ἁπλόος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπλόος''': -η, -ον, συνηρ. [[ἁπλοῦς]], ῆ, οῦν, ὡς τὸ Λατ. simplex, ἀντίθ. τῷ [[διπλόος]], duplex, [[ὅθεν]], Ι. [[ἁπλοῦς]], εἷς [[μόνος]], ἁπλῆν οἶμόν φησιν εἰς Ἅιδου φέρειν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 236, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· ἁπλῷ τείχει περιτειχίζειν Θουκ. 3. 18· οὐκ ἐς ἁπλοῦν, οὐχὶ μόνον κατὰ ἕνα τρόπον, Σοφ. Ο. Τ. 519· δὶς τόσ’ ἐξ ἁπλῶν κατὰ ὁ αὐτ. Αἴ. 677· [[ὅπως]] ἂν ἡ [[χάρις]]… ἐξ ἁπλῆς [[διπλῆ]] φανῇ ὁ αὐτ. Τρ. 619· ἁπλᾶς δὲ λύπας ἐξόν, οὐκ [[οἴσω]] διπλᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 688. β) [[ἁπλαῖ]] (δηλ. κρηπῖδες), αἱ, ὑποδήματα μονόπελμα, Στράττις ἐν «Λημνομέδα» 4, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἁπλᾶς, Δημ. 1267. 23. ΙΙ. [[ἁπλοῦς]], [[φυσικός]], [[εἰλικρινής]], παρρησίαν ἔχων, κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς Πινδ. Ν. 8. 61· [[ἁπλοῦς]] ὁ [[μῦθος]] Αἰσχύλ. Χο. 554· ἁπλῷ λόγῳ ὁ αὐτ. Πρ. 610, κ. ἀλλ.· ὡς ἁπλῷ λόγῳ [[αὐτόθι]] 46, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1153· [[ἁπλοῦς]] [[λόγος]], ἁπλῆ [[διήγησις]] Εὐρ. Ἑλ. 979, Πλάτ. Πολ. 392D· ἁπλᾶ γε καὶ σαφῆ [[λέγω]] μαθεῖν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1. 7· οὐδὲν ἔχω ἁπλούστερον λέγειν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 32· ἐπὶ ὕφους, Δημήτρ. Φαλ. 17. κτλ. περὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν, περὶ τῶν ἕξεων τοῦ βίου, ἁπλουστάτοις χρώμενοι βίοις Πολύβ. 9. 10, 5· νόμοι [[λίαν]] ἁπλοὶ καὶ βαρβαρικοὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 19: ― ἁπλοῦν γὰρ ἦν τὸν μὴ δυνάμενον ζῆν ἀλύπως, ἀποθανεῖν, εὔκολον [[πρᾶγμα]], Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῦσιν» 5. β) ἐπὶ προσώπων ἢ τῶν λόγων αὐτῶν, σκέψεων καὶ πράξεων αὐτῶν, [[ἁπλοῦς]], εἰλικρινὴς, [[σαφής]], ἁπλᾶ γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 173· ἁπλ. καὶ γεναῖος Πλάτ. Πολ. 361Β, κτλ. ἁπλοῖ τρόποι Εὐρ. Ι. Α. 921 κτλ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[δόλος]] Ἀριστοφ. Πλ. 1158· πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. [[διπλόος]]. γ) [[ἁπλοῦς]], [[δίκαιος]], ὁ [[κριτής]] ὑπόκειται [[εἶναι]] [[ἁπλοῦς]] Ἀριστ. Ῥητ. 1. 2, 13· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[κακοῦργος]], ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 5, πρβλ. Ῥητ. 1. 9, 29: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἁπλοϊκός]], [[εὐήθης]], [[μωρός]], Ἰσοκρ. 23Ε· λὶαν γὰρ ἁπλοῦν τὸ νομίζειν…, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 9: πρβλ. [[ἁπλῶς]] ΙΙ. 1. 8. ΙΙΙ. [[ἁπλοῦς]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[μικτός]], Πλάτ. Πολ. 547Ε, κτλ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ μεμιγμένος, κεκραμένος, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 5, 14 κ. ἀλλ., ἁπλᾶ χρώματα ὁ αὐτ. περὶ Χρωμάτ. 1. 1· ἁπλᾶ ὀνόματα, ἀντιθέτ. πρὸς τὰ διπλᾶ, ὁ αὐτ. Ποιητ. 21. 1, πρβλ. Ῥητ. 3. 3. 1, κτλ. 2) ἁπλῆ [[δημοκρατία]], [[ἀπόλυτος]], καθαρά, [[ἀκραιφνής]], Πλάτ. Πολιτ. 302D· [[ἀκρασία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 5· [[συμφορά]] Λυσ. 168, 43, κτλ. 3) [[ἁπλοῦς]], ἀπολύτως ἀληθὴς (πρβλ. [[ἁπλῶς]] ΙΙ. 3)· οὐ [[πάνυ]] μοι δοκεῖ… [[οὕτως]] ἁπλοῦν [[εἶναι]] [[ὥστε]]… Πλάτ. Πρωτ. 331C· πρβλ. Συμπ. 206Α, Θεαίτ. 188D, κ. ἀλλ. 4) [[ὡσαύτως]], [[γενικός]], ἀντιθέτως τῷ [[ἀκριβής]], Ἀριστ. Μεταφ. 5. 1, 1., 6. 4, 11, κ. ἀλλ. IV. Ἐπίρρ. [[ἁπλῶς]], ἴδε ἐν λέξ. V. συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[ἁπλούστερος]], ἁπλούστατος Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, κτλ. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 145· ἁπλότατος Ἀνθ. Π. 6. 185· (Τὸ ἁ-[[πλόος]] [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ α ἀθροιστ., ἅμα, ἅπαξ, [[ἅπερ]] ἴδε, ὥς καὶ τὸ Λατ. simplex [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ simul: πρβλ. [[διπλόος]] duplex).
|lstext='''ἁπλόος''': -η, -ον, συνηρ. [[ἁπλοῦς]], ῆ, οῦν, ὡς τὸ Λατ. simplex, ἀντίθ. τῷ [[διπλόος]], duplex, [[ὅθεν]], Ι. [[ἁπλοῦς]], εἷς [[μόνος]], ἁπλῆν οἶμόν φησιν εἰς Ἅιδου φέρειν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 236, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· ἁπλῷ τείχει περιτειχίζειν Θουκ. 3. 18· οὐκ ἐς ἁπλοῦν, οὐχὶ μόνον κατὰ ἕνα τρόπον, Σοφ. Ο. Τ. 519· δὶς τόσ’ ἐξ ἁπλῶν κατὰ ὁ αὐτ. Αἴ. 677· [[ὅπως]] ἂν ἡ [[χάρις]]… ἐξ ἁπλῆς [[διπλῆ]] φανῇ ὁ αὐτ. Τρ. 619· ἁπλᾶς δὲ λύπας ἐξόν, οὐκ [[οἴσω]] διπλᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 688. β) [[ἁπλαῖ]] (δηλ. κρηπῖδες), αἱ, ὑποδήματα μονόπελμα, Στράττις ἐν «Λημνομέδα» 4, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἁπλᾶς, Δημ. 1267. 23. ΙΙ. [[ἁπλοῦς]], [[φυσικός]], [[εἰλικρινής]], παρρησίαν ἔχων, κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς Πινδ. Ν. 8. 61· [[ἁπλοῦς]] ὁ [[μῦθος]] Αἰσχύλ. Χο. 554· ἁπλῷ λόγῳ ὁ αὐτ. Πρ. 610, κ. ἀλλ.· ὡς ἁπλῷ λόγῳ [[αὐτόθι]] 46, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1153· [[ἁπλοῦς]] [[λόγος]], ἁπλῆ [[διήγησις]] Εὐρ. Ἑλ. 979, Πλάτ. Πολ. 392D· ἁπλᾶ γε καὶ σαφῆ [[λέγω]] μαθεῖν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1. 