δεκατεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
m (Text replacement - "( " to "(")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δεκατεύω [δεκάτη] met acc. van personen tienden heffen van, tienden laten betalen; pass.: ὡς νῦν Θηβαίους τὸ λεγόμενον δὴ δεκατευθῆναι ἐλπὶς εἴη dat er nu de hoop was dat de Thebanen, zoals men dat noemt, tienden zouden moeten betalen ( eufem. voor veroverd en geplunderd worden) Xen. Hell. 6.3.20. met acc. van zaken een tiende betalen van, offeren van; (als tiende) betalen, offeren; pass.: ὥς σφεα ἀναγκαίως ἔχει δεκατευθῆναι τῷ Διί dat dat (geld) geofferd moet worden aan Zeus Hdt. 1.89.3.
|elnltext=δεκατεύω [δεκάτη] met acc. van personen tienden heffen van, tienden laten betalen; pass.: ὡς νῦν Θηβαίους τὸ λεγόμενον δὴ δεκατευθῆναι ἐλπὶς εἴη dat er nu de hoop was dat de Thebanen, zoals men dat noemt, tienden zouden moeten betalen (eufem. voor veroverd en geplunderd worden) Xen. Hell. 6.3.20. met acc. van zaken een tiende betalen van, offeren van; (als tiende) betalen, offeren; pass.: ὥς σφεα ἀναγκαίως ἔχει δεκατευθῆναι τῷ Διί dat dat (geld) geofferd moet worden aan Zeus Hdt. 1.89.3.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:17, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰτεύω Medium diacritics: δεκατεύω Low diacritics: δεκατεύω Capitals: ΔΕΚΑΤΕΥΩ
Transliteration A: dekateúō Transliteration B: dekateuō Transliteration C: dekateyo Beta Code: dekateu/w

English (LSJ)

A exact tithe from, τινά D.22.77; τὰς πόλεις Jusj. ap. Lycurg.81; τούτους δεκατεῦσαι τῷ ἐν Δελφοῖσι θεῷ make them pay a tithe to Apollo, Hdt.7.132; of things, δ. τὰ ἐξ ἀγροῦ ὡραῖα tithe them (as an offering)... X.An.5.3.9; δ. τοὺς Θηβαίους τοῖς θεοῖς Plb.9.39.5:—Pass., ἀναγκαίως ἔχει [τὰ χρήματα] δεκατευθῆναι τῷ Διΐ Hdt.1.89; ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, i.e. that it would be taken and tithed, X.HG6.3.20,5.35.
2 abs., to be a δεκατευτής, Ar.Fr. 455.
II in war, take out the tenth man for execution, decimate, D.C.48.42, etc.
2 divide into ten sections, τινάς App.BC1.49.
III = ἀρκτεύω, Lys.Fr.250S., D.ap.Harp.
IV metaph. in Astrol., to be superior to, Man.6.279.

Spanish (DGE)

