προάγω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(Bailly1_4)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προάξω, <i>ao.2</i> [[προήγαγον]], <i>pf. rare</i> [[προῆχα]];<br /><b>A. I.</b> mener en avant, faire avancer : [[εἰς]] [[φῶς]] PLUT produire à la lumière;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> faire avancer, promouvoir, élever en puissance <i>ou</i> en dignité : τινα [[εἰς]] [[δόξαν]] PLUT élever qqn en crédit, en réputation ; <i>Pass.</i> avoir grandi : ἐπὶ [[μέγα]] LUC en puissance;<br /><b>2</b> pousser, exciter : τινα [[ἐπί]] [[τι]] <i>ou</i> [[εἴς]] [[τι]] pousser qqn à qch (à la vertu, à la colère, <i>etc.</i>) ; τινά avec l’inf. : pousser qqn à faire qch ; <i>Pass.</i> se laisser entraîner, se laisser égarer <i>ou</i> tromper;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> s’avancer, avancer <i>fig.</i> : ἐπὶ πολὺ [[τῇ]] [[τε]] βίᾳ καὶ [[τῇ]] ὠμότητι DÉM se porter aux derniers excès de violence et de cruauté;<br /><i><b>Moy.</b></i> προάγομαι pousser en avant : [[ἐς]] [[τοῦτο]] HDT jusqu’à ce degré ; τινα [[εἴς]] [[τι]] pousser <i>ou</i> amener qqn à qch (au rire, à la pitié, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἄγω]].
|btext=<i>f.</i> προάξω, <i>ao.2</i> [[προήγαγον]], <i>pf. rare</i> [[προῆχα]];<br /><b>A. I.</b> mener en avant, faire avancer : [[εἰς]] [[φῶς]] PLUT produire à la lumière;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> faire avancer, promouvoir, élever en puissance <i>ou</i> en dignité : τινα [[εἰς]] [[δόξαν]] PLUT élever qqn en crédit, en réputation ; <i>Pass.</i> avoir grandi : ἐπὶ [[μέγα]] LUC en puissance;<br /><b>2</b> pousser, exciter : τινα [[ἐπί]] [[τι]] <i>ou</i> [[εἴς]] [[τι]] pousser qqn à qch (à la vertu, à la colère, <i>etc.</i>) ; τινά avec l’inf. : pousser qqn à faire qch ; <i>Pass.</i> se laisser entraîner, se laisser égarer <i>ou</i> tromper;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> s’avancer, avancer <i>fig.</i> : ἐπὶ πολὺ [[τῇ]] [[τε]] βίᾳ καὶ [[τῇ]] ὠμότητι DÉM se porter aux derniers excès de violence et de cruauté;<br /><i><b>Moy.</b></i> προάγομαι pousser en avant : [[ἐς]] [[τοῦτο]] HDT jusqu’à ce degré ; τινα [[εἴς]] [[τι]] pousser <i>ou</i> amener qqn à qch (au rire, à la pitié, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἄγω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[πρό]] and [[ἄγω]]; to [[lead]] [[forward]] (magisterially); intransitively, to [[precede]] (in [[place]] or [[time]] (participle, [[previous]])): [[bring]] ([[forth]], [[out]]), go [[before]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προάγω Medium diacritics: προάγω Low diacritics: προάγω Capitals: ΠΡΟΑΓΩ
Transliteration A: proágō Transliteration B: proagō Transliteration C: proago Beta Code: proa/gw

English (LSJ)

[ᾰ], fut. -άξω: pf. Act.

