τύπος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(Bailly1_5) |
(eksahir) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> coup;<br /><b>II.</b> marque imprimée par un coup, empreinte (en creux <i>ou</i> en relief), <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> trace de pas;<br /><b>2</b> empreinte de la monnaie, du fer rouge, d’un sceau;<br /><b>3</b> caractères gravés, signes d’écriture;<br /><b>4</b> ouvrages de sculpture, travaux en relief ; <i>p. ext.</i> τύποι tableaux et sculptures ISOCR;<br /><b>III.</b> <i>en gén.</i> forme, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> figure, image;<br /><b>2</b> contour, ébauche, plan, esquisse ; <i>fig.</i> τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίῳ λέγειν ARSTT dire sommairement et en résumé ; τύπῳ [[εἰπεῖν]] PLUT pour le dire en un mot;<br /><b>3</b> représentation générale, image.<br />'''Étymologie:''' [[τύπτω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> coup;<br /><b>II.</b> marque imprimée par un coup, empreinte (en creux <i>ou</i> en relief), <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> trace de pas;<br /><b>2</b> empreinte de la monnaie, du fer rouge, d’un sceau;<br /><b>3</b> caractères gravés, signes d’écriture;<br /><b>4</b> ouvrages de sculpture, travaux en relief ; <i>p. ext.</i> τύποι tableaux et sculptures ISOCR;<br /><b>III.</b> <i>en gén.</i> forme, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> figure, image;<br /><b>2</b> contour, ébauche, plan, esquisse ; <i>fig.</i> τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίῳ λέγειν ARSTT dire sommairement et en résumé ; τύπῳ [[εἰπεῖν]] PLUT pour le dire en un mot;<br /><b>3</b> représentation générale, image.<br />'''Étymologie:''' [[τύπτω]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[imagen]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (τύπτω)
A blow, τ. ἀντίτυπος Orac. ap. Hdt.1.67; beat of horses' hoofs, v.l. for κτὺπος in X.Eq.11.12; αἰθερίου πατάγοιο τ. βρονταῖον ἀκούων Nonn.D.20.351; so perh. νάβλα τ. Sopat.16. II the effect of a blow or of pressure: 1 impression of a seal, τύποι σφενδόνης χρυσηλάτου E.Hipp.862, cf. Pl.Tht.192a, 194b, Chrysipp.Stoic.2.23, Luc.Alex.21; τ. ἐνσημήνασθαί τινι Pl.R.377b; stamp on a coin, τὰ ἀκριβῆ τὸν τ. Luc.Hist.Conscr.10, cf. Hero *Mens.60, Hsch. s.v. Κυζικηνοι στατῆρες; on a branding-iron, ὄ τ. τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ ἢ πίθηκος Luc.Pisc.46: generally, print, impression, χύτρας τύπον ἀρθείσης ἐν σποδῷ μὴ ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συγχεῖν Plu.2.727c, cf. 982b, Iamb.Protr.21. κθ', Gp.2.20.1; στίβου γ' οὐδεὶς τ. no footprint, S.Ph.29 (v.l. κτύπος) ; ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς (sc. τοῦ βραχίονος) κεῖται τύπος thy imprint, (O arm), E.Tr.1196 (σῷ cj. Dobree); τ. ὀδόντων