πρώϊμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proimos
|Transliteration C=proimos
|Beta Code=prw/i+mos
|Beta Code=prw/i+mos
|Definition=ον, Ion. πρόϊμος cj. in <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>482</span> (<span class="title">Hermes</span> 24.453):— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[early]], of fruits, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>17.4</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>924b5</span>, <span class="title">OGI</span>56.68 (Canopus, iii B.C.); of winter, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>1.172; <b class="b3">ὥρη</b> Call.l.c.; also, [[born early]], ἄρνες <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>771.10</span> (iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., [[precocious]], π. πονηρία Metrod.<span class="title">Fr.</span>56. Adv. Comp. -ώτερον <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>27.25</span> (ii B.C.).</span>
|Definition=πρώϊμον, Ion. [[πρόϊμος]] cj. in Call.''Fr.''482 (''Hermes'' 24.453):—<br><span class="bld">A</span> [[early]], of [[fruit]]s, X.''Oec.''17.4, Arist.''Pr.''924b5, ''OGI''56.68 (Canopus, iii B.C.); of winter, ''Cat.Cod.Astr.''1.172; [[ὥρη]] Call.l.c.; also, [[born]] [[early]], ἄρνες ''PCair.Zen.''771.10 (iii B.C.).<br><span class="bld">2</span> metaph., [[precocious]], πρώϊμος [[πονηρία]] Metrod.''Fr.''56. Adv. Comp. [[πρωϊμώτερον]] ''PTeb.''27.25 (ii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0803.png Seite 803]] = Folgdm; Xen. oec. 17, 4; N. T. u. a. Sp., wie Geopon.; im Ggstz von [[ὄψιμος]]. – S. auch [[πρῷμος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0803.png Seite 803]] = Folgdm; Xen. oec. 17, 4; [[NT|N.T.]] u. a. Sp., wie Geopon.; im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ὄψιμος]]. – S. auch [[πρῷμος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vient de bonne heure, précoce.<br />'''Étymologie:''' [[πρωΐ]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui vient de bonne heure]], [[précoce]].<br />'''Étymologie:''' [[πρωΐ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρώϊμος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πρφμος, -ον και ιων. τ. [[πρόϊμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[άνθη]] και [[οπωροκηπευτικά]]) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει [[νωρίς]], [[πριν]] από την κανονική ή συνήθη [[εποχή]] (α. «πρώιμα αχλάδια» β. «ὁ [[πρώιμος]] [[κράτιστος]] ἤ ὁ [[μέσος]] ἤ ὁ ὀψιμώτατος [[[σπόρος]]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που γεννιέται [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)<br /><b>3.</b> (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει [[πριν]] από την ώρα του (α. «πρώιμο [[κρύο]]» β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται [[πριν]] από την ώρα του, [[άκαιρος]], [[πρόωρος]] (α. «πρώιμη [[ενέργεια]]» β. «[[πρώιμος]] [[πονηρία]]», Μητροδ. Λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δέντρα και φυτά)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη [[αμυγδαλιά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[πριν]] από την ώρα του («πρώιμο [[αμπέλι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώιμη [[ποικιλία]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> καλλιεργούμενη [[ποικιλία]] φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο [[στάδιο]] ανάπτυξης σε συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από άλλες<br />β) «πρώιμο ζώο» — ζώο του οποίου το [[νεογνό]] [[είναι]] σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική [[φροντίδα]] και το οποίο [[είναι]] ικανό να κινείται και, [[συχνά]], να τρέφεται και να ελέγχει τη [[θερμοκρασία]] του ανεξάρτητα από τους γονείς του<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που γίνεται [[πριν]] από την 28η [[εβδομάδα]] της εγκυμοσύνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωίμως</i> / <i>πρωΐμως</i> ΝΜΑ, και πρώιμα Ν<br />[[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, [[νωρίς]], πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρωΐ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όψ</i>-<i>ιμος</i>). Η γρφ. [[πρόϊμος]] [[είναι]] σπάνια και αμφίβολη].
|mltxt=-η, -ο / [[πρώϊμος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πρφμος, -ον και ιων. τ. [[πρόϊμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[άνθη]] και [[οπωροκηπευτικά]]) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει [[νωρίς]], [[πριν]] από την κανονική ή συνήθη [[εποχή]] (α. «πρώιμα αχλάδια» β. «ὁ [[πρώιμος]] [[κράτιστος]] ἤ ὁ [[μέσος]] ἤ ὁ ὀψιμώτατος ([[σπόρος]])», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που γεννιέται [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)<br /><b>3.</b> (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει [[πριν]] από την ώρα του (α. «πρώιμο [[κρύο]]» β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται [[πριν]] από την ώρα του, [[άκαιρος]], [[πρόωρος]] (α. «πρώιμη [[ενέργεια]]» β. «[[πρώιμος]] [[πονηρία]]», Μητροδ. Λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δέντρα και φυτά)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη [[αμυγδαλιά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[πριν]] από την ώρα του («πρώιμο [[αμπέλι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώιμη [[ποικιλία]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> καλλιεργούμενη [[ποικιλία]] φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο [[στάδιο]] ανάπτυξης σε συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από άλλες<br />β) «πρώιμο ζώο» — ζώο του οποίου το [[νεογνό]] [[είναι]] σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική [[φροντίδα]] και το οποίο [[είναι]] ικανό να κινείται και, [[συχνά]], να τρέφεται και να ελέγχει τη [[θερμοκρασία]] του ανεξάρτητα από τους γονείς του<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που γίνεται [[πριν]] από την 28η [[εβδομάδα]] της εγκυμοσύνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωίμως</i> / <i>πρωΐμως</i> ΝΜΑ, και πρώιμα Ν<br />[[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, [[νωρίς]], πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρωΐ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[όψιμος]]). Η γρφ. [[πρόϊμος]] [[είναι]] σπάνια και αμφίβολη].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:30, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώϊμος Medium diacritics: πρώϊμος Low diacritics: πρώϊμος Capitals: ΠΡΩΪΜΟΣ
Transliteration A: prṓïmos Transliteration B: prōimos Transliteration C: proimos Beta Code: prw/i+mos

English (LSJ)

πρώϊμον, Ion. πρόϊμος cj. in Call.Fr.482 (Hermes 24.453):—
A early, of fruits, X.Oec.17.4, Arist.Pr.924b5, OGI56.68 (Canopus, iii B.C.); of winter, Cat.Cod.Astr.1.172; ὥρη Call.l.c.; also, born early, ἄρνες PCair.Zen.771.10 (iii B.C.).
2 metaph., precocious, πρώϊμος πονηρία Metrod.Fr.56. Adv. Comp. πρωϊμώτερον PTeb.27.25 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 803] = Folgdm; Xen. oec. 17, 4; N.T. u. a. Sp., wie Geopon.; im Gegensatz von ὄψιμος. – S. auch πρῷμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient de bonne heure, précoce.
Étymologie: πρωΐ.

English (Strong)

from πρωΐ; dawning, i.e. (by analogy) autumnal (showering, the first of the rainy season): early.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρώϊμος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πρφμος, -ον και ιων. τ. πρόϊμος, -ον, Α
1. (κυρίως για άνθη και οπωροκηπευτικά) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει νωρίς, πριν από την κανονική ή συνήθη εποχή (α. «πρώιμα αχλάδια» β. «ὁ πρώιμος κράτιστος ἤ ὁ μέσος ἤ ὁ ὀψιμώτατος (σπόρος)», Ξεν.)
2. (για ζώα) αυτός που γεννιέται πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)
3. (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει πριν από την ώρα του (α. «πρώιμο κρύο» β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)
4. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται πριν από την ώρα του, άκαιρος, πρόωρος (α. «πρώιμη ενέργεια» β. «πρώιμος πονηρία», Μητροδ. Λ.)
νεοελλ.
(για δέντρα και φυτά)
1. αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη αμυγδαλιά»)
2. αυτός που παράγει πριν από την ώρα του («πρώιμο αμπέλι»)
3. φρ. α) «πρώιμη ποικιλία»
(γεωπ.) καλλιεργούμενη ποικιλία φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης σε συντομότερο χρονικό διάστημα από άλλες
β) «πρώιμο ζώο» — ζώο του οποίου το νεογνό είναι σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική φροντίδα και το οποίο είναι ικανό να κινείται και, συχνά, να τρέφεται και να ελέγχει τη θερμοκρασία του ανεξάρτητα από τους γονείς του
γ) «πρώιμος τοκετός»
ιατρ. τοκετός που γίνεται πριν από την 28η εβδομάδα της εγκυμοσύνης.
επίρρ...
πρωίμως / πρωΐμως ΝΜΑ, και πρώιμα Ν
πριν από τον καθορισμένο χρόνο, νωρίς, πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + κατάλ. -ιμος (πρβλ. όψιμος). Η γρφ. πρόϊμος είναι σπάνια και αμφίβολη].

Greek Monotonic

πρώϊμος: [ῐ], -ον, πρώιμος, λέγεται για καρπούς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πρώϊμος: (ῐ), стяж. πρῷμος 2 ранний (σπόρος Xen.; σίκυος Arst.; ὑετός NT).

Chinese

原文音譯:prè?moj 普羅衣摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:以前
字義溯源:早的,早;源自(πρωΐ)=破曉),而 (πρωΐ)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 早(1) 雅5:7