7· οὐδὲν ἔχω ἁπλούστερον λέγειν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 32· ἐπὶ ὕφους, Δημήτρ. Φαλ. 17. κτλ. περὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν, περὶ τῶν ἕξεων τοῦ βίου, ἁπλουστάτοις χρώμενοι βίοις Πολύβ. 9. 10, 5· νόμοι [[λίαν]] ἁπλοὶ καὶ βαρβαρικοὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 19: ― ἁπλοῦν γὰρ ἦν τὸν μὴ δυνάμενον ζῆν ἀλύπως, ἀποθανεῖν, εὔκολον [[πρᾶγμα]], Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῦσιν» 5. β) ἐπὶ προσώπων ἢ τῶν λόγων αὐτῶν, σκέψεων καὶ πράξεων αὐτῶν, [[ἁπλοῦς]], εἰλικρινὴς, [[σαφής]], ἁπλᾶ γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 173· ἁπλ. καὶ γεναῖος Πλάτ. Πολ. 361Β, κτλ. ἁπλοῖ τρόποι Εὐρ. Ι. Α. 921 κτλ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[δόλος]] Ἀριστοφ. Πλ. 1158· πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. [[διπλόος]]. γ) [[ἁπλοῦς]], [[δίκαιος]], ὁ [[κριτής]] ὑπόκειται [[εἶναι]] [[ἁπλοῦς]] Ἀριστ. Ῥητ. 1. 2, 13· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[κακοῦργος]], ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 5, πρβλ. Ῥητ. 1. 9, 29: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἁπλοϊκός]], [[εὐήθης]], [[μωρός]], Ἰσοκρ. 23Ε· λὶαν γὰρ ἁπλοῦν τὸ νομίζειν…, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 9: πρβλ. [[ἁπλῶς]] ΙΙ. 1. 8. ΙΙΙ. [[ἁπλοῦς]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[μικτός]], Πλάτ. Πολ. 547Ε, κτλ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ μεμιγμένος, κεκραμένος, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 5, 14 κ. ἀλλ., ἁπλᾶ χρώματα ὁ αὐτ. περὶ Χρωμάτ. 1. 1· ἁπλᾶ ὀνόματα, ἀντιθέτ. πρὸς τὰ διπλᾶ, ὁ αὐτ. Ποιητ. 21. 1, πρβλ. Ῥητ. 3. 3. 1, κτλ. 2) ἁπλῆ [[δημοκρατία]], [[ἀπόλυτος]], καθαρά, [[ἀκραιφνής]], Πλάτ. Πολιτ. 302D· [[ἀκρασία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 5· [[συμφορά]] Λυσ. 168, 43, κτλ. 3) [[ἁπλοῦς]], ἀπολύτως ἀληθὴς (πρβλ. [[ἁπλῶς]] ΙΙ. 3)· οὐ [[πάνυ]] μοι δοκεῖ… [[οὕτως]] ἁπλοῦν [[εἶναι]] [[ὥστε]]… Πλάτ. Πρωτ. 331C· πρβλ. Συμπ. 206Α, Θεαίτ. 188D, κ. ἀλλ. 4) [[ὡσαύτως]], [[γενικός]], ἀντιθέτως τῷ [[ἀκριβής]], Ἀριστ. Μεταφ. 5. 1, 1., 6. 4, 11, κ. ἀλλ. IV. Ἐπίρρ. [[ἁπλῶς]], ἴδε ἐν λέξ. V. συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[ἁπλούστερος]], ἁπλούστατος Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, κτλ. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 145· ἁπλότατος Ἀνθ. Π. 6. 185· (Τὸ ἁ-[[πλόος]] [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ α ἀθροιστ., ἅμα, ἅπαξ, [[ἅπερ]] ἴδε, ὥς καὶ τὸ Λατ. simplex [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ simul: πρβλ. [[διπλόος]] duplex).
