ῥιζόω: Difference between revisions
ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rizoo | |Transliteration C=rizoo | ||
|Beta Code=r(izo/w | |Beta Code=r(izo/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[cause to strike root]]: metaph., [[plant]], [[fix firmly]], ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν θῆκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν Od.13.163; [νήσους] κατὰ βυσσὸν πρυμνόθεν ([[si vera lectio|s. v.l.]]) Call.''Del.''35:—Pass., of trees and plants, [[take root]], [[strike root]], X.''Oec.''19.9, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.2.1:—Med., <b class="b3">ἄριστον ῥιζώσασθαι</b>, of the fig, Id.''HP''2.5.6; so <b class="b3">αἱ πίνναι ἐρρίζωνται</b>, opp. [[ἀρρίζωτοι]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''548a5; ῥ. ἐπί τινος ''AP''6.66 (Paul.Sil.); <b class="b3">ὀδὸς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένος</b> [[made fast]] or [[solid]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1591; of a bridge, αἰώνιος ἐρρίζωται ''Epigr.Gr.''1078.7 (Adana).<br><span class="bld">2</span> metaph., ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα [[Herodotus|Hdt.]]1.64:—Pass., <b class="b3">τυραννὶς ἐρριζωμένη</b> ib.60, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''839a; <b class="b3">ἐξ ἀμαθίας πάντα κακὰ ἐρρ</b>. [[have their root]] in... Id.''Ep.''336b, cf. S E. ''Med.''1.271; <b class="b3">ἐν ἀγάπῃ ἐρρ</b>. ''Ep.Eph.''3.18.<br><span class="bld">II</span> Pass. also of land, to [[be planted with trees]], ἀλωὴ ἐρρίζωται Od.7.122. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0843.png Seite 843]] 1) einwurzeln, Wurzel schlagen lassen, einpflanzen; ἀλωὴ ἐῤῥίζωται, Od. 7, 122; auch ὅς μιν (νῆα) λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐῤῥίζωσεν ἔνερθεν, 13, 163. – 2) übertr., begründen, befestigen; ὀδὸν χαλκοῖς βάθροισι [[γῆθεν]] ἐῤῥιζωμένον, Soph. O. C. 1591; τὴν τυραννίδα, Her. 1, 64; τυραννὶς ἐῤῥιζωμένη, eingewurzelte Tyrannei, 1, 60; πάντα κακὰ ἐῤῥίζωται, Plat. ep. VII, 336 c; ῥιζωθέν, Legg. VIII, 839 a; Folgde; [[σῆμα]] δ' ἐφημερίοισιν ἀριφραδὲς ἐῤῥίζωται, Opp. Cyn. 3, 381. – Bei Theophr. auch intr., Wurzel fassen, wurzeln; und so auch im med., vgl. Jae. Ach. Tat. p. 531. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0843.png Seite 843]] 1) einwurzeln, Wurzel schlagen lassen, einpflanzen; ἀλωὴ ἐῤῥίζωται, Od. 7, 122; auch ὅς μιν (νῆα) λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐῤῥίζωσεν ἔνερθεν, 13, 163. – 2) übertr., begründen, befestigen; ὀδὸν χαλκοῖς βάθροισι [[γῆθεν]] ἐῤῥιζωμένον, Soph. O. C. 1591; τὴν τυραννίδα, Her. 1, 64; τυραννὶς ἐῤῥιζωμένη, eingewurzelte Tyrannei, 1, 60; πάντα κακὰ ἐῤῥίζωται, Plat. ep. VII, 336 c; ῥιζωθέν, Legg. VIII, 839 a; Folgde; [[σῆμα]] δ' ἐφημερίοισιν ἀριφραδὲς ἐῤῥίζωται, Opp. Cyn. 3, 381. – Bei Theophr. auch intr., Wurzel fassen, wurzeln; und so auch im med., vgl. Jae. Ach. Tat. p. 531. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ῥιζῶ]] :<br /><i>ao.</i> ἐρρίζωσα ; <i>pf. Pass.</i> ἐρρίζωμαι;<br /><b>1</b> [[faire prendre racine]], [[enraciner]] ; <i>Pass.</i> prendre racine, s'enraciner ; <i>fig.</i> faire prendre racine, enraciner (la tyrannie, <i>etc.</i>) acc. ; <i>Pass.</i> s'enraciner ; fixer solidement ; acc.;<br /><b>2</b> couvrir de plantations, être planté d'arbres.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίζα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥιζόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[насаждать]] ([[ἔνθα]] ἀλωὴ ἐρρίζωται Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[прикреплять]] ([[νῆα]] [[ἔνερθεν]] Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[укреплять]] (τὴν τυραννίδα Her.; ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένος NT): ἐρριζωμένος Her. и ῥιζοθείς Plat. пустивший корни, укоренившийся; [[γῆθεν]] ἐρριζωμένος Soph. укрепленный в земле. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιζόω''': ([[ῥίζα]]) ῥιζώνω, [[κάμνω]] νὰ ῥιζοβολήσῃ· μεταφορ., στερεώνω, ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν, «ἀκίνητον ἐποίησεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ν. 163· νήσους κατὰ [[βένθος]] [[πρέμνοθεν]] ἐρρίζωσε Καλλ. εἰς Δῆλ. 35. - Παθ., ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν, ῥιζοβολῶ, «πιάνω ῤίζαν», Ξεν. Οἰκ. 19, 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀρίστη ῥιζώσασθαι ἡ συκῆ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 5, 6· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ἔτι, Schneid. ἐν τῷ π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 1· [[οὕτως]], αἱ πῖνναι ἐρρίζωνται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀρρίζωτοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 20· ῥ. ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 66· ὁδὸς βάθροισι [[γῆθεν]] ἐρριζωμένος, ἐστερεωμένος, [[στερεός]], Σοφ. Ο. Κ. 1591· ἐπὶ γεφύρας, [[αἰώνιος]] ἐρρίζωται Συλλ. Ἐπιγρ. 4440. 2) μεταφορ., ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 64, ἴδε κατωτ. - Παθ., τυραννὶς ἐρριζωμένη [[αὐτόθι]] 66, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 336Β· ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 18. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι πεφυτευμένος μὲ δένδρα, φυτά, ἀλωὴ ἐρρίζωται, «πεφύτευται» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 122. | |lstext='''ῥιζόω''': ([[ῥίζα]]) ῥιζώνω, [[κάμνω]] νὰ ῥιζοβολήσῃ· μεταφορ., στερεώνω, ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν, «ἀκίνητον ἐποίησεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ν. 163· νήσους κατὰ [[βένθος]] [[πρέμνοθεν]] ἐρρίζωσε Καλλ. εἰς Δῆλ. 35. - Παθ., ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν, ῥιζοβολῶ, «πιάνω ῤίζαν», Ξεν. Οἰκ. 19, 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀρίστη ῥιζώσασθαι ἡ συκῆ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 5, 6· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ἔτι, Schneid. ἐν τῷ π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 1· [[οὕτως]], αἱ πῖνναι ἐρρίζωνται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀρρίζωτοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 20· ῥ. ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 66· ὁδὸς βάθροισι [[γῆθεν]] ἐρριζωμένος, ἐστερεωμένος, [[στερεός]], Σοφ. Ο. Κ. 1591· ἐπὶ γεφύρας, [[αἰώνιος]] ἐρρίζωται Συλλ. Ἐπιγρ. 4440. 2) μεταφορ., ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 64, ἴδε κατωτ. - Παθ., τυραννὶς ἐρριζωμένη [[αὐτόθι]] 66, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 336Β· ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 18. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι πεφυτευμένος μὲ δένδρα, φυτά, ἀλωὴ ἐρρίζωται, «πεφύτευται» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 122. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥιζόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. | |lsmtext='''ῥιζόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίζωσα</i> — Παθ., παρακ. [[ἐρρίζωμαι]] ([[ῥίζα]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να ριζώσει· μεταφ., [[ριζώνω]], [[ιδρύω]], [[εγκαθιστώ]], [[στερεώνω]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐρρίζωσε τὴν [[τυραννίδα]]</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., [[πιάνω]] [[ρίζα]], [[ριζώνω]], λέγεται για δέντρα και φυτά, σε Ξεν.· μεταφ., [[αποκτώ]] ρίζες, στερεώνομαι, σε Σοφ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., επίσης, λέγεται για το [[έδαφος]], είμαι φυτεμένος με δέντρα, με φυτά, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 06:50, 30 October 2024
English (LSJ)
A cause to strike root: metaph., plant, fix firmly, ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν θῆκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν Od.13.163; [νήσους] κατὰ βυσσὸν πρυμνόθεν (s. v.l.) Call.Del.35:—Pass., of trees and plants, take root, strike root, X.Oec.19.9, Thphr. CP 1.2.1:—Med., ἄριστον ῥιζώσασθαι, of the fig, Id.HP2.5.6; so αἱ πίνναι ἐρρίζωνται, opp. ἀρρίζωτοι, Arist.HA548a5; ῥ. ἐπί τινος AP6.66 (Paul.Sil.); ὀδὸς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένος made fast or solid, S.OC1591; of a bridge, αἰώνιος ἐρρίζωται Epigr.Gr.1078.7 (Adana).
2 metaph., ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Hdt.1.64:—Pass., τυραννὶς ἐρριζωμένη ib.60, cf. Pl.Lg.839a; ἐξ ἀμαθίας πάντα κακὰ ἐρρ. have their root in... Id.Ep.336b, cf. S E. Med.1.271; ἐν ἀγάπῃ ἐρρ. Ep.Eph.3.18.
II Pass. also of land, to be planted with trees, ἀλωὴ ἐρρίζωται Od.7.122.
