χῶμα: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(eksahir)
(47c)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[tierra]]
|esgtx=[[tierra]]
}}
{{grml
|mltxt=το / [[χῶμα]], -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν<br />το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο [[έδαφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]] («ο [[αέρας]] γέμισε [[χώμα]] τα παράθυρα»)<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] («έπεσε από [[ψηλά]] στο [[χώμα]]»)<br /><b>3.</b> γη, [[τόπος]] («το άγιο [[χώμα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε η [[πλάτη]] του [[χώμα]]» — έπεσε σε ύπτια [[θέση]]<br />β) «έφαγε η [[μύτη]] [ή η [[μούρη]]] του [[χώμα]]» — τον έριξε ο [[αντίπαλος]] [[μπρούμυτα]]<br />γ) «τον κύλισε στο [[χώμα]]» — τον έριξε [[καταγής]]<br />δ) «τον έφαγε το [μαύρο] [[χώμα]]» — πέθανε και τον έθαψαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίχωμα]], τεχνητό ύψωμα για την [[κατάληψη]] τείχους («ὁρῶντες τὸ [[χῶμα]] αἰρόμενον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] σε όχθη ποταμού<br /><b>3.</b> [[αποβάθρα]], [[μώλος]]<br /><b>4.</b> [[αμμώδης]] [[γλώσσα]] εδάφους, [[ακρωτήριο]]<br /><b>5.</b> [[τύμβος]], [[τάφος]] (α. «[[οὔτε]] τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῡμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σωρός]] από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς [[χῶμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χω</i>- του αρχ. [[χώννυμι]] «[[σχηματίζω]] σωρό, [[φράζω]], [[αποκλείω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζώννυμι]]: [[ζῶμα]])].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῶμα Medium diacritics: χῶμα Low diacritics: χώμα Capitals: ΧΩΜΑ
Transliteration A: chō̂ma Transliteration B: chōma Transliteration C: choma Beta Code: xw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (χόω, χώννυμι)

   A earth thrown up, bank, mound, thrown up against the walls of cities to take them, αἵρεε τὰς πόλιας χώμασι Hdt.1.162; χ. ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν The.2.75, cf. LXX.Ez.21.22(27), Hb.1.10, OGI90.24 (Rosetta, ii B. C., pl.).    2 dyke to hinder a river from overflowing, Hdt.1.184: freq. in Pap., PPetr.3pp.125,341 (iii B. C.), etc.; βασιλικὸν χ. Wilcken Chr.11 A8 (ii B. C.); δημόσιον χ. POxy.290.34 (i A. D.).    3 dam, Hdt.7.130.    4 mole or pier, carried out into the sea, jetty, Id.8.97, D.50.6, Arg.Id.51, IG11(2).199A33(Delos, iii B. C.), etc.    5 promontory, spit of sand, A.Supp.870 (lyr.).    II sepulchral mound, Hdt.1.93, 9.85, A.Ch.723(anap.), S.Ant.1216, etc.; τάφων χώματα γαίας E.Supp. 53 (lyr.); χῶμα μὴ χοῦν ὑψηλότερον πέντε ἀνδρῶν ἔργον Pl.Lg. 958e.    III mass of soil in which roots are found, cj. in Thphr. HP2.5.2.    IV heap of rubbish, ruin, LXX Jo.8.28, Is.25.2, Lib. Or.61.13.    V τὸ χ. τῆς γῆς the dust of the earth, LXX Ex.8.16.

German (Pape)

[Seite 1386] τό, aufgeschüttete, aufgeworfene Erde, Schutt, Damm, Wall, Her. 1, 184; bes. Grabhügel, 1, 93. 9, 85; τάφων χώματα γαίας Eur. Suppl. 54; Aesch. Ch. 712 Suppl. 849; Soph. Ant. 1201; Eur. Hec. 221 Alc. 999 u. öfter; Plat. Legg. XII, 947 e; Thuc. 2, 75; auch die ausgegrabene Erde, die, nachdem sie an der Luft locker u. fruchtbar geworden ist, wieder in die Gruben geworfen wird, um darin Bäume zu pflanzen; Theophr. u. Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