}}
{{bailly
|btext=-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦν;<br /><b>I.</b> simple;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> sans détours, franc, sincère ; <i>en mauv. part</i> simple, naïf;<br /><b>2</b> non artificiel, naturel;<br /><b>3</b> simple, non composé <i>ou, p. opp. au Cp. et au Sp.</i>, positif;<br /><i>Cp.</i> [[ἁπλούστερος]], <i>Sp.</i> [[ἁπλούστατος]].<br />'''Étymologie:''' ἁ- cop. -πλοος de [[διπλόος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπλόος Medium diacritics: ἁπλόος Low diacritics: απλόος Capitals: ΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: haplóos Transliteration B: haploos Transliteration C: aploos Beta Code: a(plo/os

English (LSJ)

η, ον, contr. ἁπλοῦς, ῆ, οῦν, opp. διπλόος

   A twofold, and so,    I single, ἁπλῆ γὰρ οἶμος εἰς Ἁιδου φέρει A.Fr.239, cf. X. Cyr.1.3.4 (Comp.); ἁπλῷ τείχει περιτειχίζειν Th.3.18; δὶς τόσ' ἐξ ἁπλῶν κακά S.Aj.277; ὅπως ἂν ἡ χάρις ἐξ ἁπλῆς διπλῆ φανῇ Id.Tr. 619; ἁπλᾶς δὲ λύπας ἐξὸν οὐκ οἴσω διπλᾶς E.IT688.    b ἁπλαῖ (sc. κρηπῖδες), αἱ, single-soled shoes, Stratt.24, D.54.34.    II simple, plain, straightforward, κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς Pi.N.8.36; ἁ. ὁ μῦθος A.Ch.554; ἁ. λόγῳ Id.Pr.610,al.; ὡς ἁ. λόγῳ ib.46, Ar.Ach.1151; ἁ. λόγος the matter is simple, E.Hel.979; ἁ. διήγησις simple narrative (without dialogue), Pl.R.392d; οὐκ ἐς ἁπλοῦν φέρει leads to no simple issue, S.OT519; ἁπλᾶ γε καὶ σαφῆ λέγω μαθεῖν Alex.240.7; οὐδὲν ἔχω ἁπλούστερον λέγειν X.Cyr.3.1.32; of single-membered periods, Demetr.Eloc.17, etc.; of habits, ἁπλούστατος βίος Plb.9.10.5; νόμοι λίαν ἁ. καὶ βαρβαρικοί Arist.Pol.1268b39; ἁπλοῦν ἦν . . ἀποθανεῖν a plain course, Men.14.    b of persons, or their words, thoughts, and acts, simple, open, frank, ἁπλᾶ γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη A.Fr.176; ἁ. καὶ γενναῖος Pl.R.361b, etc.; ἁ. τρόποι E.IA927; opp. δόλος, Ar.Pl.1158; πρὸς τοὺς φίλους ὡς ἁπλούστατον εἶναι X. Mem.4.2.16.    c simple-minded, ὁ κριτὴς ὑπόκειται εἶναι ἁ. Arist. Rh.1357a12, cf. HA608b4 (Comp.), Rh.1367a37; in bad sense, simple, silly, Isoc.2.46; λίαν γὰρ ἁπλοῦν τὸ νομίζειν . . Arist.Mete.339b34.    III simple, opp. compound or mixed, Pl.R.547e, etc.; opp. μεμιγμένος, κεκραμένος, Arist.Metaph.989b17, Sens.447a18; ἁ. χρώματα Id.Col.791a1; ἁ. ὀνόματα, opp. διπλᾶ, Id.Po.1457a31; also of nouns, without the article, A.D.Synt.98.17, al.; of the positive adjective, Plu.2.412e, etc.    b ἁ. βιβλία rolls containing a single author, Id.Ant.58.    c of precious metals, unalloyed, pure, SIG901.9 (Delph., iv A. D.), PCair.67041.    d ἁ. ἐπίδεσμος, a kind of bandage, Hp.Off.7, etc.    2 absolute, sheer, ἀκρασία Arist.EN1149a2; συμφορά Lys.24.8, etc.    3 simple, unqualified (cf. ἁπλῶς 11.3), οὐ πάνυ μοι δοκεῖ . . οὕτως ἁπλοῦν εἶναι ὥστε . . Pl.Prt.331b, cf. Smp.206a, Tht.188d, al.    4 general, opp. ἀκριβής, Arist.Metaph.1025b7 (Comp.), cf. 1030a16.    IV Adv. ἁπλῶς, v. sub voc.    V Comp. and Sup. ἁπλούστερος, ἁπλούστατος, v. supr.; irreg. Sup. ἁπλότατος AP6.185 (Zos.). (Cf. δι-πλόος; ἁ- = sṃ; -πλόος perh. identical with πλοῦς 'voyage', cf. Serb. jedan put '(one journey, hence) once'; transition from 'once' to 'simple' as in Lett. vienkarss 'simple' (cf. Lith. vienkart 'once').)

