κλειστός: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(1ba) |
(CSV import) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kleistos | |Transliteration C=kleistos | ||
|Beta Code=kleisto/s | |Beta Code=kleisto/s | ||
|Definition=Ion. κληϊστός, old Att. κλῃστός, ή, όν, < | |Definition=Ion. [[κληϊστός]], old Att. [[κλῃστός]], ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[that can be shut]] or [[closed]], κληϊσταὶ σανίδες Od.2.344; χῶμα γαίας κ. E.''Fr.''617, βεβαίως κ. Th.2.17; κ. λιμήν Id.7.38; κ. ἀναβάσεις Aen.Tact.22.19, cf. Str.14.6.3, Scyl.29, al.; κ. ὕδωρ Aristobul.35 J.; θυρίδες κ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.85, cf. Luc.''VH''1.24, Philostr.''Im.''1.13.<br><span class="bld">2</span> [[closed]], διώρυγες Str.15.1.50, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1448.png Seite 1448]] verschließbar; θυρίδες D. Sic. 20, 85; ion. u. ep. [[κληϊστός]], z. B. σανίδες Od. 2, 344; altatt. κλῃστὸς [[λιμήν]] Thuc. 2, 94. 7, 38. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1448.png Seite 1448]] verschließbar; θυρίδες D. Sic. 20, 85; ion. u. ep. [[κληϊστός]], z. B. σανίδες Od. 2, 344; altatt. κλῃστὸς [[λιμήν]] Thuc. 2, 94. 7, 38. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />[[fermé]], [[barricadé]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κλείω]]¹. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλειστός -ή -όν [κλείω] ep. κληϊστός, Att. ook κλῃστός gesloten. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κλειστός:''' эп.-ион. = [[κλῃστός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλειστός:''' Ιων. | |lsmtext='''κλειστός:''' Ιων. κληΐστος, Αττ. [[κλῃστός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αυτός που μπορεί να κλεισθεί ή να είναι ασφαλισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κλειστός''': Ἰων. κληϊστός, ἀρχ. Ἀττ. [[κλῃστός]], ή, όν, ὃν δύναταί τις νὰ κλείσῃ ἢ ὁ κεκλεισμένος, κληισταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344· κλῃστὸν [[δῶμα]] Εὐρ. Πέλ. 3· βεβαίως κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· κλῃστὸς λιμὴν ὁ αὐτ. 7. 38, πρβλ. Στράβ. 682, Σκύλακος Περίπλ. σ. 22 ἴδε ἐν λ. κλῇσις· θυρίδες κλεισταὶ Διόδ. 20. 85. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=that can be [[shut]] or closed, Od., Thuc. | |mdlsjtxt=that can be [[shut]] or closed, Od., Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[clausus]]'', [[enclosed]], [[confined]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.17.1/ 2.17.1], [<i>alii</i> <i>others</i> κλειστὸν] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.38.2/ 7.38.2], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> κλειστοῦ]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 16 November 2024
English (LSJ)
Ion. κληϊστός, old Att. κλῃστός, ή, όν,
A that can be shut or closed, κληϊσταὶ σανίδες Od.2.344; χῶμα γαίας κ. E.Fr.617, βεβαίως κ. Th.2.17; κ. λιμήν Id.7.38; κ. ἀναβάσεις Aen.Tact.22.19, cf. Str.14.6.3, Scyl.29, al.; κ. ὕδωρ Aristobul.35 J.; θυρίδες κ. D.S.20.85, cf. Luc.VH1.24, Philostr.Im.1.13.
2 closed, διώρυγες Str.15.1.50, al.
German (Pape)
[Seite 1448] verschließbar; θυρίδες D. Sic. 20, 85; ion. u. ep. κληϊστός, z. B. σανίδες Od. 2, 344; altatt. κλῃστὸς λιμήν Thuc. 2, 94. 7, 38.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fermé, barricadé.
Étymologie: adj. verb. de κλείω¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλειστός -ή -όν [κλείω] ep. κληϊστός, Att. ook κλῃστός gesloten.
Russian (Dvoretsky)
κλειστός: эп.-ион. = κλῃστός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κλειστός, -ή, -όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) κλείω (I)]
1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.)
2. αυτός διά μέσου του οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα σύνορα είναι ακόμη κλειστά» β. «κλεισταί διώρυγες», Στράβ.)
νεοελλ.
1. (για καταστήματα, γραφεία κ.λπ.) αυτός που αργεί, που δεν λειτουργεί («τα καταστήματα τροφίμων είναι κλειστά σήμερα»)
2. περιφραγμένος, περιορισμένος («κλειστός χώρος»)
3. (για χρώμα) σκούρος
4. μτφ. για πρόσ. μη εκδηλωτικός, εσωστρεφής («κλειστός τύπος»)
5. φρ. α) «με κλειστά μάτια» — με απόλυτη εμπιστοσύνη
β) (οικον.) «κλειστή οικονομία» — οικονομία χωρίς εξωτερικές ανταλλαγές, αυτάρκης και απομονωμένη από εξωτερικές επιδράσεις
γ) γλωσσ. «κλειστά φωνήεντα» — τα φωνήεντα που προφέρονται με ελάχιστο άνοιγμα του στόματος, σε αντιδιαστολή με τα ανοιχτά και τα ημιανοιχτά
δ) γλωσσ. «κλειστά σύμφωνα» — τα σύμφωνα κατά την παραγωγή τών οποίων ένα ή περισσότερα μέρη της στοματικής κοιλότητας δημιουργούν φραγμό που εμποδίζει προς στιγμή τη ροή του ρεύματος του εκπνεόμενου αέρα προς την έξοδο της κοιλότητας, αλλ. έκτροτα ή στιγμιαία, σε αντιδιαστολή με τα διαρκή
ε) (νομ.) «κλειστό επάγγελμα» — επάγγελμα για το οποίο υπάρχουν περιορισμοί στην είσοδο νέων μελών
στ) «κλειστό φόρεμα» — όχι έξωμο
6. το ουδ. ως ουσ. το κλειστό
το γιλέκο.
επίρρ...
κλειστά
κλειδωμένα, κλεισμένα, σφαλιστά.
Greek Monotonic
κλειστός: Ιων. κληΐστος, Αττ. κλῃστός, -ή, -όν, αυτός που μπορεί να κλεισθεί ή να είναι ασφαλισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κλειστός: Ἰων. κληϊστός, ἀρχ. Ἀττ. κλῃστός, ή, όν, ὃν δύναταί τις νὰ κλείσῃ ἢ ὁ κεκλεισμένος, κληισταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344· κλῃστὸν δῶμα Εὐρ. Πέλ. 3· βεβαίως κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· κλῃστὸς λιμὴν ὁ αὐτ. 7. 38, πρβλ. Στράβ. 682, Σκύλακος Περίπλ. σ. 22 ἴδε ἐν λ. κλῇσις· θυρίδες κλεισταὶ Διόδ. 20. 85.
Middle Liddell
that can be shut or closed, Od., Thuc.
Lexicon Thucydideum
clausus, enclosed, confined, 2.17.1, [alii others κλειστὸν] 7.38.2, [vulgo commonly κλειστοῦ].