ὑπεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(43)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypeiserchomai
|Transliteration C=ypeiserchomai
|Beta Code=u(peise/rxomai
|Beta Code=u(peise/rxomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">enter upon secretly</b>, <b class="b3">λαθὸν ὑπεισῆλθεν τὸ γῆρας</b>, v.l. for [[ὑπῆλθεν]], <b class="b2">came on</b> me <b class="b2">unawares</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>367b</span>; <b class="b3">πάντως ἂν οἶκτος αὐτὸν ὑπεισῆλθε</b> pity would <b class="b2">have stolen over</b> him, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>6.38</span> (v.l. [[ὑπῆλθε]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">come into one's mind</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">enter instead, be substituted</b>, <b class="b3">τῶν συμφώνων τούτων, ἃ ὑπεισέρχεται εἰς τὸν τόπον τούτου</b> the consonants which <b class="b2">are substituted</b> for it, Dosith. p.385 K. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">enter</b> a body <b class="b2">in one's turn</b>, εἰς τοὺς ἐμοὺς ἀνθρώπους <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>40i6</span> (iii A. D.); <b class="b2">succeed to</b> office, βουλευτικὸν φρόντισμα <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.684.4</span> (iv/v A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">slip into, assume</b>, πρᾶον σχῆμ' ὑπεισελθών <span class="bibl">Men.689</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[enter upon secretly]], <b class="b3">λαθὸν ὑπεισῆλθεν τὸ γῆρας</b>, [[varia lectio|v.l.]] for [[ὑπῆλθεν]], [[came on]] me [[unawares]], Pl.''Ax.''367b; <b class="b3">πάντως ἂν οἶκτος αὐτὸν ὑπεισῆλθε</b> pity would [[have stolen over]] him, Lib.''Decl.''6.38 ([[varia lectio|v.l.]] [[ὑπῆλθε]]).<br><span class="bld">2</span> [[come into one's mind]], Luc.''Merc.Cond.''11.<br><span class="bld">3</span> [[enter instead]], [[be substituted]], <b class="b3">τῶν συμφώνων τούτων, ἃ ὑπεισέρχεται εἰς τὸν τόπον τούτου</b> the consonants which [[are substituted]] for it, Dosith. p.385 K.<br><span class="bld">4</span> [[enter]] a body [[in one's turn]], εἰς τοὺς ἐμοὺς ἀνθρώπους ''PGiss.''40i6 (iii A. D.); [[succeed to]] office, βουλευτικὸν φρόντισμα ''PSI''6.684.4 (iv/v A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[slip into]], [[assume]], πρᾶον σχῆμ' ὑπεισελθών Men.689.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1185.png Seite 1185]] (s. [[ἔρχομαι]]), darunter od. heimlich hineinkommen, beschleichen; [[εἶτα]] λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ [[γῆρας]] Plat. Ax. 367 b; – bes. von Gemüthsstimmungen, ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], Furcht, Mitleid beschleicht mich, Luc. de merc. cond. 11. 16; vgl. Schäf. Greg. Cor. p. 375 u. Jacobs Ach. Tat. p. 995.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1185.png Seite 1185]] (s. [[ἔρχομαι]]), darunter od. heimlich hineinkommen, beschleichen; [[εἶτα]] λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ [[γῆρας]] Plat. Ax. 367 b; – bes. von Gemüthsstimmungen, ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], Furcht, Mitleid beschleicht mich, Luc. de merc. cond. 11. 16; vgl. Schäf. Greg. Cor. p. 375 u. Jacobs Ach. Tat. p. 995.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ὑπεισῆλθον;<br />se glisser furtivement <i>ou</i> peu à peu dans.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[εἰσέρχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεισέρχομαι:''' [[тихо прокрадываться]] (λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ [[γῆρας]] Plat.): ὑπεισέρχεται Luc. приходит на ум; πρᾶον σχῆμ᾽ ὑπεισελθεῖν Men. надеть на себя личину кротости.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεισέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] κρυφίως, [[πλησιάζω]] ἀνεπαισθήτως, [[γῆρας]] ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, [[ἀναλαμβάνω]], πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67.
|lstext='''ὑπεισέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] κρυφίως, [[πλησιάζω]] ἀνεπαισθήτως, [[γῆρας]] ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, [[ἀναλαμβάνω]], πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ὑπεισῆλθον;<br />se glisser furtivement <i>ou</i> peu à peu dans.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[εἰσέρχομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπεισέρχομαι]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] [[κρυφά]], [[εισδύω]] επιτήδεια, [[μπαίνω]] [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]], [[εισχωρώ]] [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> [[υποκαθιστώ]], [[αναπληρώνω]] κάποιον, [[οικειοποιούμαι]] τη [[θέση]] ή τα δικαιώματά του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παρεμβαίνω]], παρεμβάλλομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαδέχομαι]]<br /><b>2.</b> [[επηρεάζω]], [[πείθω]] («[[εἴτε]] διὰ χρημάτων [[εἴτε]] διὰ τῆς ἀθέου αὐτῶν θρησκείας, κακῶσαι τοὺς χριστιανούς», Μάρκ. Δ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκέψη]]) [[έρχομαι]] στον νου κάποιου<br /><b>2.</b> [[αναλαμβάνω]] («πρᾱον σχῆμ' ὑπεισελθών», Μέν.).
|mltxt=[[ὑπεισέρχομαι]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] [[κρυφά]], [[εισδύω]] επιτήδεια, [[μπαίνω]] [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]], [[εισχωρώ]] [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> [[υποκαθιστώ]], [[αναπληρώνω]] κάποιον, [[οικειοποιούμαι]] τη [[θέση]] ή τα δικαιώματά του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παρεμβαίνω]], παρεμβάλλομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαδέχομαι]]<br /><b>2.</b> [[επηρεάζω]], [[πείθω]] («[[εἴτε]] διὰ χρημάτων [[εἴτε]] διὰ τῆς ἀθέου αὐτῶν θρησκείας, κακῶσαι τοὺς χριστιανούς», Μάρκ. Δ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκέψη]]) [[έρχομαι]] στον νου κάποιου<br /><b>2.</b> [[αναλαμβάνω]] («πρᾱον σχῆμ' ὑπεισελθών», Μέν.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεισέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εισῆλθον</i>, αποθ. [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[έρχομαι]], [[μπαίνω]] στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 -εισῆλθον<br />Dep. to [[enter]] [[secretly]], to [[come]] [[into]] one's [[mind]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεισέρχομαι Medium diacritics: ὑπεισέρχομαι Low diacritics: υπεισέρχομαι Capitals: ΥΠΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: hypeisérchomai Transliteration B: hypeiserchomai Transliteration C: ypeiserchomai Beta Code: u(peise/rxomai