(δεκᾰτεύω) I tr.
1 imponer el diezmo, someter al pago del diezmo como tributo, c. ac. de pers. ἑαυτούς D.22.77, τὰς ... τὰ τοῦ βαρβάρου προελομένας (πόλεις) juram. en Lycurg.81
c. ac. de pers. y dat. de un dios δεκατεῦσαι τῷ ἐν Δελφοῖσι θεῷ ofrecer el diezmo de sus bienes al dios de Delfos Hdt.7.132, Θηβαίους ... ἐψηφίσαντο δεκατεύσειν τοῖς θεοῖς Plb.9.39.5, en v. pas. σφέα ἀναγκαίως ἔχει δεκατευθῆναι τῷ Διί Hdt.1.89, ὡς νῦν Θηβαίους ... δεκατευθῆναι ἐλπὶς εἴη X.HG 6.3.20, Ῥωμαίους ὑπὸ Τυρρηνῶν δεκατευομένους ἀπήλλαξεν Plu.2.267f
c. ac. int. δεκατείαν τινὰ καινὴν δεκατευθῆναι D.C.47.16.4.
2 recoger el diezmo, tomar el diezmo c. ac. de cosa δεκατεύων τὰ ἐκ τοῦ ἀγροῦ ὡραῖα θυσίαν ἐποίει τῇ θεῷ tomando el diezmo de los frutos del campo ofrecía un sacrificio a la diosa X.An.5.3.9, en v. pas. δράγματα καὶ ... στεφάνους, ἅσσ' ἀπὸ λικμητοῦ δεκατεύεται Nicaenet.3.5.
3 consagrar, ofrecer el diezmo c. ac. de cosa τὰ τῶν πολεμίων δεκατεύσειν εὐξάμενος τότε, νῦν δεκατεύει τὰ τῶν πολιτῶν Plu.Cam.8
c. ac. de cosa y dat. de un dios τῷ Ἡρακλεῖ ... ἐδεκάτευον τὰς οὐσίας Plu.2.267e, cf. Did.CP 25 (p.316), Phot.δ 151.
4 en cont. milit. diezmar, ejecutar a un hombre de cada diez σφᾶς αὐτοὺς παρεῖχον, εἴτε βούλοιτο δεκατεύειν Plu.Ant.44, τοὺς συστρατευσαμένους αὐτῷ D.C.Epit.7.17.6, δύο ... ἑκατονταρχίας D.C.48.42.2.
5 dividir en diez grupos (τούσδε τοὺς νεοπολίτας) App.BC 1.49.
6 fig., astrol., del influjo de los astros prevalecer sobre εὖτ' ἂν ... Μήνην ... Ἄρης δεκατεύῃ Man.6.279, ἡ Σελήνη δεκατεύει τὸν Κρόνον Vett.Val.376.10, cf. 389.3.
II intr.
1 ser perceptor del diezmo Ar.Fr.472, cf. Hsch., Phot.δ 151, 156.
2 equiv. a ἀρκτεύω hacer de osa las muchachas atenienses en las fiestas de Ártemis Brauronia, Lys.Fr.250S., ἐπεὶ ἔπρασσον αὐτὸ αἱ παρθένοι περὶ τὸν δεκαετῆ χρόνον οὖσαι Hsch.

German (Pape)

[Seite 543] 1) den Zehend eintreiben, übh. von einer Steuererhebung, die man als gehässig bezeichnen will, s. Böckh Staatzh. II p. 57; τινά, von Jemand, Dem. 22, 77. – 2) den zehnten Teil nehmen, bes. um ihn einer Gottheit zu weihen, τούτους δεκατεῦσαι τῷ θεῷ Her. 7, 132; τὰ χρήματα δεκατευθῆναι τῷ Διΐ 1, 89; τὰ ἐξ ἀγροῦ τῇ θεῷ Xen. An. 5, 3, 9; τοὺς Θηβαίους τοῖς θεοῖς Pol. 9, 39; vgl. Harpocr.; Plut. Camill. 8; τὰς οὐσίας Alexis Ath. VI, 225 f; pass., τοὺς Θηβαίους δεκατευθῆναι Xen. Hell. 6, 8, 20 u. 5, 35, es soll ihnen als Strafe aufgelegt werden, den Zehend zu geben. – Den zehnten Mann hinrichten, decimiren, Dio Cass.; vgl. Dion. H. 9, 50. – Nach B. A. 235 auch = δεκάζειν.

French (Bailly abrégé)

pf. inus.
prélever la dîme.
Étymologie: δέκατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκατεύω [δεκάτη] met acc. van personen tienden heffen van, tienden laten betalen; pass.: ὡς νῦν Θηβαίους τὸ λεγόμενον δὴ δεκατευθῆναι ἐλπὶς εἴη dat er nu de hoop was dat de Thebanen, zoals men dat noemt, tienden zouden moeten betalen (eufem. voor veroverd en geplunderd worden) Xen. Hell. 6.3.20. met acc. van zaken een tiende betalen van, offeren van; (als tiende) betalen, offeren; pass.: ὥς σφεα ἀναγκαίως ἔχει δεκατευθῆναι τῷ Διί dat dat (geld) geofferd moet worden aan Zeus Hdt. 1.89.3.

Russian (Dvoretsky)

δεκᾰτεύω:
1 посвящать десятую долю (τι τῷ θεῷ Her., Xen.);
2 облагать десятиной (τινά Dem.): δεκατεῦσαί τινα τῷ θεῷ Her., Polyb. обложить кого-л. десятиной в пользу божества;
3 собирать десятину Arph.;
4 наказывать или казнить каждого десятого, децимировать (εἴτε δ., εἴτ᾽ ἄλλῳ τρόπῳ κολάζειν Plut.).

