κάπηλος: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kapilos | |Transliteration C=kapilos | ||
|Beta Code=ka/phlos | |Beta Code=ka/phlos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ (also ἡ, AP9.180 (Pall.)),<br><span class="bld">A</span> [[retail | |Definition=[ᾰ], ὁ (also ἡ, AP9.180 (Pall.)),<br><span class="bld">A</span> [[retail dealer]], [[huckster]], [[Herodotus|Hdt.]] 1.94, 2.141, Sophr.1, etc.; opp. [[ἔμπορος]], Lys.22.21, X.Cyr.4.5.42, Pl.R.371d, Prt.314a; also opp. the [[producer]] ([[αὐτοπώλης]]), Id.Sph. 231d, Plt.260c; applied to [[Darius]], [[Herodotus|Hdt.]]3.89; κάπηλος ἀσπίδων, κάπηλος ὅπλων, a [[dealer]] in... Ar.Pax447, 1209.<br><span class="bld">2</span> esp. [[tavern keeper]], Ar.Th.347, Lys.Fr.1, PMagd.26.2 (iii B.C.), PTeb.612(i/ii A. D.), Luc.Herm.58, etc.<br><span class="bld">3</span> metaph., κάπηλος [[πονηρία]]ς = [[dealer]] in [[petty]] [[roguery]], D.25.46.<br><span class="bld">II</span> as adjective, ος, ον, = [[καπηλικός]], [[βίος]] D.H.9.25; esp. [[cheating]], [[knavish]], κ. προσφέρων τεχνήματα A.Fr.322; κάπηλον [[φρόνημα]] Com.Adesp.867. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:18, 25 January 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ (also ἡ, AP9.180 (Pall.)),
A retail dealer, huckster, Hdt. 1.94, 2.141, Sophr.1, etc.; opp. ἔμπορος, Lys.22.21, X.Cyr.4.5.42, Pl.R.371d, Prt.314a; also opp. the producer (αὐτοπώλης), Id.Sph. 231d, Plt.260c; applied to Darius, Hdt.3.89; κάπηλος ἀσπίδων, κάπηλος ὅπλων, a dealer in... Ar.Pax447, 1209.
2 esp. tavern keeper, Ar.Th.347, Lys.Fr.1, PMagd.26.2 (iii B.C.), PTeb.612(i/ii A. D.), Luc.Herm.58, etc.
3 metaph., κάπηλος πονηρίας = dealer in petty roguery, D.25.46.
II as adjective, ος, ον, = καπηλικός, βίος D.H.9.25; esp. cheating, knavish, κ. προσφέρων τεχνήματα A.Fr.322; κάπηλον φρόνημα Com.Adesp.867.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ (vgl. κάπη, κάπτω), eigtl. der mit Lebensmitteln handelt, Plat. Prot. 314 a σιτία καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου; übh. jeder Kleinhändler, Krämer, Ar. Av. 1292 Th. 347; der die von einem andern Kaufmann entnommenen Waaren im Lande, in der Stadt im Einzelnen verkauft; im Gegensatz zum Großhändler, ἔμπορος, Lys. 22, 21; Xen. Cyr. 4, 3, 42; vgl. αὐτοπώλης. Sie hatten als Höker auf dem Markte Waaren feil, Plat. Rep. II, 371 d; Her. vrbdt 2, 141 κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ ἀγοραῖοι. Auch mit besonderen Bestimmungen, ἀσπίδων, ὅπλων, Ar. Pax 439. 1175. Bes. Weinschenker, auch wohl Weinverfälscher, οἱ τὸν οἶνον κεραννύντες B. A. p. 102, 16; Poll. 7, 193; Luc. Hermotim. 58. Auch übertr., πονηρίας Dem. 25, 45. – Adj., βίος, Hökerleben, D. Hal. 9, 25. – Weil diese Kleinhändler als Betrüger u. Wucherer verrufen waren, wird κάπηλος auch adj. für betrügerisch od. verfälscht gebraucht, κάπηλα προσφέρων τεχνήματα Aesch. frg. 339; κάπηλον φρόνημα erkl. Phryn. in B. A. 49 παλίμβολον καὶ οὐχ ὑγιές. – Bei Schol. Ar. Ach. 267, wo φέψαλος durch κάπηλος erklärt wird, muß καπνεῖον od. Aehnliches geändert werden.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui vend en détail ; petit marchand, brocanteur ; fig., en mauv. part, qui trafique de qch;
2 débitant de vin, cabaretier.
