κατόρθωσις: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katorthosis | |Transliteration C=katorthosis | ||
|Beta Code=kato/rqwsis | |Beta Code=kato/rqwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[setting straight]], of a [[fractured]] [[bone]], Hp.''Fract.'' 26 (pl.), ''Art.''71.<br><span class="bld">2</span> [[setting up]], τοῦ θρόνου [[LXX]] ''Ps.''96(97).2.<br><span class="bld">II</span> [[successful accomplishment]] of a thing, [[success]], Arist.''Rh.''1380b4, Plb. 9.19.4: in plural, [[successes]], Id.39.7.7.<br><span class="bld">2</span> [[setting right]], [[reform]], [[amendment]], τῆς [[πολιτεία]]ς Id.3.30.2; τῶν πραγμάτων Id.2.53.3.<br><span class="bld">3</span> as philos. term, [[right action]], = [[κατόρθωμα]] ([[success]], [[that which is done rightly]], [[virtuous action]], [[perfection]], [[correct use]]) 2, Chrysipp.Stoic.3.21 (pl.), al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1405.png Seite 1405]] ἡ, das | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1405.png Seite 1405]] ἡ, das [[Gerademachen]], [[Rechtmachen]], [[Gutausführen]], [[glückliches Vollbringen]]; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων [[κατόρθωσις]] Pol. 2, 53, 3; κατόρθωσιν ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = [[κατόρθωμα]], Cic. de fin. 3, 14. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=εως (ἡ) :<br />[[heureux succès]], [[réussite]].<br />'''Étymologie:''' [[κατορθόω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατόρθωσις -εως, ἡ [κατορθόω] [[het zetten]] (van gebroken botten). Hp. [[succes]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κατόρθωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[успешное действие]], [[благополучное завершение]] (τῶν πραγμάτων Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[умелое исправление]], [[успешное преобразование]] (τῆς πολιτείας Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[добродетельный поступок]] Arst., Cic. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατόρθωσις]], -ώσεως, η (ΑΜ) [[κατορθώ]]<br />[[επιτυχής]] [[εκτέλεση]], [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]] («ἡ γὰρ τῶν [[πέλας]] [[ἀπειρία]] μέγιστον [[ἐφόδιον]] γίγνεται | |mltxt=[[κατόρθωσις]], -ώσεως, η (ΑΜ) [[κατορθώ]]<br />[[επιτυχής]] [[εκτέλεση]], [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]] («ἡ γὰρ τῶν [[πέλας]] [[ἀπειρία]] μέγιστον [[ἐφόδιον]] γίγνεται τοῖς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη [[θέση]] του, [[ανάταξη]]<br /><b>2.</b> [[εδραίωση]], [[στερέωση]] («[[δικαιοσύνη]] καὶ κρῖμα [[κατόρθωσις]] τοῦ θρόνου αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[βελτίωση]], [[ανόρθωση]] («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η τέλεια [[εκτέλεση]] του καθήκοντος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατόρθωσις:''' -εως, ἡ, [[τοποθέτηση]] σε [[ευθεία]] [[διάταξη]]· επιτυχή [[εκπλήρωση]] πράγματος, [[επιτυχία]], [[διεκπεραίωση]], σε Δημ. | |lsmtext='''κατόρθωσις:''' -εως, ἡ, [[τοποθέτηση]] σε [[ευθεία]] [[διάταξη]]· επιτυχή [[εκπλήρωση]] πράγματος, [[επιτυχία]], [[διεκπεραίωση]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατόρθωσις''': -εως, ἡ, [[διόρθωσις]], ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, [[ἐπιτυχία]] (πρβλ. [[κατόρθωμα]]), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) [[διόρθωσις]], [[ἀναμόρφωσις]], [[βελτίωσις]], κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ [[ἐνέργεια]], Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κατόρθωσις]], εως [from [[κατορθόω]]<br />a setting [[straight]]: [[successful]] [[accomplishment]] of a [[thing]], [[success]], Arist. | |mdlsjtxt=[[κατόρθωσις]], εως [from [[κατορθόω]]<br />a setting [[straight]]: [[successful]] [[accomplishment]] of a [[thing]], [[success]], Arist. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[success]]=== | |||
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: [[succes]], [[welgang]], [[goed gevolg]]; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: [[succès]]; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: [[Erfolg]]; Greek: [[επιτυχία]]; Ancient Greek: [[ἐπίτευγμα]], [[ἐπίτευξις]], [[ἐπιτυχία]], [[εὐδαιμονία]], [[εὐδαιμονίη]], [[εὐδαιμοσύνη]], [[εὐημέρημα]], [[εὐημερία]], [[εὐμοιρία]], [[εὐπράγημα]], [[εὐπραγία]], [[εὐπραξία]], [[εὔπραξις]], [[εὐπρηγίη]], [[εὐπρηξίη]], [[εὔροια]], [[εὐτύχημα]], [[κάρτος]], [[κατόρθωμα]], [[κατόρθωσις]], [[κράτος]], [[κρέτος]], [[μεγαλοπραγία]], [[ξυντυχία]], [[οὐριότης]], [[πρᾶξις]], [[προκοπή]], [[προτέρημα]], [[συντυχία]], [[συντυχίη]], [[τὰ χρηστά]], [[τὸ εὐτυχές]], [[τὸ κατορθοῦν]], [[τὸ ὀρθούμενον]], [[τύχη]], [[χάρις]]; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: [[successo]]; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: [[successus]], [[fructus]]; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: [[sucesso]], [[êxito]]; Romanian: succes, succese; Russian: [[успех]], [[удача]]; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: [[éxito]], [[acierto]]; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:39, 6 February 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A setting straight, of a fractured bone, Hp.Fract. 26 (pl.), Art.71.
2 setting up, τοῦ θρόνου LXX Ps.96(97).2.
II successful accomplishment of a thing, success, Arist.Rh.1380b4, Plb. 9.19.4: in plural, successes, Id.39.7.7.
2 setting right, reform, amendment, τῆς πολιτείας Id.3.30.2; τῶν πραγμάτων Id.2.53.3.
3 as philos. term, right action, = κατόρθωμα (success, that which is done rightly, virtuous action, perfection, correct use) 2, Chrysipp.Stoic.3.21 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 1405] ἡ, das Gerademachen, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων κατόρθωσις Pol. 2, 53, 3; κατόρθωσιν ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = κατόρθωμα, Cic. de fin. 3, 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
heureux succès, réussite.
Étymologie: κατορθόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατόρθωσις -εως, ἡ [κατορθόω] het zetten (van gebroken botten). Hp. succes.
Russian (Dvoretsky)
κατόρθωσις: εως ἡ
1 успешное действие, благополучное завершение (τῶν πραγμάτων Polyb.);
2 умелое исправление, успешное преобразование (τῆς πολιτείας Polyb.);
3 добродетельный поступок Arst., Cic.
Greek Monolingual
κατόρθωσις, -ώσεως, η (ΑΜ) κατορθώ
επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῖς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη
2. εδραίωση, στερέωση («δικαιοσύνη καὶ κρῖμα κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ», ΠΔ)
3. βελτίωση, ανόρθωση («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», Πολ.)
4. (φιλοσ.) η τέλεια εκτέλεση του καθήκοντος.
Greek Monotonic
κατόρθωσις: -εως, ἡ, τοποθέτηση σε ευθεία διάταξη· επιτυχή εκπλήρωση πράγματος, επιτυχία, διεκπεραίωση, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κατόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωσις, ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, ἐπιτυχία (πρβλ. κατόρθωμα), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) διόρθωσις, ἀναμόρφωσις, βελτίωσις, κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ ἐνέργεια, Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14.
Middle Liddell
κατόρθωσις, εως [from κατορθόω
a setting straight: successful accomplishment of a thing, success, Arist.
Translations
success
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה