ὑπερῷον: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoon | |Transliteration C=yperoon | ||
|Beta Code=u(perw=|on | |Beta Code=u(perw=|on | ||
|Definition=Ep. and Ion. | |Definition=Ep. and Ion. [[ὑπερώϊον]], τό,<br><span class="bld">A</span> the [[upper part of the house]], where the women resided, παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il.2.514; εἰς ὑπερῷ' ἀναβάς 16.184, cf. Od.1.362; <b class="b3">ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν.. Πηνελόπεια</b> from her [[chamber]] she heard it, ib.328; approached by a [[κλῖμαξ]], ib.330: so in later Gr., [[upper chamber]] or [[upper story]], Act.Ap.1.13, ''Supp.Epigr.''2.754 (Syria, ii A. D.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2146.7 (iii A. D.).<br><span class="bld">2</span> Attic, [[garret]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1001, ''Pl.''811, Men.''Sam.''17, ''IG''22.1638.27; ἄνωθ' ἐξ ὑ. Ar.''Ec.''698 (anap.); of a [[spare room]], Antipho 1.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] τό, ep. u. ion. [[ὑπερώϊον]], neutr. zum Folgenden, sc. [[οἴκημα]], der obere | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] τό, ep. u. ion. [[ὑπερώϊον]], neutr. zum Folgenden, ''[[sc.]]'' [[οἴκημα]], der obere Teil des Hauses, Oberstock, Söller, Zimmer im obern Stock, wo die Frauen wohnten; [[παρθένος]] αἰδοίη [[ὑπερώϊον]] εἰσαναβᾶσα Il. 2, 514; ἐς ὑπερῷ' ἀναβὰς παρελέξατο [[λάθρη]] Ἑρμείας 16, 184; oft in der Od.; ἐξ ὑπερῴου ἄειδον [[Κηληδόνες]] Pind. frg. 25; Ar. Equ. 996 Plut. 811; Antiph. 1, 14. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερῷον:''' ион. тж. [[ὑπερώϊον]] τό<br /><b class="num">1</b> тж. pl. верхний этаж, верхнее помещение Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[чердак]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=το / [[ὑπερῷον]], ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. [[ὑπερώϊον]] Α<br />το [[αμέσως]] [[κάτω]] από τη [[στέγη]] και [[πάνω]] από όλους τους ορόφους [[δωμάτιο]], η [[σοφίτα]] (α. «μένουν [[χρόνια]] ολόκληρα σε ένα [[υπερώο]]» β. «ἐμοὶ δ' ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξώστης]] θεάτρου ή κινηματογράφου, [[γαλαρία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[επάνω]] [[μέρος]] του σπιτιού, ο [[τελευταίος]] όροφος, στον οποίο διέμεναν [[συνήθως]] οι γυναίκες (α. «ἐν ὑψηλῷ ὑπερώῳ τῆς οἰκίας ἀνατολῆς», Θεοδώρ.<br />β. «[[παρθένος]] αἰδοίη [[ὑπερώϊον]] εἰσαναβᾱσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[ὑπερῴα]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερῷον:''' Επικ. -ώϊον, τό, το ανώτερο, υψηλότερο [[μέρος]] ενός σπιτιού, κατοικίας, το ανώτατο [[πάτωμα]] ή τα ανώτερα διαμερίσματα, [[εκεί]] που διέμεναν, κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Όμηρ.· σε Αττ., [[σοφίτα]], [[υπερώο]], σε Αριστοφ. (βλ. το επόμ.). | |lsmtext='''ὑπερῷον:''' Επικ. -ώϊον, τό, το ανώτερο, υψηλότερο [[μέρος]] ενός σπιτιού, κατοικίας, το ανώτατο [[πάτωμα]] ή τα ανώτερα διαμερίσματα, [[εκεί]] που διέμεναν, κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Όμηρ.· σε Αττ., [[σοφίτα]], [[υπερώο]], σε Αριστοφ. (βλ. το επόμ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑπερῷον]], επιξ -ώιον, ου, τό,<br />the [[upper]] [[part]] of the [[house]], the [[upper]] [[story]] or [[upper]] rooms, [[where]] the women resided, Hom.:—in | |mdlsjtxt=[[ὑπερῷον]], επιξ -ώιον, ου, τό,<br />the [[upper]] [[part]] of the [[house]], the [[upper]] [[story]] or [[upper]] rooms, [[where]] the women resided, Hom.:—in Attic, an Attic, garret, Ar. (v. [[ὑπερῷος]]). | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
Line 39: | Line 39: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[upper room]] | |woodrun=[[upper room]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=τό (=τό πάνω πάτωμα). Οὐδέτερο τοῦ [[ὑπερῷος]], πού [[ἴσως]] παράγεται ἀπό τήν πρόθ. [[ὑπέρ]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:47, 10 April 2024
English (LSJ)
Ep. and Ion. ὑπερώϊον, τό,
A the upper part of the house, where the women resided, παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il.2.514; εἰς ὑπερῷ' ἀναβάς 16.184, cf. Od.1.362; ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν.. Πηνελόπεια from her chamber she heard it, ib.328; approached by a κλῖμαξ, ib.330: so in later Gr., upper chamber or upper story, Act.Ap.1.13, Supp.Epigr.2.754 (Syria, ii A. D.), POxy.2146.7 (iii A. D.).
