γανόω: Difference between revisions
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[γανῶ]] :<br /><i>seul. prés. et ao.</i> ἐγάνωσα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐγανώθην, <i>pf.</i> γεγάνωμαι;<br />[[faire briller]], [[rendre luisant]], [[polir]].<br />'''Étymologie:''' [[γάνος]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 21:50, 19 March 2024
English (LSJ)
A make bright, polish, Plu.2.74e: metaph., τὰ πράγματα τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ib.683e:—metaph. in Pass., ἀληθείας φωτὶ γεγανωμένα Dam.Pr.33,cf.26; ὰὴρ… ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3; ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις glorified, Epigr.Gr.985 (Philae); make glad, delight, τὴν ψυχήν Ph.1.121:—Pass., to be made glad, exult, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην Ar.Ach.7, Ph.1.c., al.:—esp. pf. part. Pass. γεγανωμένος bright, χλανίς Phld.Vit.p.21 J.; glad-looking, στίλβων καὶ γεγανωμένος Anacr.13A; γεγ. ὑπὸ τῆς ᾠδῆς, under the glamour of song, Pl.R. 411a, cf. Phld.Mort.13, Plu.2.42c; γεγ. καὶ ἀνθηρός, of oratorical style, Id.TG2.
II tin, lacker, ἀγγεῖον γεγανωμένον Crito ap.Gal.12.490; γ. τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55, cf. Eust.1188.61.
Spanish (DGE)
(γᾰνόω) I tr.
1 hacer brillar, pulir τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plu.2.74e, τῆς Ἀφροδίτης τὸ ἄγαλμα γανώσαντι IG 11(2).144B.5 (Delos IV a.C.), cf. ID 461.Ab.35
•en part. perf. med.-pas. brillante ἡ τῶν συν[α] ντώντων γεγ[α] νωμένη χλα[ν] ὶς ἐνοχλεῖ Phld.Vit.p.21, del aire durante un seísmo ἦν ἅπας ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3.4
•ret. del estilo oratorio ὁ (λόγος) Γαΐου πιθανὸς καὶ γεγανωμένος el estilo de Gayo vivo y brillante Plu.TG 2.
2 fig. adornar τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ... τὰ πράγματα Plu.2.683e, en v. pas. τὰ ... ἀληθείας ... φωτὶ γεγανωμένα los (elementos) ... iluminados por la luz de la verdad Dam.Pr.33, cf. 26.
3 celebrar, cantar (στρατιά) ἃ ... ἐγάνωσεν ἰάκχοις Εἶσιν (sic), IPh.159.3 (I d.C.).
II intr. en v. med.-pas., fig. alegrarse, estar contento, deleitarse (Ἔρως) πόθῳ στίλβων ... καὶ γεγανωμένος Anacr.125, ἡ ψυχὴ γανωθεῖσα ... εἰπεῖν οὐκ ἔχει Ph.1.121
•c. ac. int. τί δὴ γανοῦσθαι τοῦτο; A.Fr.78c.55, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην ¡qué placer me causó! Ar.Ach.7
•c. indicación de la causa ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Pl.R.411a, τίς ἂν οὐχὶ καὶ ἐν ταῖς τριόδοις ὁρῶν ἐγανώθη Aristid.Or.22.10, ἀνὴρ βασιλείῳ τύφῳ ... καὶ κολακείᾳ γεγανωμένος Agath.2.28.4.
III en metalurgia dar una baño de estaño en v. pas. ἀγγεῖον ... γεγανωμένον Crit.Hist. en Gal.12.490, τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55 (p.96), cf. Eust.1188.61.
German (Pape)
[Seite 473] glänzend machen, glätten, καὶ ἐπιλεαίνω Plut. de ad. et am. discr. 52; χρώμασι, anstreichen, Symp. 5, 8, 2; γεγανωμένα, überzinnie Kupfergefäße, Medic.; – erheitern, Anacr. 48, 12; pass., ergötzt werden, Ar. Ach. 7; ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. Rep. III, 411 a.
French (Bailly abrégé)
γανῶ :
seul. prés. et ao. ἐγάνωσα;
Pass. ao. ἐγανώθην, pf. γεγάνωμαι;
faire briller, rendre luisant, polir.
Étymologie: γάνος¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γανόω γάνος med.-pass. vrolijk zijn, verheugd zijn, juichen: met acc. resp...; ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην wat had ik daar een plezier in! Aristoph. Ach. 7; met ὑπό + gen.: γεγανωμένος ὑπὸ τῆς ᾠδῆς verrukt over het gezang Plat. Resp. 411a.
γανόω ep. voor γανάω.
Russian (Dvoretsky)
γᾰνόω:
1 делать блестящим, полировать, обрабатывать (τὰ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut.): λόγος γεγανωμένος Plut. тщательно отделанная речь;
2 разукрашивать, наряжать (ἀνθηροῖς χρώμασί τι Plut.): γεγανωμένος καὶ ἀνθηρός Plut. нарядный и изящный;
3 веселить, радовать Anacr.: ταῦθ᾽ ὡς ἐγανώθην! Arph. как я был обрадован этим!; γεγανωμένος ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. наслаждаясь пением.
Greek (Liddell-Scott)
γανόω: λαμπρύνω, στιλβώνω, Πλούτ. 2 74D, 683E· ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις, ἐδόξασεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 985· - παθ., πληροῦμαι χαρᾶς, ἀγάλλομαι, ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην Ἀριστοφ. Ἀχ. 7· ἀλλ’ ἀείποτε σχεδὸν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. γεγανωμένος, ὡς τὸ Λατ. nitidus, Ἀνακρ. 11, Πλάτ. Πολ. 411A, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 42Β· - παρ’ Εὐστ. 1188.61, γεγανωμένα, ἀγγεῖα διὰ κασσιτέρου ἐπικεχρισμένα.
Greek Monotonic
γᾰνόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι λαμπρό, γυαλίζω — Παθ., είμαι γεμάτος από ευτυχία, αγάλλομαι, σε Αριστοφ.· μτχ. Παθ. παρακ. γεγανωμένος, όπως το Λατ. nitidus, εύχαρις, εύθυμος, κεφάτος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[from γάνος
to make bright:— Pass. to be made glad, exult, Ar.; part. perf. pass. γεγανωμένος, like Lat. nitidus, glad-looking, joyous, Plat.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=κάνω κάτι λαμπρό, γυαλίζω, γανώνω). Ἀπό τό γάνος (=λαμπρότητα, γυαλάδα) ἀπό ρίζα γαϝ → γαυ + πρόσφυμα j → γαϝ-j-ω → γαίω (=χαίρω), καί μέ τό πρόσφυμα νο → γα-νό-ω → γανῶ.
Παράγωγα: γάνωσις (=γυάλισμα), γάνωμα, γανωτός (=κασσιτερωμένος), γάνυμαι (=χαίρω), γάνυσμα, γανάω (=λάμπω) καί ἀπό τή ρίζα γαυοἱ λέξεις: ἀγαυνός, ἀγαυρός, ἄγαμαι, γαῦρος, γαυριῶ, γηθέω.