imprint of teeth, AP6.57.5 (Paul. Sil.); print, βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τ. τῶν ἥλων Ev.Jo.20.25; οἱ τ. τῶν πληγῶν Ath.13.585c. b impressions supposed by Democr. and Epicur. to be made on the air by things seen, and to travel through space, Thphr. Sens.52, Epicur.Ep.1p.9U., Nat.2.6, al.; ὁ θεὸς . . πνεῦμα ἐνεκέρασεν [τοῖς ὀφθαλμοῖς] οὕτως ἰσχυρὸν καὶ φιλότεχνον ὥστε ἀναμάσσεσθαι τοὺς τ. τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3. 2 hollow mould or matrix, καθάπερ ἐν τύπῳ τὰ σχήματα πλασθῆναι Arist.PA676b9, cf.Pr. 892b2; used by κοροπλάθοι, D.Chr.60.9, Procl. in Ti.1.335, 394 D., cf. Hsch. s.v. χοάνη; by fruit-growers, to shape the fruit while growing, Gp. 10.9.3; die used in striking coins, metaph., Κύπριος χαρακτήρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται τεκτόνων πρὸς ἀρσένων A.Supp.282. 3 engraved mark, engraving, δέλτον χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων engravings of letters, i. e. engraved letters, Plu.Alex.17, cf. Pl.Phdr.275a; τὰ γεγραμμένα τύποις Id.Ep.343a; τὸ μέτρον τοῦ ποδὸς ὑποτέτακται τούτοις τοῖς τ. the length of the foot is subjoined in this engraving, Rev.Bibl.35.285 (Jerusalem). 4 the depression between the underlip and chin, Poll.2.90. 5 pip on dice, Id.9.95. III cast or replica made in a mould, τ. κατάμακτος IG22.1534.87; τ. ἔγμακτος ib.64. IV figure worked in relief, whether made by moulding, modelling, or sculpture, αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138, cf. 106, 136, 148, 153; θεοῦ τ. μὴ ἐπίγλυφε δακτυλίῳ Iamb.Protr.21.κγ; σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις E.Ph.1130; χρυσοκόλλητοι τ. Id.Rh.305; τ. ἀργυροῦς IG22.1533.30, 11(2).161 B77, cf. 115 (Delos, iii B. C.); τύπους ἐργάσασθαι καὶ παρέχειν ib.42(1).102.36 (Epid., iv B. C.); tablet bearing a relief, καθελέσθαι τοὺς τ. καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ib. 22.839.30, cf. 56, al.; τ. Ἔρωτα ἔχων ἐπειργασμένον Paus.6.23.5; τῶν τ' ἄλλων ὧν τύπος εἰκόν' ἔχει IG2.2378, cf. 22.2021.8, 3.1330.5; ἐνταῦθά εἰσιν ἐπὶ τύπου γυναικῶν εἰκόνες Paus.9.11.3; πεποιημένα ἐν τύπῳ in relief, Id.2.19.17; typos scalpsit, Plin.HN35.128; impressā argillā typum fecit, ib. 151; πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῦ τ., title of speech by Lysias, Suid. s.v. λιθουργική; Γάλλοι . . ἔχοντες προστηθίδια καὶ τύπους Plb. 21.37.6, cf. 21.6.7. V carved figure, image, ποιεῦνται ξύλινον τ. ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν Hdt.2.86; τ. ποιησάμενος λίθινον ἔστησε· ζῷον δέ οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Id.3.88; χρυσέων ξοάνων τύποι, periphr. for χρύσεα ξόανα, E.Tr.1074(lyr.); γραφαῖς καὶ τ. paintings and statues, Plb.9.10.12; γραπτοὶ τ. prob. painted pediment-figures, E.Fr.764, cf. Isoc.9.74, AP7.730 (Pers.); idol, graven image, LXX Am.5.26, J.AJ1.19.10. 