German (Pape)

[Seite 293] όη, όον, zsgzg. ἁπλοῦς, ῆ, οῦν, einfach; τὸ βλάβος ἁπλοῦν ἀποτίνειν Plat. Legg. IX, 879 b; πεζῷ μὲν ἁπλοῦν, ἱππεῖ δὲ διπλοῦν Xen. Cyr. 4, 5, 41; Ggstz ποικίλος Plat. Theaet. 146 d; πολυειδές Phaedr. 270 d. Bes. μῦθος, Eur. Rhes. 84; διήγησις Plat. Rep. III, 392 b; λόγος, z. B. Ar. Ach. 1117; Xen. An. 5, 8, 18, eine einfache Rede ohne Umschweif; von Menschen, einfach, schlicht, offen, Xen. Cyr. 3, 1. 32; καὶ ἀληθής Plat. Legg. V, 738 e; καὶ γενναῖος Rep. II, 361 b; κατὰ τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ἁπλοῦν, ταὐτὸν γάρ ἐστιν Crat. 405 c; ἁπλᾶ καὶ σαφῆ λέγειν Alexis Ath. X, 449 e; Ggstz πονηρός, vom Auge, Matth. 6, 22. So stehen ἁπλοῖ τρόποι dem δόλος entgegen, Ar. Pl. 1158; Sp. auch einfältig, dumm; vom Wege, gerade, kurz, Plat. Phaed. 108 a; Xen. Cyr. 1, 3, 4; von Behauptungen, ausgemacht, allgemein gültig, εἰ ἦν ἁπλοῦν – τὸ μανίαν κακὸν εἶναι Plat. Phaedr. 244 a; vgl. Conv. 260 a. Comp., ἁπλούστερος, ἁπλούστατος, Xen. Mem. 4, 2, 16 u. ib. 40; ion. ἁπλοώτερος.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλόος: -η, -ον, συνηρ. ἁπλοῦς, ῆ, οῦν, ὡς τὸ Λατ. simplex, ἀντίθ. τῷ διπλόος, duplex, ὅθεν, Ι. ἁπλοῦς, εἷς μόνος, ἁπλῆν οἶμόν φησιν εἰς Ἅιδου φέρειν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 236, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· ἁπλῷ τείχει περιτειχίζειν Θουκ. 3. 18· οὐκ ἐς ἁπλοῦν, οὐχὶ μόνον κατὰ ἕνα τρόπον, Σοφ. Ο. Τ. 519· δὶς τόσ’ ἐξ ἁπλῶν κατὰ ὁ αὐτ. Αἴ. 677· ὅπως ἂν ἡ χάρις… ἐξ ἁπλῆς διπλῆ φανῇ ὁ αὐτ. Τρ. 619· ἁπλᾶς δὲ λύπας ἐξόν, οὐκ οἴσω διπλᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 688. β) ἁπλαῖ (δηλ. κρηπῖδες), αἱ, ὑποδήματα μονόπελμα, Στράττις ἐν «Λημνομέδα» 4, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἁπλᾶς, Δημ. 1267. 23. ΙΙ. ἁπλοῦς, φυσικός, εἰλικρινής, παρρησίαν ἔχων, κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς Πινδ. Ν. 8. 61· ἁπλοῦςμῦθος Αἰσχύλ. Χο. 554· ἁπλῷ λόγῳ ὁ αὐτ. Πρ. 610, κ. ἀλλ.· ὡς ἁπλῷ λόγῳ αὐτόθι 46, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1153· ἁπλοῦς λόγος, ἁπλῆ διήγησις Εὐρ. Ἑλ. 979, Πλάτ. Πολ. 392D· ἁπλᾶ γε καὶ σαφῆ λέγω μαθεῖν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1. 7· οὐδὲν ἔχω ἁπλούστερον λέγειν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 32· ἐπὶ ὕφους, Δημήτρ. Φαλ. 17. κτλ. περὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν, περὶ τῶν ἕξεων τοῦ βίου, ἁπλουστάτοις χρώμενοι βίοις Πολύβ. 9. 