ἀνατίθημι: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀναθήσω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> enlever et poser sur : [[σκεύη]] [[ἀν]]. XÉN charger qqn de bagages ; <i>fig.</i> ἐλεγχείην [[ἀν]]. τινί IL charger qqn d’un blâme ; [[μεγάλα]] τινὶ χρήματα [[ἀν]]. HDT attribuer à qqn de grandes sommes d’argent ; τινι τὴν αἰτίαν τινὸς [[ἀν]]. ISOCR attribuer à qqn la cause de qch ; τινι πυραμίδα [[ἀν]]. ποιήσασθαι HDT attribuer à qqn la construction d’une pyramide ; <i>p. ext.</i> confier, remettre : πράγματά τινι THC des affaires à qqn;<br /><b>2</b> tenir suspendu : τινα ἐπὶ κρημνόν AR tenir qqn suspendu sur un précipice;<br /><b>3</b> suspendre (aux murs d’un temple) ; dédier, consacrer;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) placer en arrière ; reculer, différer : [[ἀν]]. [[τοῦ]] κατθανεῖν SOPH reculer l’instant de la mort;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνατίθεμαι (<i>f.</i> ἀναθήσομαι, <i>etc.</i>);<br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> enlever et poser (pour soi) sur : ἀναθέσθαι τὰ [[σκεύη]] ἐπὶ τὰ ὑποζύγια XÉN charger ses bagages sur les bêtes de somme ; τοῖς ὤμοις [[ἀν]]. [[τι]] PLUT se charger les épaules de qch;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire part de, communiquer ; τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) déplacer (<i>les pions sur un échiquier</i>) ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. [[τι]] XÉN retirer un avis, changer d’avis ; [[οὐκ]] ἀνατίθεμαι μὴ [[οὐ]] [[τοῦτο]] [[εἶναι]] PLAT je ne nie pas qu’il en soit ainsi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τίθημι]]. | |btext=<i>f.</i> ἀναθήσω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> enlever et poser sur : [[σκεύη]] [[ἀν]]. XÉN charger qqn de bagages ; <i>fig.</i> ἐλεγχείην [[ἀν]]. τινί IL charger qqn d’un blâme ; [[μεγάλα]] τινὶ χρήματα [[ἀν]]. HDT attribuer à qqn de grandes sommes d’argent ; τινι τὴν αἰτίαν τινὸς [[ἀν]]. ISOCR attribuer à qqn la cause de qch ; τινι πυραμίδα [[ἀν]]. ποιήσασθαι HDT attribuer à qqn la construction d’une pyramide ; <i>p. ext.</i> confier, remettre : πράγματά τινι THC des affaires à qqn;<br /><b>2</b> tenir suspendu : τινα ἐπὶ κρημνόν AR tenir qqn suspendu sur un précipice;<br /><b>3</b> suspendre (aux murs d’un temple) ; dédier, consacrer;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) placer en arrière ; reculer, différer : [[ἀν]]. [[τοῦ]] κατθανεῖν SOPH reculer l’instant de la mort;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνατίθεμαι (<i>f.</i> ἀναθήσομαι, <i>etc.</i>);<br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> enlever et poser (pour soi) sur : ἀναθέσθαι τὰ [[σκεύη]] ἐπὶ τὰ ὑποζύγια XÉN charger ses bagages sur les bêtes de somme ; τοῖς ὤμοις [[ἀν]]. [[τι]] PLUT se charger les épaules de qch;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire part de, communiquer ; τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) déplacer (<i>les pions sur un échiquier</i>) ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. [[τι]] XÉN retirer un avis, changer d’avis ; [[οὐκ]] ἀνατίθεμαι μὴ [[οὐ]] [[τοῦτο]] [[εἶναι]] PLAT je ne nie pas qu’il en soit ainsi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τίθημι]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=fut. ἀναθήσει: [[put]] [[upon]], met., ἐλεγχείην, ‘[[heap]] [[upon]],’ Il. 22.100†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 15 August 2017
English (LSJ)
pf.