2 exact replica, image, as children are called the τύποι of their parents, Artem. 2.45; τ. λογίου Ἑρμοῦ, of Demosthenes, Aristid.2.307 J. VI form, shape, οὐλῆς Arist.GA721b32; σώματος Id.Phgn.806a32; προσώπου Id.Mir.832b15; ἀγγείου Crates Gramm. ap. Ath.11.495b; τὸν ἄρτον ἔχειν ἴδιον τ. OGI56.73 (Canopus, iii B. C.); οἱ τ. τῶν γραμμάτων D.H.Dem.52; ὁ τ. τῶν χαρακτήρων Plu.2.577f; τοὺς τ. τῶν συλλαμβανομένων Sor.1.39; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τ., periphr. for H. himself, A.Th.488; Γοργείοισιν εἰκάσω τ. Id.Eu.49; ὄμφακος τ., = ὄμφαξ, S.Fr.255.5; βραχιόνων ἡβητὴς τ. E.Heracl.858; κάλλος ἔχουσα τύποισι features, IG14.2135 (Rome), cf. Max. Tyr. 31.3, Adam. 1.4. 2 thing having a shape, οὐλοφυεῖς . . τ. χθονὸς ἐξανέτελλον undifferentiated forms rose from the earth, Emp.62.4; τ. τις πορφυροῦς κατὰ χρόαν, τῷ σχήματι ἐμφερὴς κιβωρίου θύλακι (viz. the placenta) Sor.1.57. 3 form of expression, style, ὁ πραγματικὸς τ. [τοῦ Ξενοφῶντος] D.H.Pomp.4; ὁ τ. τῆς γραφῆς Longin. ap. Porph. Plot.19; ὁ τ. ὁ πολιτικός Hermog.Id.2.11; οὐδ' ἀληθινοῦ τύπου μέτεστι τῷ ἀνδρί ibid.; ὁ διὰ τῶν συμβόλων προτρεπτικὸς τ. Iamb.Protr.21; ὁ αἰνιγματώδης τ. Id.VP23.103. 4 Gramm., mode of formation, form, τ. πατρωνυμικῶν D.T.634.29; τ. παθητικός A.D.Synt.278.25. VII archetype, pattern, model, capable of exact repetition in numerous instances, αὑτὸν ἐκμάττειν . . εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τ. Pl.R. 396e; οἰκισταῖς (sc. πόλεως) τοὺς μὲν τ. προσήκει εἰδέναι, ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς... οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους· . . οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν; ib.379a, cf. 380c. 2 character recognizable in a number of instances, general character, type, πάντα ὅσα τοῦ τ. τούτου Id.Tht.171e; τοῦ αὐτοῦ μετέχοντα τύπου Id.R.402d; τοῦτον τὸν τ. ἔχοντα Id.Phlb.51d. 3 type or form of disease (esp. fever) with reference to the order and spacing of its attacks and intervals, Gal.7.463, cf. 475,490,512. VIII general impression, vague indication, γίνεται ἀμυδρὸς ὁ τ. τῆς ῥάχεως (in the foetus) Diocl.Fr.175; τ. ἀμυδροί, opp. ἀκριβὲς εἶδος, Gal.6.5; ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος as long as there is an approximate indication of the thing, Pl.Cra.432e; of the general type or schema corresponding with a name, Epicur.Fr.255. 2 outline, sketch, general idea, ὅσον τοὺς τ. ὑφηγεῖσθαι Pl.R.403e; περιγραφὴ καὶ τύποι Id.Lg.876e; ἔχεις τὸν τ. ὧν λέγω Id.R.491c; τοὺς τ. μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν Arist.Pol.1341b31; ἐξηγεῖσθαι τύποις Pl.Lg.816c; ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Isoc.15.186, cf. Phld.Rh.2.166 S.; ὁ τ. τῆς ὅλης πραγματείας Epicur.Ep.1p.3U.; pl., ib.p.4 U.; δέονται . . ὑγρᾶς διαίτης, ἧς τὸν τ. ἀρτίως ὑπέγραψα