στρατεύω: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(Bailly1_4)
(T21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐστράτευσα, <i>pf.</i> ἐστράτευκα;<br /><i>Pass. pf.</i> ἐστράτευμαι;<br />servir comme soldat ; faire campagne, faire une expédition (sur terre et sur mer, comme chef <i>ou</i> comme soldat) : πόλεμον THC diriger une expédition, une guerre au dehors;<br /><i><b>Moy.</b></i> στρατεύομαι (<i>ao.</i> ἐστρατευσάμην, <i>rar.</i> ἐστρατεύθην) servir comme soldat : [[ἐπί]], [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l’acc. contre (qqn, une ville, <i>etc.</i>) ; στρ. ψιλόν AR, ὁπλίτην XÉN servir comme soldat d’infanterie légère, comme hoplite ; στρ. μισθοῦ XÉN servir pour une solde, <i>càd</i> comme mercenaire ; [[ὑπό]] τινι servir sous qqn ; [[εἰς]] τὴν Ἀσίαν XÉN faire campagne en Asie.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]].
|btext=<i>ao.</i> ἐστράτευσα, <i>pf.</i> ἐστράτευκα;<br /><i>Pass. pf.</i> ἐστράτευμαι;<br />servir comme soldat ; faire campagne, faire une expédition (sur terre et sur mer, comme chef <i>ou</i> comme soldat) : πόλεμον THC diriger une expédition, une guerre au dehors;<br /><i><b>Moy.</b></i> στρατεύομαι (<i>ao.</i> ἐστρατευσάμην, <i>rar.</i> ἐστρατεύθην) servir comme soldat : [[ἐπί]], [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l’acc. contre (qqn, une ville, <i>etc.</i>) ; στρ. ψιλόν AR, ὁπλίτην XÉN servir comme soldat d’infanterie légère, comme hoplite ; στρ. μισθοῦ XÉN servir pour une solde, <i>càd</i> comme mercenaire ; [[ὑπό]] τινι servir sous qqn ; [[εἰς]] τὴν Ἀσίαν XÉN faire campagne en Asie.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]].
}}
{{Thayer
|txtha=[[middle]], [[present]] [[στρατεύομαι]]; 1st aorist subjunctive 2nd [[person]] [[singular]] στρατευση (T Tr [[text]] WH marginal [[reading]]); ([[στρατός]] ([[related]] to στρωννύω, [[which]] [[see]]), an [[encampment]], an [[army]]); from [[Herodotus]] [[down]]; to [[make]] a [[military]] [[expedition]], to [[lead]] soldiers to [[war]] or to [[battle]] ([[spoken]] of a [[commander]]); to do [[military]] [[duty]], be on [[active]] [[service]], be a [[soldier]]"; in the N. T. [[only]] in the [[middle]] (Greek writings [[use]] the [[active]] and the deponent [[middle]] [[indiscriminately]]; cf. Passow, [[under]] the [[word]], 1at the [[end]]; (Liddell and Scott, [[under]] the [[word]], I:2)): [[properly]], of soldiers, to [[fight]] (A. V. [[war]]): tropically, of the conflicts of the apostolic [[office]], Winer s Grammar, § 32,2; Buttmann, § 131,5), [[τήν]] καλήν στρατείαν, ἱεράν καί εὐγενῆ στρατείαν στρατεύσασθαι [[περί]] τῆς εὐσεβείας, [[ἀντιστρατεύομαι]].)
}}
}}

Revision as of 18:02, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατεύω Medium diacritics: στρατεύω Low diacritics: στρατεύω Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΩ
Transliteration A: strateúō Transliteration B: strateuō Transliteration C: strateyo Beta Code: strateu/w

English (LSJ)

(στρατός)

   A advance with an army or fleet, wage war, or rulers, offcers, or men, Κροῖσος ἐνένωτο -εύειν ἐπὶ τοὺς Πέρσας Hdt.1.77; Θηβαῖοι . . ἐστράτευον ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας Id.6.108, cf. 7 (v.l.), Th.3.7, OGI327.2 (Pergam., ii B.C.), etc.; οἱ Ἀθηναῖοι -εύσαντες ἐς Πλάταιαν Th.2.6; Καρχηδόνιοι -εύσαντες ἐπὶ Σικελίαν X.HG1.1.37; εἰς Σικελίαν -εύσαντες ib.1.5.21; ἐστράτευσαν πρὸς Ἄβυδον ib.1.2.16; σ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι Id.Cyr.7.4.9: c. acc. cogn., οἶσθ' ἣν στρατείαν ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν (sc. ἐγὼ Ἄδραστος) E.Supp.116; Λακεδαιμόνιοι . . τὸν ἱερὸν καλούμενον πόλεμον ἐστράτευσαν Th.1.112; metaph., ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύομεν (Iris et Lyssa loq.) E.HF825 (nisi leg. σῶμα συστρατεύομεν):—so in Med., στρατεύομαι Hdt.7.61, etc.: fut. -εύσομαι ib.11, D.8.23: aor. ἐστρατευσάμην Hdt.1.204, S.Aj. 1111, Isoc.5.144, etc.; also ἐστρατεύθην Pi.P.1.51, Apollod.1.9.13: pf. ἐστράτευμαι Is.4.29, etc.; Boeot. 3pl. pf. Med. ἐστροτεύαθη IG7.3174.27 (Orchom. Boeot.), al.: εἰ μὴ στρατεύοισθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον A.Pers.790; -εύσονται ἐπὶ τὴν ἡμετέρην [Ἀθηναῖοι] Hdt.7.11; οἱ δὲ -ευόμενοι οἵδε ἦσαν, Πέρσαι μέν . .ib.61, cf. 64,66, al.; ἐστρατευμένοι γάρ εἰσι they have been soldiers, have seen war-service, Ar.Ra. 1113, cf. IG12.1.3, 18.9, Lys.9.4; ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ar.Th. 232, cf. Eup.117.8; ὁπλίτης σ. X.Mem.3.4.1; ἐκ καταλόγου σ. ibid.; ὅταν ἡλικίαν ἐκπέμπωσι προγράφουσιν ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι Arist.Ath.53.7; σφι ἐδόκεε -εύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας Hdt.9.86; ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου -εύονται . . πέρην ἐς τοὺς Σίνδους Id.4.28; σ. μετά τινων E.IA967; ὑπὲρ τῆς πόλεως Pl.R.429b; τῆς σῆς οὕνεκ' . . γυναικός S.Aj.1111; ὑπό τινι Plu.Cam.2; ἐπ' Αἴγυπτον Hdt.3.139; ἐς τὴν Ἀσίην Id.1.4, cf. And.3.30, etc.; κατὰ Ἐφεσίων OGI437.70 (Pergam., i B.C.); πρὸς τὴν τῶν Ὀλυνθίων πόλιν X. HG5.3.3; μισθοῦ σ. Id.Cyr.3.2.7; πανδημεὶ ἔξω σ. Pl.Lg.814a; opp. ἐπιδημεῖν, Lys.20.21; opp. δημηγορεῖν, And.4.22; στρατευσάμενος,= a militiis, IG14.716 (Naples): c. acc. cogn., τὰς στρατείας -ευόμενος Is.10.25.    2 Med., serve in the army, τυΐ πρᾶτον ἐστροτεύαθη the following have joined the army for the first time, IG7 l.c.; μηδεὶς ἐαθῇ -εύσασθαι to join the army, UPZ110.162 (ii B.C.), cf. Sammelb. 7354.6 (ii A.D.), BGU1680.9 (iii A.D.); οἱ -ευόμενοι Ἕλληνες the Greeks who are in the army, PTeb.5.168 (ii B.C.).—In Hdt. codd. vary between Act. and Med., as in 6.7, 108; in Att. and later Gr. (PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), PTeb.5.168 (ii B.C.), etc.) the Med. is much the more freq.    II later, in Act., take or receive into the army, enroll, enlist, D.S.25.12, App.BC1.42, 2.141, 5.137, Hdn.2.14.6:— Pass., τῶν νεολέκτων τῶν -ευθέντων ὑφ' ἡμῶν POxy.1103.5 (iv A.D.); ὁ νῦν -ευθεὶς τίρων PLond.2.237.31 (iv A.D.).    III v. στραγγεύομαι.

German (Pape)

[Seite 951] im Kriege dienen, Kriegsdienste thun, zu Felde ziehen; Eur. Herc. F. 825 Rhes. 471; oft Her., ἐνένωτο στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Πέρσας 1, 77, ἐπὶ Μίλητον 6, 7; Thuc. τὸν ἱερὸν πόλεμον, 1, 112; Folgde; ποίῳ δικαίῳ χρώμενος Ξέρξης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐστράτευσεν, Plat. Gorg. 483 d; Sp., στρατεύειν πανδημεί, Pol. 2, 2, 7. – Häufig als depon. med., u. bei Pind. P. 1, 51 auch im aor. pass. als depon., ἐστρατεύθη, er zog zu Felde; εἰ μὴ στρατεύοισθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον, Aesch. Pers. 776; οὐ τῆς σῆς οὕνεκ' ἐστρατεύσατο γυναικός, Soph. Ai. 1090; ἐπὶ τὴν ἐμὴν στρατεύομαι πόλιν, Eur. Phoen. 435; Ar. Nubb. 682; ἐστρατευμένος, Ran. 1111; ἐστράτευμαι τὰς στρατείας, Is. 2, 42; ἐστρατεύοντο ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας, Her. 6, 108; ἐπὶ Αἴγυπτον, 3, 139; öfter auch absolut, 4, 28. 8, 43; ἔοικεν ἐκ νέου στρατεύεσθαι διὰ βίου, Plat. Legg. III, 694 c, u. öfter, u. Folgde überall. – Bei Hdn. 2, 14, 6 steht das act. für »anwerben«, in das Heer aufnehmen. Vgl. App. B. C. 2, 141. –

