κιρσός: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kirsos
|Transliteration C=kirsos
|Beta Code=kirso/s
|Beta Code=kirso/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">enlargement of a vein, varicocele</b>, = [[ἰξία]] 111, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>6.21</span> (pl.): of <b class="b2">varicose veins</b>, <span class="bibl">Apollon.<span class="title">Mir.</span>42</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>35</span>, Gal.7.730: —also κριξός, <span class="bibl">Poll.4.196</span>; κρισσός, <span class="title">Hippiatr.</span>14, 77, Hsch.; cf. κισσός <span class="bibl">11</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[enlargement of a vein]], [[varicocele]], = [[ἰξία]] 111, Hp.Aph.6.21 (pl.): of [[varicose veins]], Apollon.Mir.42, Philostr.Gym.35, Gal.7.730: —also [[κριξός]], Poll.4.196; [[κρισσός]], Hippiatr.14, 77, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[κισσός]] ''ΙΙ''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1442.png Seite 1442]] ὁ, Erweiterung eines Blutgefäßes, Aderbruch, bes. an den Hüften, Schenkeln u. übh. am Unterleibe, att. auch [[κρισσός]], dor. [[κριξός]], Medic.; vgl. Poll. 4, 196.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1442.png Seite 1442]] ὁ, Erweiterung eines Blutgefäßes, Aderbruch, bes. an den Hüften, Schenkeln u. übh. am Unterleibe, att. auch [[κρισσός]], dor. [[κριξός]], Medic.; vgl. Poll. 4, 196.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κιρσός''': , ἀνευρυσμὸς ἢ [[οἴδημα]] φλεβός, [[διάρρηξις]], λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ [[ἰξία]] ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[κρισσός]], [[κριξός]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.
|elnltext=κιρσός -οῦ, geneesk. spatader.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κιρσός]]) μόνιμη παθολογική [[διεύρυνση]] μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα [[κάτω]] [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με [[κίρκος]], [[κρίκος]], λόγω του σχήματος τών κιρσών, [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kir</i>-<i>k</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» και ο [[αρχικός]] τ. θα ήταν <i>κιρκ</i>-<i>y</i>-<i>ός</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, συνδέεται με [[κιρρός]] «[[κιτρινωπός]]», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίρσιον]], [[κιρσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κιρσοειδής]], [[κιρσοκήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσοτομώ]], [[κιρσουλκός]].
|mltxt=ο (Α [[κιρσός]]) μόνιμη παθολογική [[διεύρυνση]] μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα [[κάτω]] [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με [[κίρκος]], [[κρίκος]], λόγω του σχήματος τών κιρσών, [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kir</i>-<i>k</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» και ο [[αρχικός]] τ. θα ήταν <i>κιρκ</i>-<i>y</i>-<i>ός</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, συνδέεται με [[κιρρός]] «[[κιτρινωπός]]», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίρσιον]], [[κιρσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κιρσοειδής]], [[κιρσοκήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσοτομώ]], [[κιρσουλκός]].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κιρσός -οῦ, ὁ geneesk. spatader.
|lstext='''κιρσός''': ὁ, ἀνευρυσμὸς ἢ [[οἴδημα]] φλεβός, [[διάρρηξις]], λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ [[ἰξία]] ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[κρισσός]], [[κριξός]], Πολυδ. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[enlargement of a vein]], [[varicocele]] (Hp., Philostr.),<br />Other forms: also [[κρισσός]] (Hippiatr., H.), [[κριξός]] (Poll.); on the interchange σ(σ): ξ Schwyzer 318 and 516.<br />Compounds: As 1. member a. o. in [[κιρσοκήλη]] = [[varicocele]], [[κιρσοτομέω]] with [[κιρσοτομία]] = [[operate to remove varicocele]];<br />Derivatives: [[κιρσώδης]] = [[varicose]], [[κιρσόομαι]], [[κιρσόω]] = [[cause to become varicose]], [[become varicose]] with [[κίρσωσις]] (med.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Unknown. After Walde in WP. 2, 569 (Pok. 935) to [[κίρκος]], [[κρίκος]] [[ring]] as "vortretende Aderringe"; so from <b class="b3">*κιρκι̯ός</b>, <b class="b3">*κρικι̯ός</b>? The variation shows that the word is Pre-Greek.
}}
{{FriskDe
|ftr='''κιρσός''': {kirsós}<br />'''Forms''': auch [[κρισσός]] (Hippiatr., H.), [[κριξός]] (Poll.); zum Wechsel σ(σ): ξ Schwyzer 318 und 516.<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Krampfader]] (Hp., Philostr. u. a.),<br />'''Composita''': Als Vorderglied u. a. in [[κιρσοκήλη]] [[Aderbruch]], [[κιρσοτομέω]] mit -ία [[Aderbruch operieren]];<br />'''Derivative''': Ableitungen [[κιρσώδης]] [[krampfaderig]], κιρσόομαι, -όω [[Krampfadern erhalten]], [[verursachen]] mit [[κίρσωσις]] (Med.).<br />'''Etymology''': Herkunft unklar. Nach Walde in WP. 2, 569 (Pok. 935) zu [[κίρκος]], [[κρίκος]] [[Ring]] als "vortretende Aderringe"; somit aus *κιρκι̯ός, *κρικι̯ός?<br />'''Page''' 1,858
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσός Medium diacritics: κιρσός Low diacritics: κιρσός Capitals: ΚΙΡΣΟΣ
Transliteration A: kirsós Transliteration B: kirsos Transliteration C: kirsos Beta Code: kirso/s