   A προῆχα D.19.18, 25.8, Paus.3.11.10 :—Med., v. infr.: pf. Pass. in med. sense, v. infr. 1.7 :—lead forward or onward, μιν ἐς τὰ οἰκία Hdt.3.148, etc.; escort on their way, Id.8.132; τοὺς πεζοὺς οὐ πολλὴν ὁδόν X.Cyr.3.3.23 :—Pass., to be led on, προαγομένης τῆς πόλεως ἐπὶ συμφοράς And.2.9.    2 carry on, αἱμασιάν D.55.27; produce, Plot.3.7.6 :—Pass., [τάξις] εἰς ὀξὺ προηγμένη brought to a point, Arr.Tact.16.8.    b bring on in age, etc., προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος εἰς ὥραν X.Cyr.1.4.4 :—Pass., ἐπὶ πλείω προῆκται τῆς κατ' ἰητρικὴν ἐπιμελείας belong to more advanced medical study, Hp.Medic.13.    c increase, raise a dose, ἐπὶ ἓξ κοτύλας Ruf.Fr.68 (v.l. προσ-).    3 bring forward, νεκρόν εἰς τὸ φανερόν, τι εἰς τὸ πρόσθεν, Pl.Lg.960a, Plt.262c; τὴν φύσιν εἰς φῶς πᾶσιν Id.Ep. 341d; βουλὴν ἀπόρρητον εἰς φῶς ἡλίου Plu.2.552d; οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς, = οἱ γονεῖς, Poll.3.8, cf. Hld.7.23; call up an apparition, Thessal. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.    b bring before a tribunal, SIG826G22 (ii B.C., Pass.); π. δάνειον POxy.1562.14 (iii A.D.).    4 lead on, induce, persuade, δόλῳτινὰς π. Hdt.9.90; ὡς ἡχρεία προάγει Th.3.59: with inf. added, κινδυνεύειν τινὰ π. ib.45; ἐγὼ προήγαγον ὑμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν D.18.206: with Preps., π. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn. 386 (nisi leg. παράγει) ; τινὰς ἐς λόγους Pl.Ti.22a; εἰς μῖσος X.HG 3.5.2; τὰς συγγενείας εἰς ἔχθραν, εἰς ἄνοιαν τὴν πόλιν, Isoc.4.174, 8.121; εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Arist.Rh.1354a25; εἰς γέλωτα ib. 1415a37; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, opp. προτρέψασθαι, X.Mem.1.4.1; πάντας ἐκ . . πολέμων ἐπὶ τὴν ὁμόνοιαν Isoc.5.141; πρὸς . . κακίας ὑπερβολήν D. 20.36; ἐμαυτὸν εἰς ἀπέχθειαν Id.23.1:—Med., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά move one to laughter, Hdt.2.121.δ'; τὴν ὑγρότητα αὐτῶν τοῦ ἤθους εἰς ἔλεον Lycurg.33; προαξόμεθ' . . εἰς ἀνάγκην D.5.14: c.inf., τοῦτο πολεμίους προάγεται ἁμαρτάνειν X.Eq.Mag.5.15, cf. Aeschin.3.117, Arist.Pol.1270b2:—freq. in Pass., προαχθέντας εἰς φιλοποσίαν X. Mem.1.2.22; εἰς τοῦτ' ὀργῆς προήχθησαν ὥστε. . Isoc.20.8: c. inf., οὐ γὰρ ἔγωγε προαχθείην ἂν εἰπεῖν D.21.79, cf. 18.269, Arist.Ph.194a31; προάγεται λαλεῖν Men.164; πολλὰ προηγμένον πρᾶξαι D.5.23, etc.    5 carry forward, advance, π. τὴν πόλιν lead it on to power, Th.6.18, D.19.18; π. αὐτὴν (sc. τὴν ἀρχὴν) ἐς τόδε