German (Pape)
[Seite 843] 1) einwurzeln, Wurzel schlagen lassen, einpflanzen; ἀλωὴ ἐῤῥίζωται, Od. 7, 122; auch ὅς μιν (νῆα) λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐῤῥίζωσεν ἔνερθεν, 13, 163. – 2) übertr., begründen, befestigen; ὀδὸν χαλκοῖς βάθροισι γῆθεν ἐῤῥιζωμένον, Soph. O. C. 1591; τὴν τυραννίδα, Her. 1, 64; τυραννὶς ἐῤῥιζωμένη, eingewurzelte Tyrannei, 1, 60; πάντα κακὰ ἐῤῥίζωται, Plat. ep. VII, 336 c; ῥιζωθέν, Legg. VIII, 839 a; Folgde; σῆμα δ' ἐφημερίοισιν ἀριφραδὲς ἐῤῥίζωται, Opp. Cyn. 3, 381. – Bei Theophr. auch intr., Wurzel fassen, wurzeln; und so auch im med., vgl. Jae. Ach. Tat. p. 531.
French (Bailly abrégé)
ῥιζῶ :
ao. ἐρρίζωσα ; pf. Pass. ἐρρίζωμαι;
1 faire prendre racine, enraciner ; Pass. prendre racine, s'enraciner ; fig. faire prendre racine, enraciner (la tyrannie, etc.) acc. ; Pass. s'enraciner ; fixer solidement ; acc.;
2 couvrir de plantations, être planté d'arbres.
Étymologie: ῥίζα.
Russian (Dvoretsky)
ῥιζόω:
1 насаждать (ἔνθα ἀλωὴ ἐρρίζωται Hom.);
2 прикреплять (νῆα ἔνερθεν Hom.);
3 укреплять (τὴν τυραννίδα Her.; ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένος NT): ἐρριζωμένος Her. и ῥιζοθείς Plat. пустивший корни, укоренившийся; γῆθεν ἐρριζωμένος Soph. укрепленный в земле.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζόω: (ῥίζα) ῥιζώνω, κάμνω νὰ ῥιζοβολήσῃ· μεταφορ., στερεώνω, ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν, «ἀκίνητον ἐποίησεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ν. 163· νήσους κατὰ βένθος πρέμνοθεν ἐρρίζωσε Καλλ. εἰς Δῆλ. 35. - Παθ., ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν, ῥιζοβολῶ, «πιάνω ῤίζαν», Ξεν. Οἰκ. 19, 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 1· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀρίστη ῥιζώσασθαι ἡ συκῆ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 5, 6· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ἔτι, Schneid. ἐν τῷ π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 1· οὕτως, αἱ πῖνναι ἐρρίζωνται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀρρίζωτοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 20· ῥ. ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 66· ὁδὸς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένος, ἐστερεωμένος, στερεός, Σοφ. Ο. Κ. 1591· ἐπὶ γεφύρας, αἰώνιος ἐρρίζωται Συλλ. Ἐπιγρ. 4440. 2) μεταφορ., ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 64, ἴδε κατωτ. - Παθ., τυραννὶς ἐρριζωμένη αὐτόθι 66, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 336Β· ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 18. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι πεφυτευμένος μὲ δένδρα, φυτά, ἀλωὴ ἐρρίζωται, «πεφύτευται» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 122.
English (Autenrieth)
aor. ἐρρίζωσε, pass. perf. ἐρρίζωται: cause to take root, plant, plant out, pass., Od. 7.122; fig., ‘fix firmly,’ Od. 13.163. (Od.)
English (Strong)
from ῥίζα; to root (figuratively, become stable): root.
Greek Monotonic
ῥιζόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐρρίζωσα — Παθ., παρακ. ἐρρίζωμαι (ῥίζα)·
I. κάνω κάτι να ριζώσει· μεταφ., ριζώνω, ιδρύω, εγκαθιστώ, στερεώνω, σε Ομήρ. Οδ.· ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα, σε Ηρόδ. — Παθ., πιάνω ρίζα, ριζώνω, λέγεται για δέντρα και φυτά, σε Ξεν.· μεταφ., αποκτώ ρίζες, στερεώνομαι, σε Σοφ., Κ.Δ.
II. Παθ., επίσης, λέγεται για το έδαφος, είμαι φυτεμένος με δέντρα, με φυτά, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ῥιζόω, ῥίζα
I. to make to strike root: metaph. to root in the ground, plant, Od.; ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Hdt.: —Pass. to take root, strike root, Xen.: metaph. to be rooted, firmly fixed, Soph., NTest.
II. Pass. also of land, to be planted with trees, Od.
Chinese
原文音譯:?izÒw 里索哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:根
字義溯源:生根,根深蒂固,基礎鞏固;源自(ῥίζα)*=根)
出現次數:總共(2);弗(1);西(1)
譯字彙編:
1) 叫你們⋯生根(1) 弗3:17;
2) 生根(1) 西2:7