πλεονέκτημα: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonektima | |Transliteration C=pleonektima | ||
|Beta Code=pleone/kthma | |Beta Code=pleone/kthma | ||
|Definition= | |Definition=πλεονεκτήματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[advantage]], [[gain]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''709c, D.5.23 (pl.), 18.60, etc.: pl., [[gains]], [[success]]es, Gorg.''Pal.''30; ἐν τοῖς πολέμοις X.''Eq.Mag.''5.11; <b class="b3">τὰ τοῦ στρατηγοῦντος πλεονεκτήματα</b> Chor.p.35 B.; [[advantage]]s, ''SIG''888.133 (Scaptopara, iii A. D.); [[excellence]]s, [[virtue]]s, Zos.4.54: so in sg., [[superiority]], [[superior quality]], τῆς αἰτίας Diog.Oen.39; τῆς φωνῆς Eun.''Hist.''p.246 D.; π. σωματικά Jul.''Or.''6.194c, cf. Chor.p.209 B.: metaph., τὸ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τῶν ἐναντίων πλεονέκτημα Dam.''Pr.''350.<br><span class="bld">II</span> [[act of overreaching]], [[undue gain]], D.21.60, 50.38, ''Ep.''5.3, Arist.''Pol.''1311a5; = [[vitium]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] τό, 1) | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] τό, 1) [[Vorteil]], [[Gewinn]], [[Vorzug]]; μέγα πλ. ἂν θείην, Plat. Legg. IV, 709 c; τὰ ἐν τοῖς πολέμοις πλεονεκτήματα, Xen. Hipp. 5, 11; πρὸς πόλεμον πολλὰ πλεονεκτήμαθ' ἡμῖν ὑπάρχει, Dem. 9, 52, wie [[πλεονέκτημα]] μέγα ὑπῆρξε Φιλίππῳ 18, 60, u. öfter. – 2) Alles, wodurch tman einen Andern übervortheilt, betrügt, ἃ δίκαια οὐκ ἦν, ἀλλὰ πλεονεκτήματα τούτου Dem. 50, 38, u. Sp.; vgl. Pol. 2, 38, 8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=πλεονεκτήματος (τό) :<br />[[supériorité]], [[avantage]], [[ascendant]], [[prééminence]].<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλεονέκτημα | |elnltext=πλεονέκτημα, πλεονεκτήματος, τό [[πλεονεκτέω]] [[voordeel]]:; οὐδεὶς πώποτε τοῦτ’ εἶδεν τὸ πλεονέκτημα nooit heeft iemand aandacht besteed aan het buitenkansje Dem. 21.60; [[succes]]:. μέγιστον εἰς πλεονεκτήματα (krijgskunde), de belangrijkste troef voor successen Gorg. B 11a30. concr. voor object van hebzucht of winstbejag. τῶν πλεονεκτημάτων τὰ μὲν χρήματα τυραννικά bij winstbejag (is) geld het object van de tiran Aristot. Pol. 1311a5. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλεονέκτημα:''' | |elrutext='''πλεονέκτημα:''' πλεονεκτήματοςτό<br /><b class="num">1</b> [[преимущество]], [[превосходство]] Plat., Dem., Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[насилие]], [[обман]], тж. [[обида]] (οὐ δίκαια, ἀλλὰ πλεονεκτήματα Dem.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[superiority]], [[piece of sharp-practice]], [[selfish act]] | |woodrun=[[superiority]], [[piece of sharp-practice]], [[selfish act]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[superiority]]=== | |||
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: [[優勢]], [[优势]], [[優越]], [[优越]]; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: [[supériorité]]; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: [[Überlegenheit]]; Greek: [[ανωτερότητα]], [[υπεροχή]]; Ancient Greek: [[βελτιότης]], [[διαφορά]], [[ἐκπρέπεια]], [[ἐπικράτεια]], [[ἐπικράτησις]], [[περισσεία]], [[περισσότης]], [[πλεονέκτημα]], [[πλεονεξία]], [[πλεονεξίη]], [[προτέρημα]], [[προτέρησις]], [[ὑπέρβλημα]], [[ὑπερβολή]], [[ὑπεροχή]], [[ὑπερτερία]], [[ὑπερφέρεια]]; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: [[superiorità]]; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: [[superioritas]]; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: [[superioridade]]; Romanian: superioritate; Russian: [[превосходство]], [[старшинство]]; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: [[superioridad]]; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 10 October 2024
English (LSJ)
πλεονεκτήματος, τό,
A advantage, gain, Pl.Lg.709c, D.5.23 (pl.), 18.60, etc.: pl., gains, successes, Gorg.Pal.30; ἐν τοῖς πολέμοις X.Eq.Mag.5.11; τὰ τοῦ στρατηγοῦντος πλεονεκτήματα Chor.p.35 B.; advantages, SIG888.133 (Scaptopara, iii A. D.); excellences, virtues, Zos.4.54: so in sg., superiority, superior quality, τῆς αἰτίας Diog.Oen.39; τῆς φωνῆς Eun.Hist.p.246 D.; π. σωματικά Jul.Or.6.194c, cf. Chor.p.209 B.: metaph., τὸ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τῶν ἐναντίων πλεονέκτημα Dam.Pr.350.