English (LSJ)

ὁ, enlargement of a vein, varicocele, = ἰξία 111, Hp.Aph.6.21 (pl.): of varicose veins, Apollon.Mir.42, Philostr.Gym.35, Gal.7.730: —also κριξός, Poll.4.196; κρισσός, Hippiatr.14, 77, Hsch.; cf. κισσός ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, Erweiterung eines Blutgefäßes, Aderbruch, bes. an den Hüften, Schenkeln u. übh. am Unterleibe, att. auch κρισσός, dor. κριξός, Medic.; vgl. Poll. 4, 196.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιρσός -οῦ, ὁ geneesk. spatader.

Greek Monolingual

ο (Α κιρσός) μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα κάτω άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κίρκος, κρίκος, λόγω του σχήματος τών κιρσών, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kir-k- «στρέφω, κάμπτω» και ο αρχικός τ. θα ήταν κιρκ-y-ός. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, συνδέεται με κιρρός «κιτρινωπός», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.
ΠΑΡ. κίρσιον, κιρσώδης
αρχ.
κιρσώ.
ΣΥΝΘ. κιρσοειδής, κιρσοκήλη
αρχ.
κιρσοτομώ, κιρσουλκός.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσός: ὁ, ἀνευρυσμὸς ἢ οἴδημα φλεβός, διάρρηξις, λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ ἰξία ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· ὡσαύτως κρισσός, κριξός, Πολυδ. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: enlargement of a vein, varicocele (Hp., Philostr.),
Other forms: also κρισσός (Hippiatr., H.), κριξός (Poll.); on the interchange σ(σ): ξ Schwyzer 318 and 516.
Compounds: As 1. member a. o. in κιρσοκήλη = varicocele, κιρσοτομέω with κιρσοτομία = operate to remove varicocele;
Derivatives: κιρσώδης = varicose, κιρσόομαι, κιρσόω = cause to become varicose, become varicose with κίρσωσις (med.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. After Walde in WP. 2, 569 (Pok. 935) to κίρκος, κρίκος ring as "vortretende Aderringe"; so from *κιρκι̯ός, *κρικι̯ός? The variation shows that the word is Pre-Greek.

Frisk Etymology German

κιρσός: {kirsós}
Forms: auch κρισσός (Hippiatr., H.), κριξός (Poll.); zum Wechsel σ(σ): ξ Schwyzer 318 und 516.
Grammar: m.
Meaning: Krampfader (Hp., Philostr. u. a.),
Composita: Als Vorderglied u. a. in κιρσοκήλη Aderbruch, κιρσοτομέω mit -ία Aderbruch operieren;
Derivative: Ableitungen κιρσώδης krampfaderig, κιρσόομαι, -όω Krampfadern erhalten, verursachen mit κίρσωσις (Med.).
Etymology: Herkunft unklar. Nach Walde in WP. 2, 569 (Pok. 935) zu κίρκος, κρίκος Ring als "vortretende Aderringe"; somit aus *κιρκι̯ός, *κρικι̯ός?
Page 1,858