ράβω: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(35)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥάπτω]], ΝΜΑ, και [[ράφτω]] Ν<br />[[συνάπτω]], [[ενώνω]] δύο ή περισσότερα πράγματα με [[ραφή]] (α. «έραψε το [[τραύμα]] μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[ένδυμα]] για άλλον («η [[μοδίστρα]] άρχισε να ράβει το φόρεμά μου»)<br /><b>2.</b> [[αναθέτω]] σε ράφτη την [[κατασκευή]] ενδύματος για μένα («[[ράβω]] ένα [[σακάκι]] αυτόν τον καιρό»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[πελάτης]] ράφτη («[[χρόνια]] [[ράβω]] σε αυτόν»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ράβομαι</i><br />καρασκευάζω τα ενδύματά μου σε έναν ράφτη («σε ποιον ράβεσαι;»)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σού λείπει» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει άσκοπες και περιττές μετατροπές και απασχολήσεις<br />β) «κόβει και ράβει η [[γλώσσα]] του» — λέγεται για να δηλώσει [[άτομο]] που φλυαρεί ασυγκράτητα ή για [[άτομο]] που κακολογεί διαρκώς τους άλλους<br />γ) «τά θέλει όλα κομμένα και ραμμένα στα [[μέτρα]] του» — θέλει τα [[πάντα]] να ικανοποιούν τα γούστα και τις απαιτήσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κεντώ]], [[ποικίλλω]]<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]], [[κρούω]] («[[πλῆκτρον]] εἰς λύρην ῥάψαι», Ηρώδ.)<br /><b>3.</b> (για [[άσμα]], ωδή) [[συνθέτω]] και, [[κυρίως]], [[παίζω]] σε κρουστό όργανο, [[κρέκω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μηχανεύομαι]] ή [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] [[κακό]] [[εναντίον]] κάποιου («ἐπ' ἀνδράσι Ἕλλησι φόνον ἔρραψαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ ῥάπτουσα</i><br />[[ονομασία]] εμπλάστρου<br /><b>6.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐρραμμένα</i><br />[[προσκέφαλα]], μαξιλάρια<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «τοῡτο τὸ [[ὑπόδημα]] ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης» — εσύ σχεδίασες το [[έργο]] και ο Αρισταγόρας το έθεσε σε [[εφαρμογή]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρ. [[ράπτω]] με τα λιθουαν. <i>verpiu</i>, <i>veřpti</i> «[[γνέθω]]», <i>virpĕti</i> «[[τρέμω]], πάλλομαι» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο σημασιολογικές όσο και μορφολογικές λόγω της απουσίας αρκτικού <i>F</i>- στους μυκηναϊκούς τ. <i>raptere</i> (=<i>ῥαπτῆρες</i>), <i>rapitira</i> (=<i>ῥάπτριαι</i>), <i>rapterija</i> (=<i>ῥαπτήριαι</i>), οι οποίοι, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], συνδέονται με το ρ. [[ῥάπτω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>warapisiro</i> αντιστοιχεί σε τ. <i>Fράψιλoς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), [[γεγονός]] που θα επιβεβαίωνε την ύπαρξη αρκτικού <i>F</i>- στο ρ. [[ῥάπτω]], δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. [[ράβω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἔραψα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔτριψα</i>: [[τρίβω]], ενώ ο τ. [[ράφτω]] προήλθε από το αρχ. [[ῥάπτω]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κλέφτης]]: [[κλέπτης]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ράμμα]] (Ι), [[ραφή]], [[ράφτης]]/ [[ράπτης]], [[ραφτός]] / [[ραπτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ράψις]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ράψιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β συνθετικό) [[επιρράπτω]], [[περιρράπτω]], [[προσράπτω]], [[συρράπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απορράπτω]], [[διαρράπτω]], [[εγκαταρράπτω]], [[εισράπτω]], [[ενράπτω]], [[καταρράπτω]], [[μεταρράπτω]], [[συγκαταρράπτω]], [[συνδιαρράπτω]], [[υπορράπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακοράβω]], <i>καλοράβω</i>, <i>κουτσοράβω</i>, <i>μισοράβω</i>, [[ξενοράβω]], [[ξεράβω]], <i>πολυράβω</i>].