Th.1.75, cf. Arist. Pol.1274a10; λόγοισι προάγει... ἔργοισι δ' οὐδὲ κινεῖ Cratin.300; οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον [τὴν ἔχθραν] carried it so far, D.18.163; π. [τὰ πράγματα] ἐπὶ τὸ βέλτιον Id.Prooem.38, etc.; τὴν πραγματείαν π. εἰς τὸ πρόσθεν promote the study, Aristox.Fr.Hist.81; [τὰ μαθήματα] Arist.Metaph.985b24; τὰς τέχνας Id.SE183b29, cf. Po.1449a13; π. καὶ διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ carry on and complete... Id.EN 1098a22, cf. Pol.1282b35:—Med., ἐς τοῦτο [τὰ Περσέων πρήγματα] προηγάγοντο Hdt.7.50:—Pass., increase, become rife, D.19.266.    b of persons, promote or prefer to honour, δᾶμος εἰς ἀριστοκρατίαν ἄνδρας αἰ προάγοι καλῶς Isyll.3, cf. Plb.12.13.6, etc.; τινὰς εἰς δόξαν, ἐφ' ἡγεμονίας, Plu.Them.7, Galb.20, etc.; ἐπὶ μέγα προαχθῆναι Luc.Alex.55.    c prefer in the way of choice, esp. in Pass., αἱ προηγμέναι φυλαί J.AJ4.8.44: προηγμένος distinguished, outstanding, ὥρα Philostr. Jun.Im.Praef.    6 in Stoic Philos., of things neither good nor bad but promoted or advanced above the zero point of indifference, προηγμένον . . ὃ ἀδιάφορον <ὂν> ἐκλεγόμεθα Zeno Stoic.1.48, cf. Aristo ib.83, Chrysipp.ib.3.28, etc.; cf. ἀποπροάγω.    7 in pf. Pass. with med. sense, οὕτω προῆκται τοὺς παῖδας ὥστε .. has had them brought up in such a way that... D.54.23: also in pass. sense, ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Arist. EN1180a8.    8 pronounce a discourse, κατὰ θεωρίαν π. πάντα Philostr.VS2.9.3; αἱ κατὰ σχῆμα προηγμέναι τῶν ὑποθέσεων ib.2.4.2.    II intr., lead the way, go before, πρόαγε δή Pl.Phdr.227c; σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην Id.Phd. 90b, cf. X.An.6.5.6, etc.: with acc. added, προῆγε πολὺ πάντας dub. in J.BJ6.1.6 (leg. πάντων): of a commander, lead an advance, push forward, Plb.2.65.1,3.35.1, etc.    2 metaph., ὁ προάγων λόγος the preceding discourse, Pl.Lg.719a; αἱ π. γραφαί J.AJ19.6.2; ὁ π. μήν PSI5.450.59 (ii A.D.).    3 go on, advance, ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι Decr. ap. D.18.181; ἐκ τῶν ἀσαφεστέρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα Arist.Ph.184a19; πόρρω π. ὕβρεως Clearch.6 (τὸ ἔργον προῆγε (ν) is v.l. for προσῆγε in Hdt.9.92); πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ 2 Ep.Jo.9: of Time, τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης Plb.18.8.1; reach, attain to, εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδας Phld.Ind.Sto. 32.    4 excel, τινος Dsc.1.71 (v.l. προέχει) ; ἀρχαιότητι J.Ap.2.15.