English (LSJ)

A enter upon secretly, λαθὸν ὑπεισῆλθεν τὸ γῆρας, v.l. for ὑπῆλθεν, came on me unawares, Pl.Ax.367b; πάντως ἂν οἶκτος αὐτὸν ὑπεισῆλθε pity would have stolen over him, Lib.Decl.6.38 (v.l. ὑπῆλθε).
2 come into one's mind, Luc.Merc.Cond.11.
3 enter instead, be substituted, τῶν συμφώνων τούτων, ἃ ὑπεισέρχεται εἰς τὸν τόπον τούτου the consonants which are substituted for it, Dosith. p.385 K.
4 enter a body in one's turn, εἰς τοὺς ἐμοὺς ἀνθρώπους PGiss.40i6 (iii A. D.); succeed to office, βουλευτικὸν φρόντισμα PSI6.684.4 (iv/v A. D.).
II slip into, assume, πρᾶον σχῆμ' ὑπεισελθών Men.689.

German (Pape)

[Seite 1185] (s. ἔρχομαι), darunter od. heimlich hineinkommen, beschleichen; εἶτα λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ γῆρας Plat. Ax. 367 b; – bes. von Gemüthsstimmungen, ὑπεισέρχεταί με δέος, ἔλεος, Furcht, Mitleid beschleicht mich, Luc. de merc. cond. 11. 16; vgl. Schäf. Greg. Cor. p. 375 u. Jacobs Ach. Tat. p. 995.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ὑπεισῆλθον;
se glisser furtivement ou peu à peu dans.
Étymologie: ὑπό, εἰσέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεισέρχομαι: тихо прокрадываться (λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ γῆρας Plat.): ὑπεισέρχεται Luc. приходит на ум; πρᾶον σχῆμ᾽ ὑπεισελθεῖν Men. надеть на себя личину кротости.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεισέρχομαι: ἀποθ., ἐπέρχομαι κρυφίως, πλησιάζω ἀνεπαισθήτως, γῆρας ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με δέος, ἔλεος, μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, ἀναλαμβάνω, πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67.

Greek Monolingual

ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ
1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος
2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του
νεοελλ.
μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι
μσν.-αρχ.
1. διαδέχομαι
2. επηρεάζω, πείθωεἴτε διὰ χρημάτων εἴτε διὰ τῆς ἀθέου αὐτῶν θρησκείας, κακῶσαι τοὺς χριστιανούς», Μάρκ. Δ.)
αρχ.
1. (για σκέψη) έρχομαι στον νου κάποιου
2. αναλαμβάνω («πρᾱον σχῆμ' ὑπεισελθών», Μέν.).

Greek Monotonic

ὑπεισέρχομαι: αόρ. βʹ -εισῆλθον, αποθ. μπαίνω κρυφά, έρχομαι, μπαίνω στο μυαλό κάποιου, σε Λουκ.

Middle Liddell

aor2 -εισῆλθον
Dep. to enter secretly, to come into one's mind, Luc.