A ἀνατέθηκα SIG1018.9 (Pergam.), etc.:—lay upon, once in Hom., ἐλεγχείην ἀναθήσει μοι Il.22.100; ἀ. ἄχθος lay on as a burden, Ar.Eq.1056 (hex.), cf. X.An.3.1.30; κινδύνους ἰδιώταις ἀ. Hyp.Eux.9: in good sense, ἀ. κῦδός τινι Pi.O.5.8. b. Med., put on board ship, IG5(1).1421 (Cyparissia). 2 in Prose, refer, attribute, a thing to a person, μεγάλα οἱ χρήματα ἀ. Hdt.2.135; οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι would not have attributed to her the erection of the pyramid, ib.134; φοίβῳ τήνδ' ἀναθήσω πρᾶξιν E.El. 1296; εἰμή, ὅταν . . εὖ πράξητε, ἐμοὶ ἀναθήσετε will give me the credit of it, Th.2.64; οὐ τῷ συμβούλῳ τὴν τοῦ κατορθοῦν ἀνέθηκε δύναμιν D.18.290; ἀ. τινὶ τὴν αἰτίαν τινός Isoc.1.37, Aeschin.2.10; also, compare, τινὰ εἴς τι Eun.Hist.p.261 D. b. ἀ. τινὶ ἅπαντα πράγματα lay them upon him, entrust them to him, Ar.Nu.1453, Th.8.82. II set up as a votive gift, dedicate, τινί τι Hes.Op.658, Pi.O.3.30, Hdt.2.159,7.54, Ar.Pl.1089, etc.; Ῥήνειαν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι Th.1.13; ἀνάθημα ἀνατιθέναι Hdt.1.53, 2.182; ἀ. τι ἐς Δελφούς Id.1.92, 2.135, 182, Pl.Phdr.235d, etc.; less freq. ἐν Δελφοῖς Theopomp.Com.1 D., Plu.Sol.25; dedicate a book, Id.Sull.6; ἀ. τινά set up a statue of .., SIG420 (Delos, iii B.C.); incorrectly of burial, OGI602 (Jaffa):— Pass., ἀνατεθῆναι Ar.Eq.849; cf. ἀνάκειμαι. 2 set up, erect, [στήλην] παρὰ βωμόν, νεών, Plb.5.93.10, Plu.Publ.14: metaph., dedicate, μακραγορίαν λύρᾳ Pi.P.8.29; ἀ. τὰς ἀκοὰς τοῖς ἀκροάμασι give them up to, Plb.23.5.9. 3 set up and leave in a place, ἀ. τινὰ ἐπὶ κρημνόν Ar.Pl.69; ἀ. ζῶντα (on a cross) Plb.1.86.6. III put back, τί γὰρ παρ' ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; pushing us forward or moving us back on the verge of death, S.Aj. 476; cf. B.11.2. B Med., put upon for oneself, ἀναθέσθαι τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια X.An.2.2.4; pack on one's cart, Lys.7.19; τοῖς ὤμοις ἀ. τινά put on one's shoulders, Plu.2.983b; freq. like Act., ἀ. τινὰ ἐφ' ἵππον Id.Art. 11, etc. 2 impart, communicate something one's own, τινί τι Act.Ap.25.14, Ep.Gal.2.2, Plu.2.772d. 3 remit, refer, ἀ. περί τινος εἰς σύγκλητον refer the consideration of it to the Senate, Plb.21.46.11, cf. App.Sam.4. II place differently, change about, e.g. the men on a draught-board, ἀνὰ πάντα τιθεσθαι v.l. in Orac. ap. Hdt. 8.77. 2 take back a move at πεττοί, Pl.Hipparch.229e: hence metaph., retract one's opinion, X.Mem.1.2.44, cf.2.4.4; freq. in Pl., ἀνατίθεσθαι ὅ τι δοκεῖ Pl.Grg.462a, cf. Prt.354e. Chrm.164d; οὐκ ἀνατίθεμυι μὴ οὐ .. retract and say this is not so, Id.Phd.87a; οὐκ ἀ. μὴ οὐ καλὼς λέγεσθαι Id.Men.89d; ἀνατιθέμενος τὸ διημαρτημένον Luc. Pseudol.29.