German (Pape)

[Seite 704] (s. ἄγω), vor-, hervorführen, fortführen, vorbringen; δάκρυα προῆγεν, Eur. I. A. 1550; τὸν νεκρὸν εἰς τὸ φανερόν, Plat. Legg. XII, 960 a; τοὺς γηγενεῖς ὁπλίσαντες προάγωμεν, Rep. III, 415 d; εἰς τὸ πρόσθεν, Polit. 262 c; προάγει αὐτὸν ὁ χρόνος, Xen. Cyr. 1, 4, 4, d. i. er wird älter; bes. ein Heer weiterführen, An. 4, 6, 21; weiter hinausrücken, τὴν αἱμασιάν, Dem. 55, 27; – antreiben, bewegen zu Etwas, μὴ δόλῳ αὐτοὺς προάγοιεν, Her. 9, 90; ἐς γέλωτα προαγαγεῖν τινα, 2, 121, 4, v. l. προαγαγέσθαι; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, Xen. Mem. 1, 4, 1. Auch in schlimmem Sinne, verführen, verleiten, θυμὸν ἐς ἀμπλακίην, Theogn. 386; προαγαγεῖν βουληθεὶς αὐτοὺς περὶ τῶν ἀρχαίων εἰς λόγους, Plat. Tim. 22 a, vgl. Legg. II, 666 c; so oft Dem., οὐ δὴ ποιήσω τοιοῦτον οὐδὲν οὐδὲ προαχθήσομαι, 18, 269; so ist auch προαξόμεθα passiv. gebraucht, 5, 14; π ροήγαγον ὑμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν, 206. πρὸς ὅσης κακίας ὑπερβολὴν ὁ νόμος ὑμᾶς προάγει, 20, 36; ἐς ὀργήν, ἔλεον, Arist. rhet. 1, 1; ταῦτα προήχθην εἰπεὶν, Pol. 5, 33, 8 u. öfter, ich ließ mich bewegen, verleiten, dieses zu sagen. – Eben so im med., ἐς τοῦτό σφεα προηγάγοντο, bis zu dieser hohen Stufe befördern, Her. 7, 50, 2. ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά, Einen rum Lachen bringen, 2, 121, 4, εἰς εὐπορίαν, Isocr. 4, 37; εἰς αἰσχύνην καὶ ἀδοξίαν προῆχε τὴν πόλιν, Dem. 25, 8, zu Ehren bringen, befördern; Pol. 12, 13, 6. 15, 21, 4 u. öfter. Bis wohin treiben, τὸ πρᾶγμα εἰς τοῦτο προῆκτο, Dem. 37, 13; vgl. Thuc. 1, 144. 6, 18. – Auch = Kinder erziehen, εἰ γὰρ οὕτω τοὺς ἑαυτοῦ προῆκται παῖδας, Dem. 54, 23. – Auch sc. ἑαυτόν, scheinbar intrans., vor-, vorwärts-, weitergehen, πρόαγε δή, Plat. Phaedr. 227 c, σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην, Phaed. 90 a, u. öfter; so will auch Schweigh. bei Her. 9, 92 τὸ ἔργον προῆγε statt προσῆγε lesen; ἐκ τοῦ βουλευτηρίου προῆγον ἐπὶ τὴν θάλασσαν, Pol. 14, 10, 1, u. öfter, bes. von Feldherren, sc. τὸ στράτευμα, das Heer vorführen, vorrücken; ähnlich ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι, Dem. 18, 181; Sp., wie S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

προάγω: [ᾰ], μέλλ. -άξω· πρκμ. ἐνεργ. προῆχα Δημ. 346. 24., 772. 5, Παυσ.· ― οἱ ἀόρ. προῆξα, -ηξάμην ἐσχάτως ἀμφίβολοι, ἴδε ἐν λέξ. ἄγω. ― Μέσ., ἴδε κατωτ.: παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., κατωτ. Ι. 5. Ὁδηγῶ ἐμπρός, εἰς τόπον Ἡρόδ. 3. 148, κτλ.· ὡσαύτως ὡς τὸ προπέμπω, συνοδεύω, ὁ αὐτ. 8. 132· τοὺς πεζοὺς οὐ πολλὴν ὁδὸν Ξεν. Κυρ. 3. 3, 23. ― Παθητ., ἄγομαι ἐπί τι, βαίνω, προάγεσθαι ἐπὶ συμφορὰς Ἀνδοκ. 20. 42· προήχθη εἰπεῖν Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 8, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 2) ἄγω, φέρω εἴς τι, εἰς τὸ φανερόν, εἰς τὸ πρόσθεν, Πλάτ. Νόμ. 960Α, Πολιτικ. 262C· τὴν φύσιν εἰς φῶς Πλάτ. Ἐπιστ. 341D· βουλὴν ἀπόρρητον εἰς φῶς ἡλίου Πλούτ. 2. 552D· οἱ πρ. εἰς φῶς = οἱ γονεῖς, Πολυδ. Γ΄, 8· ― ἐπὶ ἡλικίας, προάγει αὐτὸν ὁ χρόνος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4. 3) παρακινῶ, πείθω εἴς τι, δόλῳ πρ. τινὰ Ἡρόδ. 9. 90· ἡ χρεία προάγει Θουκ. 3. 59· ― τὸ ἀντικείμενον συχν. προστίθεται κατ’ ἀπαρ., πρ. τινὰ κινδυνεύειν αὐτόθι 45· ἐγὼ προήγαγον ὑμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν Δημ. 296. 25· οὐ γὰρ ἔγωγε προαχθείην ἂν εἰπεῖν ὁ αὐτ. 540. 7, πρβλ. 63. 3., 316. 12· ― ὡσαύτως μετὰ προθ., πρ. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Θέογν. 386· τινὰ ἐς λόγους Πλάτ. Τίμ. 22Α· εἰς φιλοποσίαν, εἰς μῖσος Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22, Ἑλλ. 3. 5, 2· εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 5· εἰς γέλωτα αὐτόθι 3. 14, 7· εἰς τοῦτο ὀργῆς προήχθησαν ὥστε... Ἰσοκρ. 397Α· εἰς τοῦτο εὐηθίας καὶ ῥᾳθυμίας ὥστε... Δημ. 618. 2, κτλ.· τινὰ ἐπ’ ἀρετὴν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1· πάντας ἐκ... πολέμων ἐπὶ τὴν ὁμόνοιαν Ἰσοκρ. 111Α· πρός... κακίας ὑπερβολὴν Δημ. 468. 12· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, εἰς τοῦτό σφεα προηγάγοντο, εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον προήγαγον αὐτά, Ἡρόδ. 7. 50, 2· ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινὰ ὁ αὐτ. 2. 121, 4· τινὰ εἰς ἔλεον Λυκοῦργ. 152. 12· εἰς ἀνάγκην Δημ. 60. 12· μετ’ ἀπαρεμφ., τοῦτο πολεμίους προάγεται ἁμαρτάνειν Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 15, πρβλ. Αἰσχίν. 70. 12, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18. 4) ἐπεκτείνω, προεκβάλλω, τὴν αἱμασιὰν Δημ. 1279. 13· προάγω τὴν πόλιν, προάγω αὐτὴν εἰς μείζονα ἰσχύν καὶ ἐπίδοσιν, Θουκ. 6. 18· πρ. αὐτὴν (δηλ. τὴν ἀρχὴν) ἐς τόδε ὁ αὐτ. 1. 75, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 4· λόγοισι προάγει..., ἔργοισι δ’ οὐδὲν κινεῖ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139b· οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον τὴν ἔχθραν Δημ. 282. 4· πρ. τὰ πράγματα ἐπὶ τὸ βέλτιον ὁ αὐτ. 1447. 2, κτλ.· πρ. τὴν πραγματείαν εἰς τὸ πρόσθεν, φέρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς τὴν σπουδήν, φέρω εἰς καλὸν σημεῖον, προβιβάζω, ἐνεργῶ ὥστε νὰ γίνῃ ἐπίδοσις εἰς..., Ἀριστόξ. ἐν Στοβ. Ἐκκλ. 1. 16· τὰ μαθήματα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 1· τὰς τέχνας ὁ αὐτ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 33, 15, πρβλ. Ποιητ. 4. 14· δόξειε δ’ ἂν παντὸς εἶναι προαγαγεῖν καὶ διορθῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ, ὅτι ἐπιβάλλεται εἰς πάντα νὰ προαγάγῃ καὶ νὰ διοθρώσῃ τὰ καλῶς ἔχοντα διὰ περιγραφῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 17. ― Παθ., προάγομαι, Δημ. 426. 7. β) ἐπὶ προσώπων, προάγω, προβιβάζω, Πολύβ. 12. 13, 6, κτλ.· τινὰ εἰς δόξαν, ὑφ’ ἡγεμονίας Πλουτ. Θεμιστ. 7, Γάλβ. 20, κτλ.· ἐπὶ μέγα προαχθῆναι Λουκ. Ἀλέξ. 55. γ) προτιμῶ ἐπὶ ἐκλογῆς (ἴδε ἐν λέξ. προηγμένα, τά). 