κυλίνδω: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κῠλίνδω</b><br /> <b>1</b>[[roll]], [[toss]] πέτρας [[φοίνισσα]] κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ [[παντᾷ]] κυλινδόμενον (P. 2.23) κυλινδέσκοντό (sc. πέτραι) τε κραιπνότεραι ἢ ἀνέμων [[στίχες]] (P. 4.209) met., αἵ γε μὲν [[ἀνδρῶν]] πόλλ' [[ἄνω]], τὰ δ αὖ [[κάτω]] κυλίνδοντ ἐλπίδες (O. 12.6) φθονερὰ δ' [[ἄλλος]] ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει [[χαμαὶ]] πετοῖσαν exercises (N. 4.40) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν as the days [[roll]] by (I. 3.18) | |sltr=<b>κῠλίνδω</b><br /> <b>1</b> [[roll]], [[toss]] πέτρας [[φοίνισσα]] κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ [[παντᾷ]] κυλινδόμενον (P. 2.23) κυλινδέσκοντό (sc. πέτραι) τε κραιπνότεραι ἢ ἀνέμων [[στίχες]] (P. 4.209) met., αἵ γε μὲν [[ἀνδρῶν]] πόλλ' [[ἄνω]], τὰ δ αὖ [[κάτω]] κυλίνδοντ ἐλπίδες (O. 12.6) φθονερὰ δ' [[ἄλλος]] ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει [[χαμαὶ]] πετοῖσαν exercises (N. 4.40) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν as the days [[roll]] by (I. 3.18) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 17 August 2017
English (LSJ)
Ep., Lyr., Trag., also Telecl.1.8, Ar.Eq.1249, Nu.375 (Pass.):—in Prose (always in Att.) more freq. κυλινδέω (for which καλινδέω is freq. v.l.), also Ar.Av.502 (Med.), v.l. in Semon.7.4:— later κυλίω (q.v.): fut. κυλινδήσω late, IG14.1389ii 35 (ii A.D.): aor.
A ἐκύλῑσα Sosith.2.20, Theoc.23.52, AP7.490 (Anyt.), also (εἰς-) Ar. Th.651, (ἐξ-) Pi.Fr.7:—Med., impf. Ar.Av. l.c.: fut. κυλίσομαι (προ-) App.Ital.5.4: aor. ἐκυλισάμην (ἐν-) Luc.Hipp.6:—Pass., fut. κυλισθήσομαι (ἐκ-) A.Pr.87: aor. ἐκυλίσθην, Ep.κυλ-, Il.17.99, S.El. 50, Fr.363; later κυλινδηθείς Str.14.2.24: pf. κεκύλισμαι Luc.Hist. Conscr.63, Ath.11.480c: plpf. κεκύλιστο Nonn.D.5.47:—roll, ὀστέα . . εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει Od.1.162, cf. 14.315; Βορέης μέγα κῦμα κυλίνδων 5.296; οἶδμα . . κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα S.Ant.590 (lyr.); κυλίνδετ' εἴσω τὸν δυσδαίμονα trundle him in, Ar.Eq.l.c.; ὁλοιτρόχους, λίθους κυλινδεῖν, X.An.4.2.3, 4.7.4; ἔνθα Νεῖλος . . γάνος κυλίνδει A.Fr.300.3: metaph., πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει rolls calamity upon them, Il. 17.688; στυγερὴν δὲ κυλινδήσει κακότητα IGl.c. 2 revolve in mind, Pi.N.4.40. 3 roll away, ἐλπίδας APl.c. II Med. and Pass., to be rolled, roll, freq. in Hom., τρόφι κῦμα κυλίνδεται Il.11.307, cf. Od.9.147, Alc.18; πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής Od.11.598, cf. Il.13.142, 14.411; νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται 11.347, cf. Od. 2.163, 8.81; toss like a ship at sea, κυλίνδοντ' ἐλπι.