German (Pape)
[Seite 211] (s. τίθημι), 1) aufstellen, aufhängen, aufladen; Hom. Iliad. 22, 100 (ἅπαξ εἰρ.) Πουλυδάμας μοι πρῶτος ἐλεγχείην ἀναθήσει, cr wird mir einen Vorwurf aufladen, vgl. ἀνάπτειν; κῦδός τινι Pind. Ol. 5, 8; übh. zuschreiben, οὐ γὰρ ἄν οἱ ἀνέθεσαν πυραμίδα ποιήσασθαι ταύτην Her. 2, 134; vgl. 135; als Prädicat beilegen, Xen. Mem. 3, 14, 7; αἰτίαν τινί Plat. Alc. I, 118 a; ἐπίτινα Pol. 5, 1, 8; χάριν τινί, 24, 7; – aufpacken, ἄχθος Ar. Equ. 1051; σκεῦος Xen. An. 3, 1, 30; med., ἐπὶ τὰ ὑποζύγια Cyr. 8, 5, 4 An. 2, 2, 4; übertr., πάντα πράγματά τινι, Einem anvertrauen, Ar. Nubb. 1436; Thuc. 8, 82 u. oft Pol. u. Plut. – Med., auf sich nehmen, ἀναθέμενος ἀπάγει τὰ ξύλα Lys. 7, 19; Ael. V. H. 3, 22; Luc. D. Mar. 8, 2; εἰς τὸν ἵππον Tox. 52; vgl. Ver. Hist. 2, 42; Plut. Artax. 11. – Bes. als Weihgeschenk in einem Tempel aufstellen, einem Gotte weihen, Hes. O. 656; von Pind. u. Her. an sehr häufig, z. B. τῷ Ἀπόλλωνι 1, 92; oft ἐς τὸ Ἥραιον, ἐς τὴν Ἑλλάδα, ἐς Δελφούς, 4, 88. 2, 182. 2, 135; Plat. Phaedr. 239 e; εἰς τὰ ἱερά Legg. XII, 943 c; εἰκὼν ἀνατεθησομένη εἰς ἀγοράν Din. 1, 43; ἀνάθημα ἀνατιθέναι Her. 8, 121 u. sonst. Uebtr., τὰς ἀκοάς τινι, die Ohren leihen, Pol. 24, 3, 9; βωμόν, νεών, errichten, 5, 43, 10; Plut. Caes. 6. – 2) umsetzen, z. B. die Steine im Brettspiel, daher med., seine Meinung ändern, etwas zurücknehmen, in tmesi, Her. 8, 77; ἀναθέσθαι ἔξεστιν, εἴ πη ἔχετε ἄλλο τι φάναι Plat. Prot. 354 e, u. sonst; οὐκ ἀνατίθεμαι, μὴ οὐ καλῶς λέγεσθαι Men. 89 d; vgl. Phaed. 87 a; bes. oft de lucri cup., wo die Stelle ὥσπερ πεττεύων ἐθέλω σοι ἐν τοῖς λόγοις ἀναθέσθαι, ὅ, τι βούλει τῶν εἰρημένων, ich will es zurückgeben und ändern lassen, 229 e, zu merken; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 44 u. 2, 4, 4; δόξαν, γνώμην, D. Hal. 8, 56. 72; τὰ κατηγορημένα, die Anklage zurücknehmen, Luc. Pisc. 38. – 3) zurücksetzen, aufschieben, Hdn. 3, 5, 2; Plut.; hierher zieht man Soph. Ai. 471 τί γὰρ παρ' ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦγε κατθανεῖν, dem Tode uns nähernd od. nur Aufschub verursachend; οὐδαμῶς ἀναθετέον Plat. Legg. XI, 935 e; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατίθημι: μέλλ. -θήσω: Αἰολ. ἀόρ. ὀνέθεικα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766, πρβλ. 3524. 9, 54 καὶ ἀλλ. Ἐπιτίθημι, ἐπιρρίπτω, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ, ἐλεγχείην ἀναθήσει μοι, ὡς τὸ μῶμον ἀνάπτειν Ἰλ. Χ. 100· ἀν. ἄχθος, ἐπιβάλλω ὡς βάρος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1056· κινδύνους ἰδιώταις ἀν. Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 24: - ἀλλ’ ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀν. κῦδός τινι Πινδ. Ο. 5. 