χῶμα: τό, (χόω, χώννυμι) γῆ ἀναρριπτομένη καὶ συσσωρευμένη πρὸς τὰ τείχη πόλεως πρὸς ἅλωσιν αὐτῆς, αἵρεε τὰς πόλιας χώμασι Ἡρόδ. 1. 162· χ. ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 75· πρβλ. Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Κ΄, 15, Ἡσ. ΛΖ΄, Ἱερ. Ϛ΄, 6). 2) πρόχωμα ἐγειρόμενον παρὰ τὴν ὄχθην ποταμοῦ ὅπως κωλύῃ τὴν ὑπερχείλισιν ἢ πλήμμυραν Ἡρόδ. 1. 184. 3) φραγμός, ὁ αὐτ. 7. 130. 4) προκυμαία ἢ ἀποβάθρα προβαίνουσα ἐπὶ πολὺ ἐντὸς τῆς θαλάσσης, «μῶλος», Λατ. moles, ὁ αὐτ. 8. 97, Δημ. 1208· 4, πρβλ. 1228, 1·― ὡσαύτως, ἀκρωτήριον, ἀμμώδης γλῶσσα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 870. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. tumulus, τύμβος, κοινῶς «τούμπα», ὕψωμα ἐκ χώματος, ἐπὶ τάφου, Ἡρόδ. 1. 93., 9. 85, Αἰσχύλ. Χο. 273, Σοφ. Ἀντιγ. 1216, κλπ.· τάφων χώματα γαίας Εὐρ. Ἱκ. 54· χῶμα μὴ χοῦν ὑψηλότερον [ἢ] πέντε ἀνδρῶν ἔργον Πλάτ. Νόμ. 958Ε. ΙΙΙ. ὡσαύτως γῆ ἀνασκαφεῖσα ὅπως ἐκτιθεμένη εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἀέρος γίνῃ κατάλληλος πρὸς φυτείαν, Θεοφρ. πρ. Φυτ. Ἱστ. 2. 5, 2. IV. παρὰ τοῖς Ἑβδ. ὡσαύτως, σωρὸς ἐρειπίων, (Ἰησ. Η΄, 28, Ἡσ. ΚΕ΄, 2). ― Πρβλ. χόω, καὶ τὰ σύνθετα αὐτοῦ, ἐκ-, δια-, κατα-, συγ-.

French (Bailly abrégé)

χώματος (τό) :
I. terrassement, terrasse :
1 pour se défendre contre l’ennemi;
2 terrasse élevée par les assiégeants pour s’approcher de la ville;
II. p. ext. :
1 toute jetée, même en pierres ; môle;
2 digue pour empêcher le débordement d’un fleuve;
3 toute élévation de terre naturelle (atterrissement, dune, promontoire);
4 amas de terre d’un tombeau, tombe, tombeau.
Étymologie: χώννυμι.

Spanish

tierra

Greek Monolingual

το / χῶμα, -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν
το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος
νεοελλ.
1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα»)
2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα»)
3. γη, τόπος («το άγιο χώμα της πατρίδας»)
4. φρ. α) «έφαγε η πλάτη του χώμα» — έπεσε σε ύπτια θέση
β) «έφαγε η μύτη [ή η μούρη] του χώμα» — τον έριξε ο αντίπαλος μπρούμυτα
γ) «τον κύλισε στο χώμα» — τον έριξε καταγής
δ) «τον έφαγε το [μαύρο] χώμα» — πέθανε και τον έθαψαν
αρχ.
1. επίχωμα, τεχνητό ύψωμα για την κατάληψη τείχους («ὁρῶντες τὸ χῶμα αἰρόμενον», Θουκ.)
2. ανάχωμα σε όχθη ποταμού
3. αποβάθρα, μώλος
4. αμμώδης γλώσσα εδάφους, ακρωτήριο
5. τύμβος, τάφος (α. «οὔτε τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», Ευρ.
β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῡμα», Πλάτ.)
6. σωρός από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς χῶμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χω- του αρχ. χώννυμι «σχηματίζω σωρό, φράζω, αποκλείω» + κατάλ. -μα (πρβλ. ζώννυμι: ζῶμα)].