Greek Monolingual

(AM δεκατεύω) δεκάτη
1. παίρνω ως φόρο το ένα δέκατο της παραγωγής ή άλλων αγαθών
2. υποχρεώνω κάποιον να καταβάλει «τὴν δεκάτην»
αρχ.
1. προσφέρω σε θεότητα το ένα δέκατο τών γεωργικών προϊόντων («δεκατεύων τὰ ἐκ τοῦ ἀγροῦ ὡραῖα θυσίαν ἐποίει τῇ θεῷ» — ξεχωρίζοντας το ένα δέκατο της παραγωγής του πρόσφερε θυσία στη θεά)
2. είμαι δεκατευτής, εισπράττω «τὴν δεκάτη»
3. χωρίζω στρατιώτες σε δέκα τμήματα
4. χωρίζω στρατιώτες σε δεκάδες και εκτελώ τον τελευταίο κάθε δεκάδας
5. αρκτεύω
6. (για άστρα) βρίσκομαι ψηλότερα από κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

δεκατεύω: μέλ. -σω (δεκάτη), αποσπώ, λαμβάνω τη δεκάτη (ως φόρο) από κάποιον, τον αναγκάζω να πληρώσει τη δεκάτη· τούτους δεκατεῦσαι τῷ θεῷ, να τους αναγκάσουν να πληρώσουν, να αποδώσουν τη δεκάτη στο όνομα του θεού, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, δ. τὰ ἐξ ἄγρου ὡραῖα, λαμβάνω το ένα δέκατο από αυτά (ως προσφορά, θυσία), σε Ξεν.· και ομοίως, Παθ., δεκατευθῆναι τῷ Διΐ, σε Ηρόδ.· από όπου, η παροιμ. φράση ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, δηλ. ότι θα κυριεύονταν και υποχρεώνονταν να αποδώσουν τη δεκάτη, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

δεκατεύω: (δεκάτη) λαμβάνω ἢ ἀπαιτῶ τὴν δεκάτην (ὡς φόρον) παρά τινος, ὑποχρεώνω αὐτὸν νὰ πληρώνῃ τὸ δέκατον, τινὰ Δημ. 617. 22· τὰς πόλεις Λυκοῦργ. 158. 6· τούτους δεκατεῦσαι τῷ ἐν Δελφοῖσι θεῷ, νὰ ὑποχρεώσωσιν αὐτοὺς νὰ πληρώνωσι μέρος τι (τὸ δέκατον) εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, Ἡρόδ. 7. 132· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, δ. τὰ ἐξ ἀγροῦ ὡραῖα, ἀποδεκατίζω αὐτὰ (ὡς προσφορὰν ἢ ἀπαρχήν), Ξεν. Ἀν. 5. 3, 9· καὶ οὕτω, παθ., ἀναγκαίως ἔχει τὰ χρήματα δεκατευθῆναι τῷ Διῒ Ἡρόδ. 1. 89· ἐντεῦθεν παροιμ., ἐλπὶς ἧν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, δηλ. ὅτι θὰ ἐκυριεύοντο καὶ θὰ ὑπεβάλλοντο εἰς δεκάτη, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 20., 5. 35. 2) ἀπολ., εἶμαι δεκατευτής, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 392. ΙΙ. καθιερώνω ἢ ἀφιερώνω τὸν δέκατον ἄνθρωπον, ἐξορίζω τῆς χώρας ἕνα μεταξὺ δέκα, πρβλ. Creuzer Xanth. σ. 178· - ἐν πολέμῳ, λαμβάνω ἕκαστον δέκατον ἄνθρωπον καὶ παραδίδω εἰς θάνατον, Δίων Κ. 48. 42. κτλ., πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 50· - ἐν Ἀππ. Ἐμφ. 1. 49, ἀντὶ δεκατεύοντες πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ δέκα τινάς.

Middle Liddell

δεκάτη
to exact the tenth part from a man, to make him pay tithe, τούτους δεκατεῦσαι τῶι θεῶι to make them pay a tithe to the god, Hdt.:— also of things, δ. τὰ ἐξ ἀγροῦ ὡραῖα to tithe them (as an offering), Xen.: and so, Pass., δεκατευθῆναι τῶι Διΐ Hdt.: hence proverb., ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, i. e. that it would be made to pay tithe, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ζητῶ τό ἕνα δέκατο τῆς λείας ἤ τοῦ φόρου). Ἀπό τό δεκάτη (ἐνν. μοίρα = τό δέκατο μέρος).
Παράγωγα: δεκατευτήριον (=τελωνεῖο), δεκάτευμα, δεκάτευσις, δεκατευτής, ἀδεκάτευτος (=ἀφορολόγητος).