Gal.6.397; τύπῳ, ἐν τύπῳ, in outline, in general, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας, εἰρῆσθαι Pl.R.414a; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς ib.559a; ἐν ἑνὶ περιλαβόντα εἰπεῖν αὐτὰ οἷόν τινι τύπῳ Id.Lg.718c; τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Arist.EN1104a1; παχυλῶς καὶ τ. ἐνδείκνυσθαι ib.1094b20; τ. καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν ib.1107b14; ὡς ἐν τ. Id.Pol.1323a10; ὅσον τύπῳ in outline only, Id.Top.101a22; ὡς τύπῳ λαβεῖν Thphr.Char.1.1. 3 outline, ταῦτα ὅσα εἴρηται καθάπερ ἐν γραφαῖς ἀχρόοις γραμμῇ μόνῃ τύποι ἀνδρῶν εἰκασμένοι εἰσί Adam.2.61. IX prescribed form, model to be imitated, ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τ. τοῦ ἐπιμελέος Democr.228; οὗτος . . εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τοὺς λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν Pl.R.380c, cf. 383c; ἐν τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα ib.398b; εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης ib.443c; τ. εὐσεβείας . . παισὶν . . ἐκτέθεικα OGI383.212 (Nemrud Dagh, i B. C.); ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ 1 Ep.Thess.1.7; κατὰ τὸν τ. τὸν δεδειγμένον σοι LXX Ex.25.39(40), cf. Act.Ap.7.44. 2 general instruction, δόντες τοὺς τ. τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, ἐξέπεμπον τοὺς δέκα Plb.21.24.9; general principle in law, τ. ἐστὶν καθ' ὃν ἔκρεινα πολλάκις PRyl.75.8 (ii A. D.). b rule of life, religion, ἐξεταστέον ποταπῷ χρῆται τύπῳ ὁ νοσῶν (e. g. whether Jewish or Egyptian) Erot.Fr.33. 3 rough draft of a book, βιβλίον γεγραμμενον ἐν τύποις Gal.18(2).875, cf. 15.587,624, Anon. ap.Phot.Bibl.p.491 B.; draft of an official letter, τύπον ποιεῖ he drafted a letter, UPZ14.135 (ii B. C.); τ. χειρογραφίας PMich.Teb. 123r ii 38 (i A. D.); τ. ἐπιστολικοί models of letters, Epist.Charact. tit. 4 form of a document, ἔστιν δὲ ὁ τ. τῆς εἰθισμένης διαγραφῆς ὁ ὑποκείμενος PMich.Zen. 9v.3 (iii B. C.); σωματισθῆναι . . τύπῳ τῷδε· τί ἑκάστῳ ὑπάρχει κτλ. POxy.1460.12 (iii A. D.); κατὰ τὸν αὐτὸν τ. PFlor. 279.16 (vi A. D.). 5 text of a document, ὁ μὲν τῆς ἐπιστολῆς τ. οὕτως ἐγέγραπτο LXX 3 Ma.3.30, cf. Aristeas 34, Act.Ap.23.25, prob. cj. in LXX 1 Ma.15.2. 6 written decision, θεῖος τ. an imperial rescript, Cod.Just. 1.2.20, al., Just.Nov.113 tit., cf. PMasp.32.41 (vi A. D.); αἰτῆσαι θεῖον καὶ πραγματικὸν τ. Mitteis Chr.319.47 (vi A. D.); given by a bishop, Sammelb.7449.14 (v A. D.); by the ἔκδικος, PSI9.1075.11 (v A. D.); by others, χρὴ . . δοῦναι τ. εἰς τὴν συγχώρησιν POxy.1911.145 (vi A. D.): in pl., of the acta of a πάγαρχος, ib.1829.2, 12 (vi A. D.). X as law-term, summons, writ, οἱ τ. γράμμα εἰσὶν ἀγορᾶς, ἐρήμην ἐπαγγέλλον τῷ οὐκ ἀποδιδόντι Philostr.VS1.25.9; δίκης λῆξις εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τ. Poll.8.29.
