φριμάσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "muthig" to "mutig")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frimassomai
|Transliteration C=frimassomai
|Beta Code=frima/ssomai
|Beta Code=frima/ssomai
|Definition=Att. [[φριμάττομαι]], snort and leap: wanton, of goats, Theoc.5.141, cf. ''AP''9.558 (Eryc.), Poll.5.88; of high-mettled horses, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι [[Herodotus|Hdt.]]3.87, cf. ''AP''9.281 (Apollonid.); προσιόντος ἐφριμάττετο καὶ ἐπικροτοῦντος ἐφρυάττετο Ael.''NA''6.44 (the distinctions drawn by Poll.5.87 and Ammon.''Diff.''p.138 V. do not hold good).
|Definition=Att. [[φριμάττομαι]], [[snort]] and [[leap]]: [[wanton]], of goats, Theoc.5.141, cf. ''AP''9.558 (Eryc.), Poll.5.88; of high-mettled horses, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι [[Herodotus|Hdt.]]3.87, cf. ''AP''9.281 (Apollonid.); προσιόντος ἐφριμάττετο καὶ ἐπικροτοῦντος ἐφρυάττετο Ael.''NA''6.44 (the distinctions drawn by Poll.5.87 and Ammon.''Diff.''p.138 V. do not hold good).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1306.png Seite 1306]] att. -ττομαι, schnauben und springen, übh. sich unruhig, muthwillig bewegen, schütteln, von Thieren, bes. von Böcken u. Ziegen, die ihr Kraftgefühl in unbändigem Springen äußern, Theocr. 5, 141; auch von muthigen Pferden, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι Her. 3, 87, [[πῶλος]] ἐπ' ἀνδρομέαν σάρκα φριμασσόμενος Apollnds 18 (IX, 281), obgleich von diesen sonst [[φρυάσσομαι]] gebräuchlicher ist, vgl. Poll. 5, 87, Valck. Ammon. p. 226, Koen Greg. Cor. p. 275 u. Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 196; auch von Hunden (Opp. Cyn. 1, 491), Ebern, Hähnen u. vgl. – Übertr. von Menschen, sich übermüthig, stolz gebehrden, ausgelassen sein. – Das act. hat nur Nicet. – Vgl. übrigens [[βριμάω]], [[βρέμω]], fremo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1306.png Seite 1306]] att. -ττομαι, schnauben und springen, übh. sich unruhig, muthwillig bewegen, schütteln, von Tieren, bes. von Böcken u. Ziegen, die ihr Kraftgefühl in unbändigem Springen äußern, Theocr. 5, 141; auch von mutigen Pferden, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι Her. 3, 87, [[πῶλος]] ἐπ' ἀνδρομέαν σάρκα φριμασσόμενος Apollnds 18 (IX, 281), obgleich von diesen sonst [[φρυάσσομαι]] gebräuchlicher ist, vgl. Poll. 5, 87, Valck. Ammon. p. 226, Koen Greg. Cor. p. 275 u. Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 196; auch von Hunden (Opp. Cyn. 1, 491), Ebern, Hähnen u. vgl. – Übertr. von Menschen, sich übermütig, stolz gebehrden, ausgelassen sein. – Das act. hat nur Nicet. – Vgl. übrigens [[βριμάω]], [[βρέμω]], fremo.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:32, 28 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῑμάσσομαι Medium diacritics: φριμάσσομαι Low diacritics: φριμάσσομαι Capitals: ΦΡΙΜΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: phrimássomai Transliteration B: phrimassomai Transliteration C: frimassomai Beta Code: frima/ssomai

English (LSJ)

Att. φριμάττομαι, snort and leap: wanton, of goats, Theoc.5.141, cf. AP9.558 (Eryc.), Poll.5.88; of high-mettled horses, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι Hdt.3.87, cf. AP9.281 (Apollonid.); προσιόντος ἐφριμάττετο καὶ ἐπικροτοῦντος ἐφρυάττετο Ael.NA6.44 (the distinctions drawn by Poll.5.87 and Ammon.Diff.p.138 V. do not hold good).

German (Pape)

[Seite 1306] att. -ττομαι, schnauben und springen, übh. sich unruhig, muthwillig bewegen, schütteln, von Tieren, bes. von Böcken u. Ziegen, die ihr Kraftgefühl in unbändigem Springen äußern, Theocr. 5, 141; auch von mutigen Pferden, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι Her. 3, 87, πῶλος ἐπ' ἀνδρομέαν σάρκα φριμασσόμενος Apollnds 18 (IX, 281), obgleich von diesen sonst φρυάσσομαι gebräuchlicher ist, vgl. Poll. 5, 87, Valck. Ammon. p. 226, Koen Greg. Cor. p. 275 u. Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 196; auch von Hunden (Opp. Cyn. 1, 491), Ebern, Hähnen u. vgl. – Übertr. von Menschen, sich übermütig, stolz gebehrden, ausgelassen sein. – Das act. hat nur Nicet. – Vgl. übrigens βριμάω, βρέμω, fremo.

