ἀνάπαυλα: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapavla | |Transliteration C=anapavla | ||
|Beta Code=a)na/paula | |Beta Code=a)na/paula | ||
|Definition=ης, ἡ, < | |Definition=ης, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[repose]], [[rest]], ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν S.''Ph.''638; <b class="b3">κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι</b> divided into [[reliefs]], of workmen, Th.2.75.<br><span class="bld">2</span> c. gen. rei, [[rest from]] a thing, κακῶν S.''El.''873, cf. ''Ph.''878; πόνων Th.2.38; τῆς σπουδῆς [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 30e.<br><span class="bld">II</span> [[resting-place]], E. ''Hipp.''1137, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''722c; [[inn]], Ar.''Ra.''113; ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδόν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''625b; <b class="b3">εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν</b> (where there is a play upon the first sense) Ar.''Ra.''185, cf. 195. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> repos, | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[repos]], [[pause]] ; κατ' ἀναπαύλας THC par relais, <i>càd</i> par équipes alternantes ; cessation, arrêt;<br /><b>2</b> [[lieu de repos]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπαύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἀνάπαυση]], [[διακοπή]]). Άπό τό [[ἀναπαύω]] (ἀνά + [[παύω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[παύω]]. | |mantxt=(=[[ἀνάπαυση]], [[διακοπή]]). Άπό τό [[ἀναπαύω]] (ἀνά + [[παύω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[παύω]]. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[requies]]'', [[rest]], [[repose]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.38.1/ 2.38.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.75.3/ 2.75.3]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:54, 16 November 2024
English (LSJ)
ης, ἡ,
A repose, rest, ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν S.Ph.638; κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι divided into reliefs, of workmen, Th.2.75.
2 c. gen. rei, rest from a thing, κακῶν S.El.873, cf. Ph.878; πόνων Th.2.38; τῆς σπουδῆς Pl.Phlb. 30e.
II resting-place, E. Hipp.1137, Pl.Lg.722c; inn, Ar.Ra.113; ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδόν Pl.Lg.625b; εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν (where there is a play upon the first sense) Ar.Ra.185, cf. 195.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
I 1descanso, reposo ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν S.Ph.638, cf. Pl.Prm.137b
•c. gen. descanso, pausa κακῶν S.El.873, cf. Ph.878, μόχθων E.Fr.912.13, πόνων Th.2.38, σπουδῆς Pl.Phlb.30e.
2 plu. relevos, turnos de obreros διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας Th.2.75.
II lugar para descansar E.Hipp.1137, Pl.Lg.722c, del Hades εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν Ar.Ra.185
•parada, alto κατὰ τὴν ὁδόν Pl.Lg.625b, cf. Ar.Ra.113
•fondeadero Ar.Ra.195.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, das Ausruhen, die Erholung, κακοῦ Soph. Phil. 634; El. 861; πόνων Thuc. 2, 38; Plat. Legg. II, 653 d; σπουδῆς Phil. 30 e; διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας, durch das Folgde erklärt, sich abwechselnd ruhend, und deshalb in zwei Abtheilungen arbeitend, Thuc. 2, 75; Ruheplatz, κατὰ τὴν ὁδόν Plat. Legg. I, 625 b.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 repos, pause ; κατ' ἀναπαύλας THC par relais, càd par équipes alternantes ; cessation, arrêt;
2 lieu de repos.
Étymologie: ἀναπαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπαυλα: ἡ
1 прекращение, перерыв, передышка, покой, отдых (τοῦ κακοῦ λήθη καὶ ἀ. Soph.; πύνων Thuc.; τῆς σπουδῆς Plat.; ἀνάπαυλαν διδόναι τινί Plut.): διῃρημένοι κατ᾽ ἀναπαύλας Thuc. посменно работая и отдыхая;
2 преимущ. pl. место отдохновения или привала, постоялый двор Eur., Arph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπαυλα: -ης, -ἡ, (ἀναπαύω) ἀνάπαυσις, ἀνακούφισις, καίριος σπουδὴ πόνου λήξαντος ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν Σοφ. Φ. 637· διῃρημένοι κατ’ ἀναπαύλας, διῃρημ. εἰς μέρη, ὥστε ὅταν τὸ ἓν ἐργάζηται, τὸ ἄλλο νὰ ἔχῃ ἀνάπαυλαν, δηλ. νὰ «ξεκουράζεται», Θουκ. 2. 75. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀνάπαυσις ἀπό τινος πράγματος, κακῶν Σοφ. Ἠλ. 873, πρβλ. Φ. 878· πόνων Θουκ. 2. 38· τῆς σπουδῆς Πλάτ. Φίλ. 30E. ΙΙ. τόπος ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Εὐρ. Ἱππ. 1137· ἰδίως πανδοχεῖον, Λατ. deversorium. Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, Πλάτ. Νόμ. 722C· ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτόθι 625B· εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν (ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας τῆς λέξ.), Ἀριστ. Βάτρ. 185, πρβλ. 195.
Greek Monolingual
η (Α ἀνάπαυλα) ἀναπαύω
προσωρινή διακοπή εργασίας για ανάπαυση, ξεκούραση
μσν.
καταφυγή, παρηγοριά
αρχ.
1. ανακούφιση από κάτι, απαλλαγή
2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο.
Greek Monotonic
ἀνάπαυλα: -ης, ἡ (ἀναπαύω),
I. 1. ανάπαυση, ανακούφιση, σε Σοφ.· κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι, διαιρεμένοι έτσι ώστε να εργάζονται περιοδικά, λέγεται για εργάτες, σε Θουκ.
2. με γεν. πράγμ., ξεκούραση από κάτι, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
II. μέρος ξεκούρασης, αναπαυτήριο, Λατ. deversorium, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀναπαύω
I. repose, rest, Soph.; κατ' ἀναπαύλας διηιρῆσθαι to be divided into reliefs, of workmen, Thuc.
2. c. gen. rei, rest from a thing, Soph., Thuc., etc.
II. a resting-place, an inn, Lat. deversorium, Eur., Ar.
English (Woodhouse)
alleviation, breathing space, cessation, pause, recreation, respite, rest, resting-place, relief from, resting place
Mantoulidis Etymological
(=ἀνάπαυση, διακοπή). Άπό τό ἀναπαύω (ἀνά + παύω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα παύω.