10, 5· νόμοι λίαν ἁπλοὶ καὶ βαρβαρικοὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 19: ― ἁπλοῦν γὰρ ἦν τὸν μὴ δυνάμενον ζῆν ἀλύπως, ἀποθανεῖν, εὔκολον πρᾶγμα, Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῦσιν» 5. β) ἐπὶ προσώπων ἢ τῶν λόγων αὐτῶν, σκέψεων καὶ πράξεων αὐτῶν, ἁπλοῦς, εἰλικρινὴς, σαφής, ἁπλᾶ γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 173· ἁπλ. καὶ γεναῖος Πλάτ. Πολ. 361Β, κτλ. ἁπλοῖ τρόποι Εὐρ. Ι. Α. 921 κτλ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ δόλος Ἀριστοφ. Πλ. 1158· πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. διπλόος. γ) ἁπλοῦς, δίκαιος, ὁ κριτής ὑπόκειται εἶναι ἁπλοῦς Ἀριστ. Ῥητ. 1. 2, 13· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κακοῦργος, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 5, πρβλ. Ῥητ. 1. 9, 29: - ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἁπλοϊκός, εὐήθης, μωρός, Ἰσοκρ. 23Ε· λὶαν γὰρ ἁπλοῦν τὸ νομίζειν…, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 9: πρβλ. ἁπλῶς ΙΙ. 1. 8. ΙΙΙ. ἁπλοῦς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ μικτός, Πλάτ. Πολ. 547Ε, κτλ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ μεμιγμένος, κεκραμένος, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 5, 14 κ. ἀλλ., ἁπλᾶ χρώματα ὁ αὐτ. περὶ Χρωμάτ. 1. 1· ἁπλᾶ ὀνόματα, ἀντιθέτ. πρὸς τὰ διπλᾶ, ὁ αὐτ. Ποιητ. 21. 1, πρβλ. Ῥητ. 3. 3. 1, κτλ. 2) ἁπλῆ δημοκρατία, ἀπόλυτος, καθαρά, ἀκραιφνής, Πλάτ. Πολιτ. 302D· ἀκρασία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 5· συμφορά Λυσ. 168, 43, κτλ. 3) ἁπλοῦς, ἀπολύτως ἀληθὴς (πρβλ. ἁπλῶς ΙΙ. 3)· οὐ πάνυ μοι δοκεῖ… οὕτως ἁπλοῦν εἶναι ὥστε… Πλάτ. Πρωτ. 331C· πρβλ. Συμπ. 206Α, Θεαίτ. 188D, κ. ἀλλ. 4) ὡσαύτως, γενικός, ἀντιθέτως τῷ ἀκριβής, Ἀριστ. Μεταφ. 5. 1, 1., 6. 4, 11, κ. ἀλλ. IV. Ἐπίρρ. ἁπλῶς, ἴδε ἐν λέξ. V. συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἁπλούστερος, ἁπλούστατος Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, κτλ. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 145· ἁπλότατος Ἀνθ. Π. 6. 185· (Τὸ ἁ-πλόος εἶναι συγγενὲς τῷ α ἀθροιστ., ἅμα, ἅπαξ, ἅπερ ἴδε, ὥς καὶ τὸ Λατ. simplex εἶναι συγγενὲς τῷ simul: πρβλ. διπλόος duplex).

French (Bailly abrégé)

-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦν;
I. simple;
II. fig. 1 sans détours, franc, sincère ; en mauv. part simple, naïf;
2 non artificiel, naturel;
3 simple, non composé ou, p. opp. au Cp. et au Sp., positif;
Cp. ἁπλούστερος, Sp. ἁπλούστατος.
Étymologie: ἁ- cop. -πλοος de διπλόος.