5) ἐν τῷ παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., προῆκται παῖδας οὕτως ὥστε..., ἔχει ἀναθρέψῃ αὐτοὺς οὕτως ὥστε .. , Δημ. 1264. 3· ἀλλ’ οὕτω καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 10. 6) ἀντὶ τοῦ δάκρυα προῆγεν, ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1550, ὁ Δινδ. διώρθωσε προῆκεν. 7) ἐπὶ φυτῶν, παράγω, καρποὺς, φύλλα, κτλ. Ἀριστ. π. Φυτ. 1, 4, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., κυρίως ἐπὶ στρατηγοῦ, ὁδηγῶ (στρατιὰν) ἐμπρός, προχωρῶ, Πολυβ. 2. 65, 1., 3. 35, 1, κτλ.· ἀκολούθως, ἡγοῦμαι τῆς ὁδοῦ, προπορεύομαι, πρόαγε δὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 227C· σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 90Β, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 6, κτλ.· ― ἐνίοτε ἀκολουθεῖ αἰτ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ προπορεύομαι, προῆγε πολὺ πάντας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 1, 6, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. β΄, 9. 2) μεταφορ., ὁ προάγων λόγος, ὁ προηγούμενος λόγος, Πλάτ. Νόμ. 719Α· αἱ πρ. γραφαὶ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 6, 2. 3) προχωρῶ, ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι Ψήφισμα παρὰ Δημ. 289. 9· ἐκ τῶν ἀσαφεστέρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 2, πρβλ. Πολιτικ. 3. 12, 4· πολὺ πρ. ὕβρεως Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 515F· οὕτως ὁ Schweigh. προτείνει ἐν Ἡροδ. 9. 92, τὸ ἔργον προῆγε ἀντὶ προσῆγε· ― ἐπὶ χρόνου, τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης Πολύβ. 17. 8, 1. 4) ὑπερέχω, ἐξέχω, τινὸς Διοσκ. 1. 91, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 2. 15. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «προάγεσθαι· ἐπεξεργάζεσθαι» καὶ «προάγομαι· προέρχομαι» καὶ «προάγομεν· προφέρομεν. προτρέπομεν». ― Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 45.

French (Bailly abrégé)

f. προάξω, ao.2 προήγαγον, pf. rare προῆχα;
A. I. mener en avant, faire avancer : εἰς φῶς PLUT produire à la lumière;
II. fig. 1 faire avancer, promouvoir, élever en puissance ou en dignité : τινα εἰς δόξαν PLUT élever qqn en crédit, en réputation ; Pass. avoir grandi : ἐπὶ μέγα LUC en puissance;
2 pousser, exciter : τινα ἐπί τι ou εἴς τι pousser qqn à qch (à la vertu, à la colère, etc.) ; τινά avec l’inf. : pousser qqn à faire qch ; Pass. se laisser entraîner, se laisser égarer ou tromper;
B. intr. s’avancer, avancer fig. : ἐπὶ πολὺ τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι DÉM se porter aux derniers excès de violence et de cruauté;
Moy. προάγομαι pousser en avant : ἐς τοῦτο HDT jusqu’à ce degré ; τινα εἴς τι pousser ou amener qqn à qch (au rire, à la pitié, etc.).
Étymologie: πρό, ἄγω.

English (Strong)

from πρό and ἄγω; to lead forward (magisterially); intransitively, to precede (in place or time (participle, previous)): bring (forth, out), go before.