Étymologie: DELG soit de κάπη, soit emprunt.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάπηλος -ου, ὁ [~ κάπη?] winkelier, kleine handelaar:; σιτία καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου wanneer je eetwaren of drank van de winkelier koopt Plat. Prot. 314a; kroegbaas.
Russian (Dvoretsky)
κάπηλος:
I (ᾰ) ὁ
1 мелкий торговец, лавочник, торговец в разнос (κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ ἀγοραῖοι Her.; πρίασθαί τι παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου Plat.);
2 трактирщик, кабатчик Arph., Lys., Luc.;
3 торгаш, плут, мошенник, Her., Dem. торгашеский, плутовской, мошеннический (τεχνήματα Aesch.).
Greek Monolingual
(I)
ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ)
1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.)
2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με ιδιοτέλεια («εἰ δὲ κάπηλός ἐστιν πονηρίας», Δημοσθ.)
νεοελλ.
αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλή ιδέα ή αίσθημα, ο καπηλευτής
αρχ.
μικρέμπορος, μικροπωλητής («πωλεῖν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει ἕκαστος πράσιμον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από το ουσ. κάπη «κουτί», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνειο, όπως και το λατ. caupō, -onis «κάπηλος». Στην Αρχαία Ελληνική ο τ. χρησιμοποιούνταν και ως επίθ. με σημ. «καπηλικός». Η λ. ήδη στην Αρχαία έχει προσλάβει κακόσημη έννοια, χρησιμοποιούμενη και με την αρχ. σημ. «ταβερνιάρης, οινοπώλης».
ΠΑΡ. καπηλειό (-εῖον), καπηλικός
αρχ.
καπήλιον
αρχ.-μσν.
καπηλίς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καπηλοτριβώ. (Β' συνθετικό) βιβλιοκάπηλος
αρχ.
ακάπηλος, ανδραποδοκάπηλος, ανδροκάπηλος, αρτοκάπηλος, βουκάπηλος, ελαιοκάπηλος, ιματιοκάπηλος, οινοκάπηλος, οπωροκάπηλος, ορνιθοκάπηλος, παλιγκάπηλος, πολιτοκάπηλος, προβατοκάπηλος, σιτοκάπηλος, σωματοκάπηλος, υποκάπηλος, χριστοκάπηλος
νεοελλ.
αρχαιοκάπηλος, γλωσσοκάπηλος, εθνοκάπηλος, εργατοκάπηλος, θεοκάπηλος, πατριδοκάπηλος, πολεμοκάπηλος].
(II)
κάπηλος, -ον (Α)
καπηλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάπηλος (Ι)].
Greek Monotonic
κάπηλος: ὁ,
1. μικροέμπορος, μεταπωλητής, γυρολόγος, πλανόδιος έμπορος, πωλητής του δρόμου, πραματευτής, άνθρωπος που κάνει παζάρια, Λατ. institor, σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το ἔμπορος, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· κ. ἀσπίδων, ὅπλων, προμηθευτής σε..., σε Αριστοφ.
2. ιδιοκτήτης καπηλειού, ταβερνιάρης, οινοπώλης, πανδοχέας, Λατ. caupo, στον ίδ. κ.λπ.