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτεύω: Βοιωτ. παρατ. ἐστροτεύαον Keil Inscr. 11. 6· (στρατός). Ὑπηρετῶ εἰς πόλεμον, εἶμαι στρατιώτης, κάμνω ὑπηρεσίαν στρατιωτικήν, ἐκστρατεύω, ἐπέρχομαι ἐναντίον τινός, πρῶτον παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τοὺς Πέρσας, ἐπὶ τὴν Μίλητον 1. 77., 6. 7, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 825, Θουκ. 3. 7, κτλ.· ἐς Πλάταιαν, ἐς Σικελίαν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 6, Ξεν., κλπ.· πρὸς Ἄβυδον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 2, 16· στρ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 4, 9· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στρ. στρατείαν Εὐρ. Ἱκέτ. 116· πόλεμον Θουκ. 1. 112. 2) ὡς ἀποθ. στρατεύομαι· μέλλ. -εύσομαι Ἡρόδ. 7. 11, Δημ. 95. 19· ἀόρ. ἐστρατευσάμην Ἡρόδ. 1. 204, Σοφ. Αἴ. 1111, Ἰσοκρ. 111C, κτλ.· ὡσαύτως ἐστρατεύθην Πινδ. Π. 1. 98, Ἀπολλόδ. 1. 9, 131, Βοιωτ. ἐστροτευάθη Ussing Inscr. ἀρ. 52· πρκμ. ἐστράτευμαι Ἰσαῖ. 49. 28, κτλ., ἴδε κατωτ.· - ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ἐκστρατεύω, Λατιν. militari, Ἡρόδ. 7. 61, 64, 66, κ. ἀλλ.· ἐστρατευμένος, ὑπηρετήσας ὡς στρατιώτης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1113, πρβλ. Λυσίαν 114. 33· ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 8· στρ. ὁπλίτης Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· στ. ἐκ καταλόγου (ἴδε ἐν λ. κατάλογος 2). 3) ὁδηγῶ στρατόν, βαδίζω, ἐπέρχομαι, στρ. ἐπὶ τοῦς Πλαταιέας, ἐπὶ τὰς Θήβας Ἡρόδ. 6. 108., 9. 86· ἐπὶ κρυστάλλου ὁ αὐτ. 4. 28, κτλ.· μετά τινος Εὐρ. Ι. Α. 967· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 429Β, κτλ.· ἕνεκά τινος Σοφ. Αἴ. 1111· ὑπό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 2· ἐπί τινα Ἡρόδ. 3. 139, κτλ.· ἐς τὴν Ἀσίην ὁ αὐτ. 1.4, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 790, Ἀνδοκ. 27. 20, κτλ.· πρός .. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 3· στρ. μισθοῦ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 7· στρ. ἔξω Πλάτ. Νόμ. 814Α· ἀντίθετον τῷ ἐπιδημεῖν, Λυσ. 160. 2· τῷ δημηγορεῖν, Ἀνδοκ. 32. 4· μετὰ συστοίχ. αἰτ., Ἰσαῖ. 82. 25, κτλ. - Παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα ἄλλοτε ἔχουσι τὸν ἐνεργ. τύπον καὶ ἄλλοτε τὸν μέσον, ὡς ἐν 1. 204., 6. 7· παρὰ τοῖς Ἀττ. ὁ μέσος τύπος κατέστη κατὰ πολὺ συνηθέστερος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ., δέχομαι ὡς στρατιώτης, ἐγγράφω ὡς στρατιώτην, στρατολογῶ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 42., 2. 141., 5. 137, Ἡρῳδιαν. 2. 14. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 348.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐστράτευσα, pf. ἐστράτευκα;
Pass. pf. ἐστράτευμαι;
servir comme soldat ; faire campagne, faire une expédition (sur terre et sur mer, comme chef ou comme soldat) : πόλεμον THC diriger une expédition, une guerre au dehors;
Moy. στρατεύομαι (ao. ἐστρατευσάμην, rar. ἐστρατεύθην) servir comme soldat : ἐπί, εἰς ou πρός et l’acc. contre (qqn, une ville, etc.) ; στρ. ψιλόν AR, ὁπλίτην XÉN servir comme soldat d’infanterie légère, comme hoplite ; στρ. μισθοῦ XÉN servir pour une solde, càd comme mercenaire ; ὑπό τινι servir sous qqn ; εἰς τὴν Ἀσίαν XÉN faire campagne en Asie.
Étymologie: στρατός.

English (Thayer)

middle, present στρατεύομαι; 1st aorist subjunctive 2nd person singular στρατευση (T Tr text WH marginal reading); (στρατός (related to στρωννύω, which see), an encampment, an army); from Herodotus down; to make a military expedition, to lead soldiers to war or to battle (spoken of a commander); to do military duty, be on active service, be a soldier"; in the N. T. only in the middle (Greek writings use the active and the deponent middle indiscriminately; cf. Passow, under the word, 1at the end; (Liddell and Scott, under the word, I:2)): properly, of soldiers, to fight (A. V. war): tropically, of the conflicts of the apostolic office, Winer s Grammar, § 32,2; Buttmann, § 131,5), τήν καλήν στρατείαν, ἱεράν καί εὐγενῆ στρατείαν στρατεύσασθαι περί τῆς εὐσεβείας, ἀντιστρατεύομαι.)