German (Pape)
[Seite 1162] ὁ, 1) der Schlag; τύπος ἀντίτυπος, Her. 1, 67, im Orak., wo Hammer u. Ambos damit angedeutet ist; – das durch den Schlag Hervorgebrachte; – a) der sichtbare Eindruck vom Schlage; Schlag oder Gepräge der Münze, mit u. ohne νομίσματος, Sp.; τὸν τύπον ἀπέματτε Luc. Alex. 21. – Die Züge der in Stein gehauenen Schriftzeichen, χαρακτήρων, τύποι γραμμάτων, Plut. Alex. 17. – Τῶν ἥλων, Nägelmale, N. T. – Ueh. durch Hämmern des Metalls oder Behauen des Steins hervorgebrachtes Kunstwerk, σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις Eur. Phoen. 1137, vgl. Rhes. 305; χρυσέων ξοάνων τύποι, Troad. 1074; τύποις ἐσκευάσθαι, ἐγγεγλύφθαι, von erhabener Arbeit in Stein, mit eingeschnitzten Figuren versehen, geziert sein, Her. 2, 138; τύποι, übh. Bildhauerarbeit, 2, 86, vgl. 3, 88; Bildsäule, Agath. 36. 39 (Plan. 331. VII, 602); ἐν τύπῳ od. ἐπὶ τύπου, in erhabener Arbeit, Paus. 2, 19, 7. 9, 11, 3. – Uebh. Eindruck von einem Tritt od. Druck, Spur, στίβου Soph. Phil. 29; πληγῶν Plut. Aemil. Paull. 19; χύτρας, die Spur, welche der Topf da zurückließ, wo er stand, Ath. – Uebertr., τύπος, ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασθαι ἑκάστῳ, Plat. Rep. II, 377 b. – b) der hörbare Eindruck vom Schlage, z. B. des Hammers, vom Hufschlage der Pferde u. ä., Xen. Equit. 11, 12 u. A. – 2) Uebh. Form, Gestalt, Abbild; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος, Aesch. Spt. 470; ἐν γυναικείοις τύποις, Suppl. 279. – Uebertr., τύπος ῥήτορος, Plat. Rep. III, 396 e; εἰς ἀρχὴν καὶ τύπον τινὰ τῆς δικαιοσύνης κινδυνεύομεν ἐμβεβηκέναι, IV, 443 c; – Umriß, kurze, unausgeführte Darstellung od. Beschreibung einer Sache, bes. τύπῳ, ὡς τύπῳ, ἐν τύπῳ λέγειν, im Umriß, oberflächlich, überhaupt, ohne nähere Bestimmung; ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας εἰρῆσθαι, III, 414 a (vgl. Arist. eth. 2, 2, 3); ἤτοι σαφῶς ἢ καί τινα τύπον αὐτοῦ ληπτέον, Phil. 61 a; Folgde, δόντες τοὺς τύπους τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, Andeutungen, Pol. 22, 7, 9. – Auch Vorbild, Muster, Modell, wonach Etwas gearbeitet wird; τύπον, adv., nach Art, gleichwie, Sp. oft. – 3) eine gewisse Regel oder Ordnung, nach welcher Krankheiten zu- od. abnehmen, Medic. – 4) eine Klage wider einen säumigen Schuldner, Poll. 8, 29. τό, = τύμμα, zw.
Greek (Liddell-Scott)
τύπος: [ῠ], ὁ, (ÖΤΥΠ, τύπτω)· - κτύπος, κτύπημα, τ. ἀντίτυπος Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. ΙΙ. τὸ ἀποτέλεσμα τὸ παραγόμενον ἐκ κτυπήματος· ἐντεῦθεν, 1) τὸ σημεῖον κτυπήματος, τύποι πληγῶν, ὀδόντων Πλουτ. Αἰμίλ. 19, Ἀνθ. Π. 6. 57. β) τὸ σημεῖον ὃ ἀφίνει ἡ σφραγίς, Εὐρ. Ἱππ. 862, Λυσίου Ἀποσπ. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 192Α, 194Β, Κικ πρὸς Ἀττ. 1. 10, 3· οὕτω, στίβου γ’ οὐδεὶς τύπος, οὐδὲν σημεῖον ἢ ἴχνος πατήματος, Σοφ. Φιλ. 29· σὸς τ., τὸ σημεῖον ὅπερ ἀφῆκεν ὁ βραχίων σου, Εὐρ. Τρῳ. 1196, ἔνθα ἴδε σημ. Paley, ὅστις παραδέχεται τὴν γραφήν: ἐν πόρπακι σῷ κεῖται τύπος· - τύπον ἐνσημήνασθαί τινι Πλάτ. Πολ. 377Β· τοῦ αὐτοῦ μετέχω τ., εἶμαι ἐσχηματισμένος κατὰ τὸν αὐτὸν τύπον, αὐτόθι 402D· πρβλ. 396Ε, κλπ.· - σημεῖον δι’ ἐγκαύματος, στίγμα, Λουκ. Ἁλ. 46. γ) τύποι, σημεῖα, οἷα τὰ γράμματα, Πλάτ. Φαῖδρ. 275Α· τύποι γραμμάτων Πλουτ. Ἀλέξ. 17· ὁ τ. τῶν χαρακτήρων ὁ αὐτ. 2. 577F. δ) ὡς τὸ νύμφη, ἡ κοιλότης ἡ μεταξὺ τοῦ κάτω χείλους καὶ τοῦ ἄκρου τῆς σιαγόνος, «ἡ ἐν τῷ ἄνω χείλει κοιλότης φίλτρον, ἡ δὲ ἐν τῷ κάτω τύπος ἢ νύμφη» Πολυδ. Β΄, 90. ε) ἡ ἐπὶ τοῦ κύβου κοιλότης, «κύβος... ἡ ἐν αὐτῷ κοιλότης, τὸ σημεῖον, ὁ τύπος, ἡ γραμμή, τὸ δηλοῦν τὸν ἀριθμὸν τῶν βληθέντων» ὁ αὐτ. Θ΄, 95. ζ) ἐντυπώσεις ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, Θεφρ. Περὶ Αἰσθ. 52 κἑξ. η) ὁ τ. τῶν ἵππων, ὁ κτύπος, ἡ ἦχος τοῦ βαδίσματος αὐτῶν, Ξεν. Ἱππ. 11. 12 2) ἐπὶ μετάλλου ἢ λίθου, τύποις ἐσκευάσθαι, ἐγγεγλύφθαι Ἡρόδ. 2. 138· σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις Εὐρ. Φοίν. 1130· ἐν τύπῳ καὶ ἐπὶ τύπου, ἐν ἀναγλύφῳ, Παυσ. 2. 19, 7., 6. 11, 3· πρβλ. ἔκτυπος· -ὅθεν ἁπλῶς, εἰκών, ἄγαλμα, ἀνδριὰς κλπ., Ἡρόδ. 2. 86, 106., 3. 88· χρυσέων ξοάνων τύποι, περιφραστικῶς ἀντὶ χρύσεα ξόανα, Εὐρ. Τρῳ. 1074 γραφαῖς καὶ τ., ἐν ζωγραφίαις καὶ ἀγάλμασι, Πολύβ. 9. 10, 12· ἀλλ’ ἀμφότερα περιλαμβάνονται ἐν τῷ ὀνόματι τύποι, Ἰσοκρ. 204Β· γραπτοὶ τ., πιθ., κεχωρματισμένα ἀγάλματα, Εὐρ. Ἀποσπ. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 730· - ἐντεῦθεν, εἴδωλον, γλυπτόν, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ε΄, 26), Πράξ. Ἀπ. ζ΄, 43, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10. 3) τύπος τινός, ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, Ἱππομέδοντος... μέγας τύπ. Αἰσχύλ. Θήβ. 488 Γοργείοισιν εἰκάσω τ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 49· ἐν γυναικείοις τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 382 οὕτως, ὄμφακος τ. ἀντὶ ὄμφαξ, Σοφ. Ἀποσπ. 239· βραχιόνων ἡβητὴς τ. Εὐρ. Ἡρακλ. 858. 4) ὁ γενικὸς τύπος ἢ χαρακτὴρ προσώπου ἢ πράγματος, ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 186, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 51D· πάντα ὅσα τοῦ τύπου τούτου ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 171Ε· ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 432Ε· τ. τῆς λέξεως ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 397C, πρβλ. 383C. β) ὁ καθόλου τύπος, ἡ γενικὴ ἔννοια ἢ «ἰδέα» πράγματός τινος, οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν αὐτόθι 379Α, πρβλ. 380C· - ὁ καθόλου νοῦς ἢ ἔννοια χωρίου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΕ΄, 2), Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 25. 5) ὁ πρῶτος τύπος πράγματός τινος, τὸ ἀρχέτυπον, τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα Πλάτ. Πολ. 388Β· αὐτὸν ἐκμάττειν... εἰς τοὺς κακιόνων τ. αὐτόθι 396Ε εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης αὐτόθι 443Β· - παράδειγμα, ὑπόδειγμα, Α΄ πρ. Θεσσ. α΄, 7, Α΄ πρ Τιμ. δ΄, 12· κατὰ τὸν τ. Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 44, κλπ.· - ἀλλ’ ὡσαύτως τὸ ἀντίτυπον, ὡς τὰ τέκνα λέγονται τύπος τοῦ πατρός, καθ’ ἃ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀρτεμιδ. ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, τ. λογίου Ἑρμοῦ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 307. 6) σχέδιον, σχεδίασμα, περίληψις, ἰχνογράφημα, ὅσον τοὺς τύπους ὑφηγεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 403Ε· περιγραφὴ καὶ τύποι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 876Ε· ἔχεις τὸν τ. ὦν λέγω ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 491C· τοὺς τ. μόνον εἰπεῖν περὶ αὐτῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 2· ἐξηγεῖσθαι τύποις Πλάτ. Νόμ. 816C· οὕτω, τύπῳ, ἐν τύπῳ, ἐν περιλήψει, καθόλου, γενικῶς, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι’ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 414Α· ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτὰς αὐτόθι 559Α· ἐν ἑνὶ περιλαβόντα εἰπεῖν αὐτὰ οἷόν τινι τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 718Α· τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 2, 3· παχυλῶς καὶ τύπῳ ἐνδείκνυσθαι αὐτόθι 1. 11, 2· τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίῳ αὐτόθι 2. 7, 5· ὡς ἐν τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 6. 8, 24· ὅσον τύπῳ, μόνον ἐν περιλήψει, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 7. 7) τρόπος ἐκφράσεως, ὕφος, ὁ τ. τῆς γραφῆς Λογγίνου Ἀποσπ. 6. 3· τύπ. ἐπιστολικὸς Δημήτρ. Φαληρ. 230. 8) τύπος ἢ μορφὴ νόσου, Γαλην· πρβλ. τυπόω ΙΙ. 2. ΙΙΙ. δίκη ἐπὶ ὀφειλῇ, παρ’ Ἀττ. λῆξις, Λατ. formula, Φιλόστρ. 541· «καὶ δίκης μὲν λῆξιν εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τύπος, τὸ ἰδιωτικῶς ἀμφισβήτημα» Πολυδ. Η΄, 29. IV. διάταγμα, δόγμα, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. coup;
II. marque imprimée par un coup, empreinte (en creux ou en relief), particul. :
1 trace de pas;
2 empreinte de la monnaie, du fer rouge, d’un sceau;
3 caractères gravés, signes d’écriture;
4 ouvrages de sculpture, travaux en relief ; p. ext. τύποι tableaux et sculptures ISOCR;
III. en gén. forme, d’où :
1 figure, image;
2 contour, ébauche, plan, esquisse ; fig. τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίῳ λέγειν ARSTT dire sommairement et en résumé ; τύπῳ εἰπεῖν PLUT pour le dire en un mot;
3 représentation générale, image.
Étymologie: τύπτω.