2 Attic, garret, Ar.Eq.1001, Pl.811, Men.Sam.17, IG22.1638.27; ἄνωθ' ἐξ ὑ. Ar.Ec.698 (anap.); of a spare room, Antipho 1.14.
German (Pape)
[Seite 1205] τό, ep. u. ion. ὑπερώϊον, neutr. zum Folgenden, sc. οἴκημα, der obere Teil des Hauses, Oberstock, Söller, Zimmer im obern Stock, wo die Frauen wohnten; παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il. 2, 514; ἐς ὑπερῷ' ἀναβὰς παρελέξατο λάθρη Ἑρμείας 16, 184; oft in der Od.; ἐξ ὑπερῴου ἄειδον Κηληδόνες Pind. frg. 25; Ar. Equ. 996 Plut. 811; Antiph. 1, 14.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερῷον: ион. тж. ὑπερώϊον τό
1 тж. pl. верхний этаж, верхнее помещение Hom.;
2 чердак Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερῷον: Ἐπικ. καὶ Ἰων. -ώιον, τό, τὸ ἀνώτερον μέρος τῆς οἰκίας, τὸ ἀνώτατον πάτωμα ἔνθα αἱ γυναῖκες διέμενον, παρθένος αἰδοίη ὑπερώιον εἰσαναβᾶσα Ἰλ. Β. 514· εἰς ὑπερῷ’ ἀναβὰς Π. 184, πρβλ. Ὀδ. Α. 362· τοῦ δ’ ὑπερωιόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν... Πηνελόπεια, ἐκ τοῦ ὑπερῴου ἤκουσε Ὀδ. Α. 328· ἔφερε δὲ εἰς αὐτὸ κλῖμαξ, αὐτόθι 330· ἐξ ὑπερῴου Πινδ. Ἀποσπ. 25. 2) παρ’ Ἀττ., ἡ κοινῶς λεγομένη «σοφίτα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1001, Πλ. 811· ἄνωθ’ ἐξ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 698· ἐν χρήσει ὡς ἀποθήκη κ.τ.τ., Ἀντιφῶν 113. 3· πρβλ. Λυσίαν σ. 3. Reiske, καὶ ἴδε διήρης.
English (Autenrieth)
upper chamber, upper apartments, often pl. in both forms. The ὑπερώϊον was over the women's apartment, and was occupied by women of the family, not by servants, Il. 2.514, Od. 17.101.
English (Strong)
neuter of a derivative of ὑπέρ; a higher part of the house, i.e. apartment in the third story: upper chamber (room).
Greek Monolingual
το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α
το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ' ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.)
νεοελλ.
εξώστης θεάτρου ή κινηματογράφου, γαλαρία
μσν.-αρχ.
το επάνω μέρος του σπιτιού, ο τελευταίος όροφος, στον οποίο διέμεναν συνήθως οι γυναίκες (α. «ἐν ὑψηλῷ ὑπερώῳ τῆς οἰκίας ἀνατολῆς», Θεοδώρ.
β. «παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾱσα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ὑπερῴα].
Greek Monotonic
ὑπερῷον: Επικ. -ώϊον, τό, το ανώτερο, υψηλότερο μέρος ενός σπιτιού, κατοικίας, το ανώτατο πάτωμα ή τα ανώτερα διαμερίσματα, εκεί που διέμεναν, κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Όμηρ.· σε Αττ., σοφίτα, υπερώο, σε Αριστοφ. (βλ. το επόμ.).
Middle Liddell
ὑπερῷον, επιξ -ώιον, ου, τό,
the upper part of the house, the upper story or upper rooms, where the women resided, Hom.:—in Attic, an Attic, garret, Ar. (v. ὑπερῷος).
Chinese
原文音譯:Øperóon 虛胚羅按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在上 (房間) 相當於: (עֲלִיָּה)
字義溯源:房內較高部份,樓,樓房,樓上;源自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上)
出現次數:總共(4);徒(4)
譯字彙編:
1) 樓上(2) 徒9:37; 徒9:39;
2) 樓(1) 徒20:8;
3) 樓房(1) 徒1:13
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
τό (=τό πάνω πάτωμα). Οὐδέτερο τοῦ ὑπερῷος, πού ἴσως παράγεται ἀπό τήν πρόθ. ὑπέρ.