ἀκαταμάχητος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatamachitos | |Transliteration C=akatamachitos | ||
|Beta Code=a)katama/xhtos | |Beta Code=a)katama/xhtos | ||
|Definition= | |Definition=[[ἀκαταμάχητον]], [[unconquerable]], [[LXX]] ''Wi.''5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[invencible]], [[inexpugnable]] ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα [[LXX]] <i>Sap</i>.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ [[σοφία]]) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.135.2, τεῖχος <i>SEG</i> 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἀκαταμάχητον]] = [[la inquebrantabilidad]] de los mandamientos de Dios, Didym.<i>in Ps.cat</i>.118.152. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unbekämpfbar]]</i>, Luc. <i>Philop</i>. 8. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκαταμάχητος:''' [[непобедимый]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκαταμάχητος''': -ον, [[ἀκατανίκητος]], Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78. | |lstext='''ἀκαταμάχητος''': -ον, [[ἀκατανίκητος]], Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα». | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elmes | ||
| | |esmgtx=-ον [[invencible]] de seres superiores ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἁγίους, ἀκαταμαχήτους <b class="b3">os invoco a vosotros, sagrados, invencibles</b> P IV 1376 δεῦρό μοι, ὁ ἀ. δαίμων <b class="b3">ven junto a mí, demon invencible</b> P VII 963 de personas ἴνα ... ἀ. παραμένω, ἐγὼ ὁ δεῖνα <b class="b3">para que permanezca invencible yo, fulano</b> P XIII 1023 | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[invincible]]=== | |||
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: [[onoverwinnelijk]], [[onoverwinnelijke]]; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: [[invincible]]; German: [[unbesiegbar]]; Greek: [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακατανίκητος]], [[ανίκητος]], [[ανυπέρβλητος]], [[απόρθητος]]; Ancient Greek: [[ἀάατος]], [[ἀγναμπτοπόλεμος]], [[ἀδάμας]], [[ἀδάματος]], [[ἀδαμής]], [[ἀδήριτος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκατανίκητος]], [[ἀκαταπολέμητος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμεσολάβητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀπάλαιστος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπολέμητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπόμαχος]], [[ἄπορος]], [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀτρίακτος]], [[αὐτόλιθος]], [[ἀχείρωτος]], [[δυσανταγώνιστος]], [[δυσέλεγκτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσνίκητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[δυσπολέμητος]], [[κραταιός]], [[ὑπέρβιος]]; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: [[invincibile]], [[imbattibile]]; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: [[invictus]]; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: [[invencível]]; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: [[непобедимый]]; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: [[invencible]]; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний | |||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 7 March 2024
English (LSJ)
ἀκαταμάχητον, unconquerable, LXX Wi.5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11.
Spanish (DGE)
-ον
invencible, inexpugnable ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX Sap.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.Schol.Pr.135.2, τεῖχος SEG 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἀκαταμάχητον = la inquebrantabilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.
German (Pape)
unbekämpfbar, Luc. Philop. 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαταμάχητος: непобедимый Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμάχητος: -ον, ἀκατανίκητος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταμάχητος, -ον) καταμάχομαι
εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος
«ἀκαταμάχητα ὅπλα»
νεοελλ.
αυτός που δεν αντικρούεται
«ακαταμάχητα επιχειρήματα».
Léxico de magia
-ον invencible de seres superiores ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἁγίους, ἀκαταμαχήτους os invoco a vosotros, sagrados, invencibles P IV 1376 δεῦρό μοι, ὁ ἀ. δαίμων ven junto a mí, demon invencible P VII 963 de personas ἴνα ... ἀ. παραμένω, ἐγὼ ὁ δεῖνα para que permanezca invencible yo, fulano P XIII 1023
Translations
invincible
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний