τηρέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(SL_2)
(str-test)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τηρέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[watch]] [[over]] [[χὤταν]] πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.88)
|sltr=[[τηρέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[watch]] [[over]] [[χὤταν]] πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.88)
}}
{{StrongGR
|strgr=from teros (a [[watch]]; [[perhaps]] [[akin]] to [[θεωρέω]]); to [[guard]] (from [[loss]] or [[injury]], [[properly]], by [[keeping]] the [[eye]] [[upon]]; and [[thus]] differing from [[φυλάσσω]], [[which]] is [[properly]] to [[prevent]] escaping; and from [[κουστωδία]], [[which]] implies a [[fortress]] or [[full]] [[military]] lines of [[apparatus]]), i.e. to [[note]] (a [[prophecy]]; [[figuratively]], to [[fulfil]] a [[command]]); by [[implication]], to [[detain]] (in [[custody]]; [[figuratively]], to [[maintain]]); by [[extension]], to [[withhold]] (for [[personal]] ends; [[figuratively]], to [[keep]] [[unmarried]]); by [[extension]], to [[withhold]] (for [[personal]] ends; [[figuratively]], to [[keep]] [[unmarried]]): [[hold]] [[fast]], [[keep]](- er), (pre-, re-)[[serve]], [[watch]].
}}
}}

Revision as of 17:37, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηρέω Medium diacritics: τηρέω Low diacritics: τηρέω Capitals: ΤΗΡΕΩ
Transliteration A: tēréō Transliteration B: tēreō Transliteration C: tireo Beta Code: thre/w

English (LSJ)

(τη- also in Dor., Alcm.23.77, Pi.P.2.88, cf. διατηρέω), pf.

   A τετήρηκα Epicur.Sent.24, etc.:—watch over, take care of, guard, δώματα h.Cer.142; πόλιν Pi. l.c., cf. Ar.V.210; τὰς κύνας X.Cyn.6.1; τὴν ἀσφάλειαν τῆς ἐπιβουλῆς Antipho 2.2.8; rarely of persons, δαιμόνων... αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ar.Nu.579 (troch.); τ. τὴν ἀρχήν maintain it, Plb.21.32.2; τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα D.S.17.15:—Pass., τὸ ἔξωθεν [τεῖχος] ἐτηρεῖτο was constantly guarded, Th.2.13: fut. Med. τηρήσομαι in pass. sense, Id.4.30.    2 τ. ὅπως . . ἔσται take care that . ., Arist.Pol.1309b16; ὅπως μηθὲν παρανομῶσι ib.1307b31; τ. μὴ . .cavere ne . ., Ar.Th.580, Pl.Tht.169c; τ. ἐμέ, ὅπως μὴ ἐξαπατήσω D.18.276: also in Med., τηρώμεσθ', ὅπως μὴ . . αἰσθήσεται Ar. V.372; τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια ib.1386.    3 τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός protect them from the fire, i.e. cook them slowly, Bilabel Ὀψαρτ.P. 10.    II give heed to, watch narrowly, observe, τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας Ar.Eq.1145, cf. V.364; τὰς ἁμαρτίας Th.4.60; ἐκεῖνο τ. μὴ . . Ar.Pax146, cf. Pl.R.442a; τ. ὅ τι καὶ δράσει Ar.Ec. 946.    2 watch for a person or thing, with a part., παραστείχοντα τηρήσας S.OT808; ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν having watched for his being within, Th.1.134; τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου watching for a crossing with the wind blowing down, Id.6.2; τ. τινὰ ἀνιόντα watch for one's coming up, D.53.17: c. acc. only, ἄνεμον τηρῆσαι Th.1.65; τ. νύκτα χειμέριον Id.3.22, cf. 4.27; νύκτα καὶ ὕδωρ, D.59.103; τ. τοὺς ἀστέρας Arist.Cael.292a8; τὴν θήραν τ. Id.HA623a13; τ. καιρόν Id.Rh.1382b10:—Pass., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη was watched for, Lys.12.71.    3 abs., watch, keep watch, Th. 7.80, Arist.EN1167b13: c. inf., watch or look out, so as to... ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Th.4.26.    4 observe, notice, [μετακόσμησιν σωμάτων] Sor.1.41; τὸν χαρακτῆρα τῆς φράσεως Id.Vit. Hippocr.13; τὸ πολὺ μὲν οὕτως ἀποβαίνειν τετήρηται Gal. 18(2).13.    5 test by observation or trial, τετηρημένον βοήθημα an approved method of treatment, Antyll. ap. Orib.6.22.3; τετήρηνται χρησιμεύοντές τισι Id.ib.21.9; as Empiric term, τετηρημένης ἐπ' αὐτοῖς τῆς θεραπείας, οὐκ ἐνδεικτικῶς εὑρισκομένης Gal.6.361; Μηνόδοτος ὁ ἐμπειρικός, ἐπὶ μόνῃ τῇ πληθωρικῇ καλουμένῃ συνδρομῇ φάσκων τετηρῆσθαι φλεβοτομίαν Id.15.766.    III observe or keep an engagement, ὅρκους Democr.239; παρακαταθήκας Isoc.1.22; ἀπόρρητα Lys. 31.31; εἰρήνην D.18.89; τὸ πρέπον Phld.Po.5.35; τὴν πίστιν 2 Ep.Ti. 4.7.    2 preserve, retain, τὰς αἰσθήσεις dub. in Epicur.Ep.1p.5U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.9,10; ἰδιότητας Phld.Rh.1.154 S.; τὴν ποιότητα Sor.1.51; τὴν τροφὸν ἐπ' ὀλιγοποσίας . . τ. ib.118, cf. 46, al.:—in Ph.1.125 there is a double use.

German (Pape)

[Seite 1108] wahrnehmen, bewahren, behüten; δώματα, H. h. Cer. 142; πόλιν, Pind. P. 2, 88; καί μ' ὁ πρέσβυς παραστείχοντα τηρήσας, Soph. O. R. 808; τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας, Ar. Equ. 1141; vom φύλαξ, Plat. Rep. VI, 484 c; τοὺς νέους, Legg. VIII, 836 a; παρακαταθήκην, Isocr. 1, 22; εἰρήνην, Dem. 18, 89; öfter bei Sp., wie N. T. – Uebertr., beobachten, bes. Zeit u. Stunde wahrnehmen, den rechten Augenblick abpassen; Ar. Eccl. 652; ἄνεμον, Thuc. 1, 65; τηρήσαντες νύκτα χειμέριον ὕδατι καὶ ἀνέμῳ, 3, 22, u. öfter; τηρήσας με ἀνιόντα, auflauern, Dem. 53, 17; – mit folgendem μή, sich hüten, ὃ τηρήσετον, μὴ ἄρχειν ἐπιχειρήσῃ, Plat. Rep. IV, 442 a; Theaet. 169 c. – Med. τηρέομαι, sich wovor hüten, in Acht nehmen, τί, Ar. Vesp. 391; – τηρήσομαι hat passiv. Bdtg Thuc. 4, 30.

Greek (Liddell-Scott)

τηρέω: (πρβλ. τηρός, Σανσκρ. trâ (servare).) Ὡς καὶ νῦν, τηρῶ, ἐπιτηρῶ, φροντίζω, προσέχω, φυλλάτω, δώματα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142· πόλιν Πινδ. Π. 2, 161, Ἀριστοφ. Σφ. 210· τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 6. 1· σπανίως ἐπὶ προσώπων, δαιμόνων ἡμῖν μόναις οὐ θύετ’ οὐδὲ σπένδετε, αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ἀριστοφ. Νεφ. 579· τ. τὴν ἀρχὴν, διατηρεῖν, κατέχειν, Πολύβ. 22. 15, 2· τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα Διόδ. 17. 15. ― Παθ., τὸ ἔξωθεν [[[τεῖχος]]] ἐτηρεῖτο, ἐφυλάττετο, Θουκ. 1. 13· μέσ. μέλλ. τηρήσομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, ὁ αὐτ. 4. 30. 2) τ. ὅπως... ἔσται, φροντίζει νά..., Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 5· ὅπως μή.. παρανομῶσι αὐτόθι 5. 8, 2 τ. μή..., τ. μή τι γένηται, cavere ne..., Ἀριστοφάν. Εἰρ. 146, Θεσμ. 580, Πλάτ. Θεαίτ. 169C· τ. ὅπως μή τι γενήσεται Δημ. 318. 1· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τιμώμεσθ’, ὅπως μή... αἰσθήσεται Ἀριστοφ. Σφ. 372· τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια αὐτόθι 1386. ΙΙ. παρατηρῶ ἐκ τοῦ πλησίον, προσέχω συνεχῶς, ἐπιτηρῶ, τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1145, πρβλ. Σφ. 364· τὰς ἁμαρτίας Θουκ. 4. 60· τ. τι μή... Ἀριστοφ. Εἰρ. 146, Πλάτ. Πολ. 442Α. 2) παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, παραφυλάττω, περιμένω τὴν κατάλληλον στιγμήν, καιροφυλακτῶ, μετὰ μετοχ., παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808· ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν, παραφυλάξαντες ὥστε νὰ εἶναι αὐτὸς ἐντός, Θουκ. 1. 134· τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος ἀνέμου, δηλ. τηρεῖν ἄνεμον ἐρχόμενον κατὰ τὸν πορθμόν, ὁ αὐτ. 6. 2· τινὰ ἀνιόντα, παραφυλάττειν τινὰ ἀνερχόμενον, Δημ. 1252. 7· - μετὰ μόνης αἰτιατ., τηροῦσ’ ἐκείνην ἡμέραν (οὕτως ὁ Meineke ἀντὶ εὑροῦσ’) Σοφ. Ἠλ. 278 τ. ὅ τι καὶ δράσει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 946· τηρήσας ἄνεμον Θουκ. 1. 65· τ. νύκτα χειμέριον ὁ αὐτ. 3. 22, πρβλ. 4. 27· νύκτα ἀσέληνον Δημ. 1380. 6· τ. τοὺς ἀστέρας Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 12, 3, κλπ.· τ. καιρὸν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 5, 8, κλπ. ― Παθητ., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη, παρεφύλαξαν τὸν καιρόν, Λυσί. 126. 35. 3) ἀπολ., ἀγρυπνῶ, φυλάττω, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 6, 4, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4· ― μετ’ ἀπαρεμφ., φυλάττω, προσέχω ὥστε νά..., ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Θουκ. 4. 26· τὴν ἀσφάλειαν τῆς ἐπιβουλῆς τηροῦντα φυλάξασθαι Ἀντιφῶν 117. 14. ΙΙΙ. φυλάττω, διατηρῶ τι ἐμπιστευθέν μοι, παρακαταθήκην Ἰσοκρ. 6D· ἀπόρρητα Λυσί. 189. 37· εἰρήνην Δημ. 255. 13. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 222.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. τηρήσω, ao. ἐτήρησα, pf. τετήρηκα;
1 avoir la garde de, veiller sur, acc.;
2 observer, épier, guetter : τ. νύκτα χειμέριον THC attendre l’occasion d’une nuit orageuse ; avec un inf. : ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι THC ils attendaient le moment favorable pour que le vent les portât ; τ. ὅπως veiller à ce que ; τ. μή veiller à ce que… ne ; avec un part. : ἔνδον ὄντα τ. τινα THC s’assurer que qqn est à l’intérieur;
3 observer, pratiquer l’observance de ; conserver, garder : εἰρήνην DÉM garder la paix ; παρακαταθήκην ISOCR un engagement ; ἑορτήν PLUT observer ou célébrer une fête.
Étymologie: τηρός.

English (Slater)

τηρέω
   1 watch over χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.88)

English (Strong)

from teros (a watch; perhaps akin to θεωρέω); to guard (from loss or injury, properly, by keeping the eye upon; and thus differing from φυλάσσω, which is properly to prevent escaping; and from κουστωδία, which implies a fortress or full military lines of apparatus), i.e. to note (a prophecy; figuratively, to fulfil a command); by implication, to detain (in custody; figuratively, to maintain); by extension, to withhold (for personal ends; figuratively, to keep unmarried); by extension, to withhold (for personal ends; figuratively, to keep unmarried): hold fast, keep(- er), (pre-, re-)serve, watch.