17, πρβλ. Λυσ. 110. 7. 2) παρὰ πεζοῖς, ἀναφέρω, ἀποδίδω τι εἴς τινα, μεγάλα οἱ χρήματα ἀναθεῖναι Ἡρόδ. 2. 135· οὐ γάρ ἂν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι, δὲν θὰ ἀπέδιδον εἰς αὐτὸν τὴν ἀνέγερσιν τῆς πυραμίδος, αὐτόθι 134· Φοίβῳ τήνδ’ ἀναθήσω πρᾶξιν Εύρ. Ἠλ. 1296· εἰ μὴ καὶ ὅταν .. εὖ πράξητε ἐμοὶ ἀναθήσετε, ἐκτὸς ἐάν, καὶ ὅταν παρὰ λόγον συμβῇ εὐτυχία τις ὑμῖν, ἀποδώσητε αὐτὴν εἰς ἐμέ, Θουκ. 2. 64· οὐ τῷ συμβούλῳ τὴν τοῦ κατορθοῦν .. ἀνέθηκε δύναμιν Δημ. 322. 21· ἀν. τινὶ τὴν αἰτίαν τινὸς Ἰσοκρ. 10Β, Αἰσχίν. 29. 25. β) ἀνατίθημί τινί τι, ὑμῖν ἀναθεὶς ἅπαντα τἀμὰ πράγματα, ἐμπιστευθεὶς εἰς ὑμᾶς τὰ πάντα μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1453, Θουκ. 8. 82· τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον ἀν., ἀφίνω ἢ ἐμπιστεύομαι αὐτὴν εἰς τὸν χρόνον, Πλούτ. 2. 817C. ΙΙ. ἀνεγείρω τι ὡς ἀνάθημα, ἀφιερῶ, καθιερῶ τινί τι Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 656, Ἡρόδ. 2. 159., 7. 54, Ἀριστοφ. Πλ. 1089, κτλ., Ρήνειαν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι Θουκ. 1. 13· ἐντεῦθεν αὐτὸ τὸ δῶρον ἤτοι τὸ ἀφιέρωμα ἐκλήθη ἀνάθημα, οἷον ἀνάθημα ἀνατιθέναι Ἡρόδ. 1. 53., 2. 182: συνήθως δὲ ἔλεγον ἀνατίθημί τι εἰς Δελφοὺς ἐν Δελφοῖς: - τὰ μὲν νυν ἔς τε Δελφοὺς καὶ ἐς τοῦ Ἀμφιάρεω ἀνέθηκε ὁ αὐτ. 1. 92., 2. 135, 182, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, κτλ., ἀλλ’ ἐν Δελφοῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 377: ἀφιερῶ βιβλίον, Πλουτ. Σύλλ. 6: - Παθ., ἀνατεθῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 849· πρβλ. ἀνάκειμαι. 2) ἁπλῶς, ἱδρύω, ἐγείρω, ἀνεγείρω, βωμόν, νεών, κτλ., Πολύβ. 5. 93., 10, Πλούτ., κτλ. 3) μεταφ., ἀν. τι λύρᾳ (ὡς παρ’ Ὁρατίῳ commissi calores .. fidibus), ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ Πινδ. Π. 8. 41· ὡσαύτως, ἀν. τὰς ἀκοὰς τοῖς ἀκροάμασι, παρέχω τὰς ἀκοὰς εἰς .. (= ἀκροῶμαι), Πολύβ. 24. 5. 9. 4) ἄγω καὶ καταλείπω τινά που, ἀναθεὶς γὰρ ἐπὶ κρημνὸν τιν’ αὐτὸν (τὸν τυφλὸν Πλοῦτον) .. ἄπειμ’ Ἀριστοφ. Πλ. 69· σταυρώνω, τοῦτον δὲ ἀνέθεσαν ζῶντα Πολ. 1. 86. 6. ΙΙΙ. ἀναβάλλω, (πρβλ. ἀναθετέον)· τί γὰρ παρ’ ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; ἄλλοτε προσεγγίζουσα ἡμᾶς εἰς τὸν θὰνατον καὶ ἄλλοτε ἀπομακρύνουσα ἡμᾶς ἀπ’ αὐτοῦ; Σοφ. Αἴ. 476· ἴδε μετάφρ. καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ· οὕτω πιθ. ἐν. Πινδ. Ο. 7. 110. (ἐν τμήσει ἄμ- θέμεν = ἀναθέμεν), μνασθέντι δὲ Ζεὺς ἄμ πάλον μέλλεν θέμεν καὶ ὅτε (ὁ Ἥλιος) ὑπέμνησεν αὐτό, ὁ Ζεὺς ἔμελλε νὰ ῥίψῃ ἐκ νέου κλήρους. Ἴδε σημ. Δοναλσ. ἐν τόπῳ. - Ἴδε κατωτέρω μέσ. ΙΙ. Β. Μέσ., ἀναθέσθαι τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια Ξεν. Ἀν. 2. 2, 4· τοῖς ὤμοις ἀν. τι, θέτω τι ἐπὶ τῶν ὤμων μου, Πλούτ. 2. 983Β· ἀλλὰ συχνάκις ὁμοιότατα πρὸς τὸ ἐνεργ., ἀν. τινὰ ἐφ’ ἵππον ὁ αὐτ. Ἀρτοξ. 11, κτλ. 2) ἐκθέτω, διηγοῦμαί τι εἴς τινα καὶ ζητῶ τὴν γνώμην αὐτοῦ, «ὁ Φύστος τῷ Βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον» Πράξ. Ἀποστ. κε΄, 14, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. β΄, 2, Πλούτ. 2. 772D. 3) ἀναθέτω εἰς ἄλλον, ἀφίνω εἰς τὴν διάθεσιν αὐτοῦ, ἐθέλω σοι .. ἀναθέσθαι ὅ τι βούλει τῶν εἰρημένων Πλάτ. Ἵππαρχ. 229Ε, οὔτι πᾶν γε τουτί μοι ἀνάθου αὐτόθι 230Α, καὶ ἀλλ., ἀν. περί τινος εἰς σύγκλητον, ἀναφέρειν τὴν ἐξέτασιν τοῦ πράγματος εἰς τὴν σύγκλητον, Πολύβ. 22. 27, 11. ΙΙ. τοποθετῶ διαφόρως, μεταθέτω, οἷον τοὺς πεσσοὺς ἐπὶ τοῦ ἄβακος (ἐν τμήσει), ἀνὰ πάντα τίθεσθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77, ἴδε Λουκ. Ψευδολ. 29. 2) μεταφ., ἀποσύρω ὅ τι προεῖπον, μεταβάλλω γνώμην, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 44· καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., ὡς ἀνατίθεσθαι ὅ τι δοκεῖ Πλάτ. Γοργ. 462Α, πρβλ. Πρωτ. 354Ε, Χαρμ. 164D· οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐ τοῦτο εἶναι, δὲν ἀναιρῶ, δὲν μεταβάλλω τὴν γνώμην μου, ὥστε νὰ εἴπω ὅτι τοῦτο δὲν ἔχει οὕτω, ὁ Φαίδων 87Α· οὐκ ἀν. μὴ οὐ καλῶς λέγεσθαι ὁ αὐτ. Μένων 89D· ἴδε ἀνωτ. ἐνεργ. ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναθήσω, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 enlever et poser sur : σκεύη ἀν. XÉN charger qqn de bagages ; fig. ἐλεγχείην ἀν. τινί IL charger qqn d’un blâme ; μεγάλα τινὶ χρήματα ἀν. HDT attribuer à qqn de grandes sommes d’argent ; τινι τὴν αἰτίαν τινὸς ἀν. ISOCR attribuer à qqn la cause de qch ; τινι πυραμίδα ἀν. ποιήσασθαι HDT attribuer à qqn la construction d’une pyramide ; p. ext. confier, remettre : πράγματά τινι THC des affaires à qqn;
2 tenir suspendu : τινα ἐπὶ κρημνόν AR tenir qqn suspendu sur un précipice;
3 suspendre (aux murs d’un temple) ; dédier, consacrer;
II. (ἀνά, en arrière) placer en arrière ; reculer, différer : ἀν. τοῦ κατθανεῖν SOPH reculer l’instant de la mort;
Moy. ἀνατίθεμαι (f. ἀναθήσομαι, etc.);
I. (ἀνά, en haut);
1 enlever et poser (pour soi) sur : ἀναθέσθαι τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια XÉN charger ses bagages sur les bêtes de somme ; τοῖς ὤμοις ἀν. τι PLUT se charger les épaules de qch;
2 fig. faire part de, communiquer ; τινί τι qch à qqn;
II. (ἀνά, en arrière) déplacer (les pions sur un échiquier) ; fig. ἀν. τι XÉN retirer un avis, changer d’avis ; οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐ τοῦτο εἶναι PLAT je ne nie pas qu’il en soit ainsi.
Étymologie: ἀνά, τίθημι.
English (Autenrieth)
fut. ἀναθήσει: put upon, met., ἐλεγχείην, ‘heap upon,’ Il. 22.100†.