δες Pi.O.12.6; to be whirled round on a wheel, of Ixion, Id.P.2.23; κυλινδομένα φλόξ whirling flame, ib.1.24; [νεφέλαι] κυλινδόμεναι Ar.Nu.l.c.; μεταξύ που κυλινδεῖται τοῦ τε μὴ ὄντος καὶ τοῦ ὄντος is tossed about between... Pl.R.479d. 2 of persons, κυλίνδεσθαι κατὰ κόπρον roll, wallow in the dirt (in sign of grief), Il.22.414; κλαίων τε κυλινδόμενός τ' Od.4.541, cf. Ar.Av.l.c.; wander to and fro, ψυχὴ . . περὶ τάφους κυλινδουμένη Pl. Phd.81d; ἐν δικαστηρίοις Id.Tht.172c; πρὸ ποδῶν κ. Id.R.432d; in petitions, παρὰ πόδα τῶν ἰχνῶν τινος κ. PMasp.5.8 (vi A.D.), etc.: metaph., ἐν ἀμηχανίῃσι κυλίνδομαι Thgn.619; ἐν ἀμαθίᾳ κ. wallow in... Pl.Phd.82e, Plt.309a; ἐν πότοις καὶ γυναιξίν Plu.2.184f; κατὰ τὰ βιβλία Gal.9.647. b to be rolled, whirled headlong, ἐκ δίφρων κυλισθείς S.El.50; roll over, of the embryo, Arist.HA586b25. c to be rolled up, κυλισθεὶς ὡς ὄνος like a wood-louse, S.Fr.363. 3 of Time, κυλινδομέναις ἁμέραις Pi.I.3.18. 4 of words, to be tossed from mouth to mouth, i.e. be much talked of, τοὔνομ' αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Ar.V.492; κ. πᾶς λόγος παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν Pl.Phdr. 275e.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλίνδω: Ὅμ. καὶ Τραγ., ὡσαύτως παρὰ Τηλεκλείδῃ ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 8, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1249, ἀλλὰ παρὰ πεζολόγοις συνηθέστερον κυλινδέω, (ἀλλ’ ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφὴ ὁ τύπος καλινδέω), ὡσαύτως ἐν Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 4, Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, καὶ ὁ μόνος τύπος παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις· πρβλ. μετακυλινδέω· παρὰ μεταγεν. καὶ κυλίω (ὃ ἴδε), ὅπερ ὅμως χρησιμεύει πρὸς σχηματισμὸν τῶν παραγώγων χρόνων· ― μέλλ. κυλινδήσω μεταγεν. ὡς Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 35· ― ἀόρ. ἐκύλῑσα Ἀποσπ. Τραγ. 2. 20 Wagn., Θεόκρ., κτλ., πρβλ. εἰσ-, ἐκ-κυλίνδω. Μέσ., παρατ. ἐν Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μέλλ. κυλίσομαι (προ-) Ἀππιαν. ἀόρ. ἐκυλισάμην (ἐκ-), Λουκ. Ἱππίας 6. ― Παθ., μέλλ. κυλισθήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἀόρ. ἐκυλίσθην, Ἀριστ. Μηχαν 24, 13, Ἐπικ. κυλίσθ-, Ἰλ. Ρ. 99, Σοφ. Ἠλ. 50, Ἀποσπ. 334· μεταγεν. κυλινδηθεὶς Στράβ. 659· πρκμ. κεκύλισμαι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 63, Ἀθήν.· ὑπερσ. ἐκεκύλιστο Νόνν. Δ. 5. 47. ― Περὶ τῆς ποικιλίας τῶν τύπων, ἴδε Veitch Gr. Verbs. ἐν λέξ. (Συγγενὲς τῷ καλινδέω, ἀλινδέω· ἴδε ἐν λέξ. κίρκος.) Κυλίω τι, ὀστέα... εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει Ὀδ. Α. 162, πρβλ. Ξ. 315· Βορέης μέγα κῦμα κυλίνδων Ε. 296· οἶδμα... κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα Σοφ. Ἀντ. 590· κυλίνδετ’ εἴσω τὸν δυσδαίμονα, κυλίσατέ τον μέσα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1249· ὁλοιτρόχους κυλινδεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, πρβλ. 4. 7, 4· Νεῖλος ἔνθα... γαῖαν κυλίνδει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304· μεταφ., πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει, ἐπικυλίει δυστυχίαν ἐπ’ αὐτῶν, Ἰλ. Ρ. 688· στυγερὴν δὲ κυλινδήσει κακότητα Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α· 35, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. 2) ἀναστρέφω ἐν τῇ διανοίᾳ μου, Πινδ. Ν. 4. 66. 3) ἐλπίδας οὐλομένα Μοῖρ’ ἐκύλισε πρόσω, ἀπεμάκρυνεν αὐτάς, Ἀνθ. Π. 7. 