French (Bailly abrégé)

s'agiter d'une manière désordonnée, bondir en parl. d'animaux.
Étymologie: R. Φρεμ, s'agiter brusquement ; cf. βρέμω, βρόμος, lat. fremo.

Russian (Dvoretsky)

φρῐμάσσομαι: атт. φρῐμάττομαι вздрагивать, подскакивать (φριμάσσεται τραγίσκων ἀγέλα Theocr.): φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι Her. встрепенуться и заржать.

Greek (Liddell-Scott)

φρῐμάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι· μέλλ. -ξομαι· ἀποθ. Φυσῶ διὰ τῶν μυκτήρων, πηδῶ ἢ σκιρτῶ, ἀκολασταίνω, ἐπὶ αἰγῶν, Θεόκρ. 5. 141, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 88· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν σφόδρα θυμοειδῶν ἵππων, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι Ἡρόδ. 3. 87, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 281· ― ἂν καὶ περὶ αὐτῶν λέγεται ὅτι τὸ φρυάσσομαι κυριολεκτεῖται, Αἰλ. περὶ Ζῴων, 6. 41, Valck. εἰς Ἀμμών., Θωμᾶς Μάγιστρ. σ. 901, Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθ. 196· ὡσαύτως ἐπὶ κυνῶν, πρβλ. Ὀππ. Κυνηγ. 1. 491. ― Τὸ ἐνεργ. φριμάω ἀπαντᾷ ἐν Ὀππ. Κυν. 1. 490. (Συγγενὲς ἴσως τῷ Λατ. fremo.)

English (Slater)

φριμάσσομαι gambol gloss. ad Ael., Hist. Anim., 6. 10, φριμάττεται· Πίνδαρος λυρικὸς ἐπὶ τῶν ἀγρίων αἰγῶν εἴρηκεν· οἷον σκιρτᾷ καὶ ἐπεγείρεται fr. 332.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. φριμάττομαι Α
(λόγιος τ.) (για άλογα αλλά και για άλλα ζώα) φριμάζω
αρχ.
σκιρτώ από λαγνεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. ενεστ. (πρβλ. τα συγγενή σημασιολογικός φρυάσσομαι, βριμῶμαι «βράζω από οργή ή αγανάκτηση, βλ. λ. βρίμη), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. φρι-μ-άσσομαι έχει σχηματιστεί από τη ρίζα bh(e)rēi- / bh(e)rī-, άλλη μορφή της ΙΕ ρίζας bher- «κοχλάζω, αναβράζω, κινούμαι ορμητικά», με έρρινο ἐνθημα -m- και μπορεί να συνδεθεί με τα αρχ. ινδ. jarbhuriti «σπινθηροβολώ, ταράζομαι» και αρχ. ισλδ. brimi «φωτιά»].

Greek Monotonic

φρῐμάσσομαι: Αττ. -ττομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ.
I. ξεφυσώ και σκιρτώ, χλιμιντρίζω και σηκώνομαι στα πίσω πόδια, λέγεται για άλογα, σε Ηρόδ.· λέγεται για κατσίκες, σε Θεόκρ. (πιθ. ηχομιμ. λέξη).

Middle Liddell

φρῐμάσσομαι,
Dep. to snort and leap about, to neigh and prance, of horses, Hdt.; of goats, Theocr. (Perh. formed from the sound.)

Frisk Etymology German

φριμάσσομαι: {phrĭmássomai}
Forms: att. -ττομαι, Aor. -ξασθαι
Grammar: v.
Meaning: vor Lebenslust schnauben, sich ausgelassen gebärden, von Pferden, Ziegen u.a. (Hdt., Theok., AP, Ael., Poll.)
Derivative: mit φριμαγμός m. das Schnauben (Lyk., D. H., Poll.).
Etymology: Expressive Erweiterung (nach φρυάσσομαι?) von φριμάω ib. (Opp.), sonst unklar. Nach Persson Beitr. 2, 747 u. 784 zu awno. brīmi m. Feuer, aind. jarbhurīti sich heftig bewegen, zucken, zappeln mit zahlreichen Wurzelvarianten; s. auch WP. 2, 158 f., Pok. 133. Ähnliche Wörter in ähnlichen Bedd. sind, außer φρυάσσομαι, noch βριμάομαι und σφριγάω.
Page 2,1043