|mltxt=[[ῥάπτω]], ΝΜΑ, και [[ράφτω]] Ν<br />[[συνάπτω]], [[ενώνω]] δύο ή περισσότερα πράγματα με [[ραφή]] (α. «έραψε το [[τραύμα]] μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[ένδυμα]] για άλλον («η [[μοδίστρα]] άρχισε να ράβει το φόρεμά μου»)<br /><b>2.</b> [[αναθέτω]] σε ράφτη την [[κατασκευή]] ενδύματος για μένα («[[ράβω]] ένα [[σακάκι]] αυτόν τον καιρό»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[πελάτης]] ράφτη («[[χρόνια]] [[ράβω]] σε αυτόν»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ράβομαι</i><br />καρασκευάζω τα ενδύματά μου σε έναν ράφτη («σε ποιον ράβεσαι;»)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σού λείπει» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει άσκοπες και περιττές μετατροπές και απασχολήσεις<br />β) «κόβει και ράβει η [[γλώσσα]] του» — λέγεται για να δηλώσει [[άτομο]] που φλυαρεί ασυγκράτητα ή για [[άτομο]] που κακολογεί διαρκώς τους άλλους<br />γ) «τά θέλει όλα κομμένα και ραμμένα στα [[μέτρα]] του» — θέλει τα [[πάντα]] να ικανοποιούν τα γούστα και τις απαιτήσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κεντώ]], [[ποικίλλω]]<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]], [[κρούω]] («[[πλῆκτρον]] εἰς λύρην ῥάψαι», Ηρώδ.)<br /><b>3.</b> (για [[άσμα]], ωδή) [[συνθέτω]] και, [[κυρίως]], [[παίζω]] σε κρουστό όργανο, [[κρέκω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μηχανεύομαι]] ή [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] [[κακό]] [[εναντίον]] κάποιου («ἐπ' ἀνδράσι Ἕλλησι φόνον ἔρραψαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ ῥάπτουσα</i><br />[[ονομασία]] εμπλάστρου<br /><b>6.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐρραμμένα</i><br />[[προσκέφαλα]], μαξιλάρια<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «τοῦτο τὸ [[ὑπόδημα]] ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης» — εσύ σχεδίασες το [[έργο]] και ο Αρισταγόρας το έθεσε σε [[εφαρμογή]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρ. [[ράπτω]] με τα λιθουαν. <i>verpiu</i>, <i>veřpti</i> «[[γνέθω]]», <i>virpĕti</i> «[[τρέμω]], πάλλομαι» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο σημασιολογικές όσο και μορφολογικές λόγω της απουσίας αρκτικού <i>F</i>- στους μυκηναϊκούς τ. <i>raptere</i> (=<i>ῥαπτῆρες</i>), <i>rapitira</i> (=<i>ῥάπτριαι</i>), <i>rapterija</i> (=<i>ῥαπτήριαι</i>), οι οποίοι, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], συνδέονται με το ρ. [[ῥάπτω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>warapisiro</i> αντιστοιχεί σε τ. <i>Fράψιλoς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), [[γεγονός]] που θα επιβεβαίωνε την ύπαρξη αρκτικού <i>F</i>- στο ρ. [[ῥάπτω]], δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. [[ράβω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἔραψα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔτριψα</i>: [[τρίβω]], ενώ ο τ. [[ράφτω]] προήλθε από το αρχ. [[ῥάπτω]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κλέφτης]]: [[κλέπτης]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ράμμα]] (Ι), [[ραφή]], [[ράφτης]]/ [[ράπτης]], [[ραφτός]] / [[ραπτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ράψις]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ράψιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β συνθετικό) [[επιρράπτω]], [[περιρράπτω]], [[προσράπτω]], [[συρράπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απορράπτω]], [[διαρράπτω]], [[εγκαταρράπτω]], [[εισράπτω]], [[ενράπτω]], [[καταρράπτω]], [[μεταρράπτω]], [[συγκαταρράπτω]], [[συνδιαρράπτω]], [[υπορράπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακοράβω]], <i>καλοράβω</i>, <i>κουτσοράβω</i>, <i>μισοράβω</i>, [[ξενοράβω]], [[ξεράβω]], <i>πολυράβω</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[suture]]===
Bulgarian: зашивам; Dutch: [[hechten]]; Finnish: ommella, suturoida; French: [[suturer]]; German: [[nähen]], [[vernähen]]; Greek: [[ράβω]], [[κάνω ράμματα]], [[περιδένω]]; Ancient Greek: [[ἀπορράπτω]], [[διαρράπτω]], [[ἀπολινόω]]; Lithuanian: susiūti; Macedonian: шие; Manx: whaal; Russian: [[сшивать]]; Spanish: [[suturar]]
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 2 March 2024