II act of overreaching, undue gain, D.21.60, 50.38, Ep.5.3, Arist.Pol.1311a5; = vitium, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 630] τό, 1) Vorteil, Gewinn, Vorzug; μέγα πλ. ἂν θείην, Plat. Legg. IV, 709 c; τὰ ἐν τοῖς πολέμοις πλεονεκτήματα, Xen. Hipp. 5, 11; πρὸς πόλεμον πολλὰ πλεονεκτήμαθ' ἡμῖν ὑπάρχει, Dem. 9, 52, wie πλεονέκτημα μέγα ὑπῆρξε Φιλίππῳ 18, 60, u. öfter. – 2) Alles, wodurch tman einen Andern übervortheilt, betrügt, ἃ δίκαια οὐκ ἦν, ἀλλὰ πλεονεκτήματα τούτου Dem. 50, 38, u. Sp.; vgl. Pol. 2, 38, 8.
French (Bailly abrégé)
πλεονεκτήματος (τό) :
supériorité, avantage, ascendant, prééminence.
Étymologie: πλεονεκτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεονέκτημα, πλεονεκτήματος, τό πλεονεκτέω voordeel:; οὐδεὶς πώποτε τοῦτ’ εἶδεν τὸ πλεονέκτημα nooit heeft iemand aandacht besteed aan het buitenkansje Dem. 21.60; succes:. μέγιστον εἰς πλεονεκτήματα (krijgskunde), de belangrijkste troef voor successen Gorg. B 11a30. concr. voor object van hebzucht of winstbejag. τῶν πλεονεκτημάτων τὰ μὲν χρήματα τυραννικά bij winstbejag (is) geld het object van de tiran Aristot. Pol. 1311a5.
Russian (Dvoretsky)
πλεονέκτημα: πλεονεκτήματοςτό
1 преимущество, превосходство Plat., Dem., Xen.;
2 насилие, обман, тж. обида (οὐ δίκαια, ἀλλὰ πλεονεκτήματα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
πλεονέκτημα: τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. πρᾶξις ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, τέχνασμα ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10.
Greek Monolingual
το ΝΜΑ πλεονεκτώ·1. το να πλεονεκτεί κάποιος ή κάτι, όφελος, κέρδος (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῖς, πλεονεκτημάτων δυοῖν...», Δημοσθ.)
2. προσόν, υπεροχή ως προς κάποιο σημείο, έναντι άλλου ή άλλων (α. «έχει το πλεονέκτημα του ύψους» β. «πλεονεκτήματα σωματικά», Ιουλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «απόλυτο πλεονέκτημα» η ικανότητα παραγωγού ή επιχείρησης να προσφέρει αγαθό ή υπηρεσία σε κόστος χαμηλότερο από έναν ανταγωνιστή
β) «συγκριτικό πλεονέκτημα» — η ικανότητα προσφοράς αγαθού ή υπηρεσίας φθηνότερων από άλλα αγαθά ή υπηρεσίες
μσν.-αρχ.
το να είναι κανείς πλεονέκτης, να διεκδικεί περισσότερα από όσα δικαιούται, η πλεονεξία
αρχ.
1. η ενέργεια με την οποία βρίσκεται κανείς σε ισχυρότερη θέση από έναν άλλον, το τέχνασμα («δίκαια οὐκ ἦν ἀλλὰ πλεονεκτήματα», Δημοσθ.)
2. κακία, πονηρία.
Greek Monotonic
πλεονέκτημα: -ατος, τό,
I. πλεονέκτημα, απόκτημα, προνόμιο, σε Πλάτ., Δημ.· στον πληθ., αποκτήματα, επιτυχίες, προνόμια, σε Ξεν.
II. πράξη απάτης, ιδιοτελές τέχνασμα, σε Δημ.
Middle Liddell
πλεονέκτημα, ατος, τό, [from πλεονεκτέω
I. an advantage, gain, privilege, Plat., Dem.: in plural gains, successes, Xen.
II. an act of overreaching, selfish trick, Dem.
English (Woodhouse)
superiority, piece of sharp-practice, selfish act
Translations
superiority
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: 優勢, 优势, 優越, 优越; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: supériorité; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: Überlegenheit; Greek: ανωτερότητα, υπεροχή; Ancient Greek: βελτιότης, διαφορά, ἐκπρέπεια, ἐπικράτεια, ἐπικράτησις, περισσεία, περισσότης, πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονεξίη, προτέρημα, προτέρησις, ὑπέρβλημα, ὑπερβολή, ὑπεροχή, ὑπερτερία, ὑπερφέρεια; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: superiorità; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: superioritas; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: superioridade; Romanian: superioritate; Russian: превосходство, старшинство; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: superioridad; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство