele]] gebrauchte [[Pauke]], weil sie von entmannten Priestern [[geschlagen]] wurde, oder weil sie die [[Begeisterung]] bis zur [[Selbstentmannung]] steigerte, Opp. <i>Cyn</i>. 3.283. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠλεσίκαρπος:''' [[теряющий свои плоды]] (ἰτέαι Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠλεσίκαρπος''': -ον, ὁ καταστρέφων τὸν [[ἑαυτοῦ]] καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. [[τύμπανον]], τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, [[διότι]] οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283. | |lstext='''ὠλεσίκαρπος''': -ον, ὁ καταστρέφων τὸν [[ἑαυτοῦ]] καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. [[τύμπανον]], τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, [[διότι]] οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=losing [[their]] [[fruit]], of the [[willow]] [[which]] drops its [[fruit]] [[before]] ripening, Od. 10.510†. | |auten=losing [[their]] [[fruit]], of the [[willow]] [[which]] drops its [[fruit]] [[before]] ripening, Od. 10.510†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ὀλεσίκαρπος]], -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του [[πριν]] αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγονος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὠλεσίκαρπον [[τύμπανο]]» — [[τύμπανο]] που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[τελεσίκαρπος]]). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>καρπος</i>, που [[είναι]] πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠλεσίκαρπος:''' -ον, αυτός που χάνει, καταστρέφει τους καρπούς του· <i>ἰτέαι ὠλεσίκαρποι</i>, [[γιατί]] αυτά τα δέντρα αποβάλλουν τους καρπούς τους [[προτού]] ωριμάσουν, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὠλεσί-καρπος, ον,<br />losing its [[fruit]], ἰτέαι ὠλ., [[because]] these trees [[shed]] [[their]] fruits [[before]] ripening, Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠλεσίκαρπον, losing its fruit, ἰτέαι ὠ., because they shed their fruits before ripening, Od.10.510, cf. Thphr. HP 3.1.3; (ἐρινεός) Id.CP2.9.14: metaph., ὠ. τύμπανον the kettledrum in the mysteries of Cybele, because the priests who beat it were eunuchs, Opp.C.3.283: dub. sens. in Cerc.6.14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
stérile.
Étymologie: ὄλλυμι, καρπός.
German (Pape)
die Frucht verderbend, verlierend; ἰτέα Od. 10.310, weil sie ihre Früchte vor der Reife verliert oder abwirft, Theophr.; dah. überhaupt unfruchtbar; so heißt auch das τύμπανον, die bei den Mysterien der Kybele gebrauchte Pauke, weil sie von entmannten Priestern geschlagen wurde, oder weil sie die Begeisterung bis zur Selbstentmannung steigerte, Opp. Cyn. 3.283.
Russian (Dvoretsky)
ὠλεσίκαρπος: теряющий свои плоды (ἰτέαι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠλεσίκαρπος: -ον, ὁ καταστρέφων τὸν ἑαυτοῦ καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. τύμπανον, τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, διότι οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.
English (Autenrieth)
losing their fruit, of the willow which drops its fruit before ripening, Od. 10.510†.
Greek Monolingual
και ὀλεσίκαρπος, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγονος
3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» — τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + καρπός (πρβλ. τελεσίκαρπος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-καρπος, που είναι πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Greek Monotonic
ὠλεσίκαρπος: -ον, αυτός που χάνει, καταστρέφει τους καρπούς του· ἰτέαι ὠλεσίκαρποι, γιατί αυτά τα δέντρα αποβάλλουν τους καρπούς τους προτού ωριμάσουν, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὠλεσί-καρπος, ον,
losing its fruit, ἰτέαι ὠλ., because these trees shed their fruits before ripening, Od.