Greek Monolingual

ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν
συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου»)
2. αναθέτω σε ράφτη την κατασκευή ενδύματος για μένα («ράβω ένα σακάκι αυτόν τον καιρό»)
3. είμαι πελάτης ράφτη («χρόνια ράβω σε αυτόν»)
4. μέσ. ράβομαι
καρασκευάζω τα ενδύματά μου σε έναν ράφτη («σε ποιον ράβεσαι;»)
5. παροιμ. φρ. α) «ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σού λείπει» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει άσκοπες και περιττές μετατροπές και απασχολήσεις
β) «κόβει και ράβει η γλώσσα του» — λέγεται για να δηλώσει άτομο που φλυαρεί ασυγκράτητα ή για άτομο που κακολογεί διαρκώς τους άλλους
γ) «τά θέλει όλα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του» — θέλει τα πάντα να ικανοποιούν τα γούστα και τις απαιτήσεις του
αρχ.
1. κεντώ, ποικίλλω
2. χτυπώ, κρούωπλῆκτρον εἰς λύρην ῥάψαι», Ηρώδ.)
3. (για άσμα, ωδή) συνθέτω και, κυρίως, παίζω σε κρουστό όργανο, κρέκω
4. μτφ. μηχανεύομαι ή σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου («ἐπ' ἀνδράσι Ἕλλησι φόνον ἔρραψαν», Ηρόδ.)
5. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ ῥάπτουσα
ονομασία εμπλάστρου
6. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ἐρραμμένα
προσκέφαλα, μαξιλάρια
7. παροιμ. φρ. «τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης» — εσύ σχεδίασες το έργο και ο Αρισταγόρας το έθεσε σε εφαρμογή (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του ρ. ράπτω με τα λιθουαν. verpiu, veřpti «γνέθω», virpĕti «τρέμω, πάλλομαι» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο σημασιολογικές όσο και μορφολογικές λόγω της απουσίας αρκτικού F- στους μυκηναϊκούς τ. raptere (=ῥαπτῆρες), rapitira (=ῥάπτριαι), rapterija (=ῥαπτήριαι), οι οποίοι, κατά την επικρατέστερη άποψη, συνδέονται με το ρ. ῥάπτω. Η υπόθεση ότι το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο warapisiro αντιστοιχεί σε τ. Fράψιλoς (< ῥάπτω), γεγονός που θα επιβεβαίωνε την ύπαρξη αρκτικού F- στο ρ. ῥάπτω, δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. ράβω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔραψα κατά το σχήμα ἔτριψα: τρίβω, ενώ ο τ. ράφτω προήλθε από το αρχ. ῥάπτω με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. κλέφτης: κλέπτης).
ΠΑΡ. ράμμα (Ι), ραφή, ράφτης/ ράπτης, ραφτός / ραπτός
μσν.
ράψις
μσν.-νεοελλ. ράψιμο.
ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) επιρράπτω, περιρράπτω, προσράπτω, συρράπτω
αρχ.
απορράπτω, διαρράπτω, εγκαταρράπτω, εισράπτω, ενράπτω, καταρράπτω, μεταρράπτω, συγκαταρράπτω, συνδιαρράπτω, υπορράπτω
νεοελλ.
κακοράβω, καλοράβω, κουτσοράβω, μισοράβω, ξενοράβω, ξεράβω, πολυράβω].

Translations

suture

Bulgarian: зашивам; Dutch: hechten; Finnish: ommella, suturoida; French: suturer; German: nähen, vernähen; Greek: ράβω, κάνω ράμματα, περιδένω; Ancient Greek: ἀπορράπτω, διαρράπτω, ἀπολινόω; Lithuanian: susiūti; Macedonian: шие; Manx: whaal; Russian: сшивать; Spanish: suturar