490. ΙΙ. Παθ., κυλίομαι, συχνὸν παρ’ Ὁμ., τρόφι κῦμα κυλίνδεται Ἰλ. Λ. 307, πρβλ. Ὀδ. Η. 147· πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδὴς Λ. 598, πρβλ. Ἰλ. Ν. 142., Ξ. 411· νῶιν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται Λ. 347, πρβλ. Ὀδ. Β. 163., Θ. 81· κυλίομαι ὡς πλοῖον ἐν θαλάσσῃ, Πινδ. Ο. 12. 9· περιδινοῦμαι περὶ τροχόν, περὶ τοῦ Ἰξίονος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 43· κυλινδομένη φλόξ, ἡ περιδινουμένη φλόξ, αὐτόθι 1. 45· νεφέλαι κυλινδόμεναι Ἀριστοφ. Νεφ. 375· μεταξύ που κ. τοῦ τε μὴ ὄντος καὶ τοῦ ὄντος... Πλάτ. Πολ. 479D. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον, κυλιόμενος ἐντὸς κόπρου, εἰς ἔνδειξιν θλίψεως, Ἰλ. Χ. 414· κλαίων τε κυλινδόμενός τ’ Ὀδ. Δ. 541, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 502· πλανῶμαι τῇδε κἀκεῖσε, περιπλανῶμαι, ὡς τὸ καλινδέομαι, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 31, κτλ.· ψυχή... περὶ τάφους κυλινδουμένη Πλάτ. Φαίδων 81D· ἐν δικαστηρίοις ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 172C· πρὸ ποδῶν κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432D· ― μεταφ., ἐν ἀμηχανίῃσι κ. Θέογν. 619· ἐν ἀμαθίᾳ κ. Πλάτ. Φαίδων 82E, Πολιτ. 309Α· ἐν πότοις καὶ γυναιξὶν Πλούτ. 2. 184F. β. κυλίομαι, πίπτω κατὰ κεφαλῆς, ἐκ δίφρων κυλισθεὶς Σοφ. Ἠλ. 50. γ. κυλίομαι κατὰ γῆς, κυλισθεὶς ὡς ὄνος ὁ αὐτ. εἰς Ἀποσπ. 334· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 8, 7. 3) ἐπὶ χρόνου, κυλινδομέναις ἁμέραις Πινδ. Ι. 3. 29. 4) ἐπὶ λόγων, μεταδίδομαι ἀπὸ ἀνθρώπου εἰς ἄνθρωπον, δηλ. διαλαλοῦμαι, συνεχῶς λέγομαι, ὡς τὸ Λατ. jactari, τοὔνομ’ αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Ἀριστοφ. Σφ. 492· κ. πᾶς λόγος παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν Πλάτ. Φαῖδρ. 275Ε.
French (Bailly abrégé)
f. κυλίσω, ao. ἐκύλισα;
Pass. ao. ἐκυλίσθην, pf. κεκύλισμαι;
rouler : ὀστέα εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει OD le flot roule les ossements dans la mer ; fig. κ. πῆμά τινι IL envoyer une calamité à qqn;
Pass.-Moy. 1 être roulé ou se rouler : ἐκ δίφρων SOPH rouler en tombant d’un char ; κατὰ κόπρον IL se rouler dans la fange (en signe de deuil) ; κλαίων τε κυλινδόμενός τε OD pleurant et se roulant (dans la poussière) ; en parl. de bruits, de paroles qui circulent;
2 rouler, càd aller et venir, fréquenter sans cesse (cf. lat. versari) ; fig. κ. ἐν ἀμαθίᾳ PLAT se vautrer ou vivre dans l’ignorance.
Étymologie: R. Κυρ, Κυλ, être recourbé ou arrondi ; cf. κυλίω, κύλινδρος, etc.
English (Autenrieth)
part. neut. κυλίνδον, pass. ipf. (ἐ)κυλίνδετο, aor. κυλίσθη: roll; Βορέης κῦμα, Od. 5.296; fig., πῆμά τινι, Il. 17.688; pass., be rolled, roll, of a stone, Od. 11.598; of persons in violent demonstrations of grief, Il. 22.414, Od. 4.541; met., Il. 11.347, Od. 8.81.
English (Slater)
κῠλίνδω
1 roll, toss πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον (P. 2.23) κυλινδέσκοντό (sc. πέτραι) τε κραιπνότεραι ἢ ἀνέμων στίχες (P. 4.209) met., αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες (O. 12.6) φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν exercises (N. 4.40) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν as the days roll by (I. 3.18)