3. μεταφ., κ. πονηρίας, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, πανούργος, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κάπηλος: ὁ, μικρέμπορος, λιανοπωλητής, μεταπράτης, Λατ. propola, institor, Ἡρόδ. 1. 94., 2. 141, καὶ Ἀττ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἔμπορον, Λυσ. 166. 17, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42, Πλάτ. Πολ. 371D, Πρωτ. 314Α· ἢ πρὸς τὸν παράγοντα τὸ πωλούμενον (τὸν αὐτοπώλην), ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 231D. Πολιτικ. 260D· λέγεται ἐπὶ τοῦ Δαρείου διὰ τὰς αὐστηρὰς αὐτοῦ οίκονομικὰς διακανονίσεις, Ἡρόδ. 3. 89: - κάπηλος ἀσπίδων, ὅπλων Ἀριστοφ. Εἰρ. 477, 1209· οὕτω δὲ καὶ ἐν συνθέσει, ἀνδραποδο-, βιβλιο-, ἱματιο-, σιτο-κάπηλος. 2) ἰδίως ὁ διατηρῶν καπηλεῖον, Λατ. caupo, Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Λυσ. Ἀποσπ. 3, Λονκ., κλ. 3) μεταφορ. κ. πονηρίας, ὁ μεταχειριζόμενος δόλους, Δημ. 784. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κάπηλος, ον = καπηλικός, κάπηλος βίος Διον. Ἁλ. 9. 25· ἰδίως, ἐξαπατῶν, δόλιος πανοῦργος, κ. προσφέρων τεχνήματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338. «κάπηλον φρόνημα: παλίμβουλον καὶ οὐχ ὑγιές, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν καπήλων τῶν μὴ πιπρασκόντων εἰλικρινῆ καὶ ἀκέραια τὰ ὤνια» Α. Β. 49. (κάπηλος, καπηλὶς = Λατ. caupo, copa: - Γοτθ. kaupôn, Ἀρχ. Σκανδ. kaupa, Ἀρχ Ὑψηλ. Γερμ. koufan, kaufon, Ἀγγλο-Σαξον. ceapian, τὰ δὲ Ἀγγλικὰ chaffer, cheap, Chipping, chap-man, horse-couper, κτλ. φαίνεται ὅτι παρελήφθησαν ἐκ τῆς Λατ.· διότι τὸ Ἑλλ. κ (c) ἔπρεπε νὰ ἐκφέρηται διὰ τοῦ Τευτον. k ἢ g).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: handler, tavern-keeper (IA.; on the meaning cf. on ἔμπορος);
Derivatives: Sec. adj. = καπηλικός (A., Com. Adesp., D. H.). Fem. καπηλίς fem. merchant, tavern-keepster (Com., pap.), καπήλισσα (sch.); καπηλεῖον shop, tavern (Att.); καπηλικός belonging to a κάπηλος (Pl., Arist.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120); καπηλεύω drive a pretty trade (IA.) with καπηλεία pretty trade (Pl., Arist.) and καπηλευτικός = καπηλικός (Ph Lg. 842d)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: One considers derivation from κάπη crib, manger, assuming that the word could mean chest ("who sells from a chest"; diff. Prellwitz and H.). It could also be a loan; for which one compares Lat. caupō innkeeper etc. S. W.-Hofmann s. v. Fur. 257 considers Hitt. happar purchase, price. As there is no etym., the word will be Pre-Greek; the suffix occurs in Pre-Greek (Fur. 115).
Middle Liddell
κάπηλος, ὁ,
1. a retail-dealer, huckster, hawker, peddlar, higgler, Lat. institor, Hdt., Attic; opp. to the merchant (ἔμποροσ), Xen., etc.; applied to Darius because of his finance-regulations, Hdt.:— κ. ἀσπίδων, ὅπλων a dealer in…, Ar.
2. a tavern-keeper, publican, Lat. caupo, Ar., etc.
3. metaph., κ. πονηρίας a dealer in petty roguery, Dem.
Frisk Etymology German
κάπηλος: {kápēlos}
Forms: sekundär Adj. = καπηλικός (A., Kom. Adesp., D. H.).
Grammar: m.
Meaning: Kleinhändler, Krämer, Weinschenk (ion. att.; zur Bedeutung vgl. zu ἔμπορος);
Derivative: Ableitungen: Fem. καπηλίς Krämerin, Schenkwirtin (Kom., Pap.), καπήλισσα (Sch.); καπηλεῖον Kramladen, Schankstube (att., hell. u. spät); καπηλικός [[zum κάπηλος gehörig]] (Pl., Arist. usw.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120); καπηλεύω ‘Kleinhändler sein, Kleinhandel treiben, mit etwas Schacher treiben, verfälschen’ (ion. att.) mit καπηλεία Kleinhandel (Pl., Arist.) und καπηλευτικός = καπηλικός (Ph Lg. 842d).
Etymology: Der formal naheliegenden Anknüpfung an κάπη, wobei für dieses Wort eine Bedeutung wie Kasten od. ähnl. anzusetzen wäre ("der aus dem Kasten verkauft" im Gegensatz zum Großhändler; anders Prellwitz und H.), steht die aus sachlichen Gründen ebenfalls naheliegende Annahme eines fremden Ursprungs entgegen, wobei auch Zusammenhang mit lat. caupō Schenkwirt zu erwägen ist, s. W.-Hofmann s. v. m. Lit.
Page 1,781
English (Woodhouse)
huckster, innkeeper, trader, landlord of an inn
Mantoulidis Etymological
(=μικροπωλητής, γυρολόγος). Ἀπό ρίζα καπ- τοῦ κάπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.