καματώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν [[ἄκος]] Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν [[ἄκος]] Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κᾰμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κοπώδης]], [[ὀχληρός]], θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
|btext=ης, ες:<br />[[qui fatigue]], [[qui épuise]], [[pénible]].<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=καματώδης -ες [κάματος] [[afmattend]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης, ες :<br />qui fatigue, qui épuise, pénible.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
|elrutext='''κᾰμᾰτώδης:''' [[томительный]], [[изнурительный]], [[мучительный]] ([[θέρος]] Hes.; πλαγαί Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[καματώδης]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fatiguing]] καματωδέων δὲ πλαγᾶν [[ἄκος]] ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.
|sltr=[[καματώδης]] [[fatiguing]] καματωδέων δὲ πλαγᾶν [[ἄκος]] ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κᾰματώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κουραστικός]], [[κοπιώδης]], σε Ησίοδ., Πίνδ.
|lsmtext='''κᾰματώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κουραστικός]], [[κοπιώδης]], σε Ησίοδ., Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰμᾰτώδης:''' томительный, изнурительный, мучительный ([[θέρος]] Hes.; πλαγαί Pind.).
|lstext='''κᾰμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κοπώδης]], [[ὀχληρός]], θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
}}
{{elnl
|elnltext=καματώδης -ες [κάματος] afmattend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[toilsome]], [[wearisome]], Hes., Pind.
|mdlsjtxt=κᾰμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[toilsome]], [[wearisome]], Hes., Pind.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]]). Ἀπό τό [[κάματος]] + [[εἶδος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κάμνω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καματώδης Medium diacritics: καματώδης Low diacritics: καματώδης Capitals: ΚΑΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kamatṓdēs Transliteration B: kamatōdēs Transliteration C: kamatodis Beta Code: kamatw/dhs

English (LSJ)

ες, toilsome, wearisome, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Hes. Op. 584; πλαγαί, μέριμναι, Pi. N. 3.17, Fr. 218.1; καματωδέστερος Thphr. Lass. 13.

German (Pape)

[Seite 1316] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui fatigue, qui épuise, pénible.
Étymologie: κάματος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καματώδης -ες [κάματος] afmattend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμᾰτώδης: томительный, изнурительный, мучительный (θέρος Hes.; πλαγαί Pind.).

English (Slater)

καματώδης fatiguing καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.

Greek Monolingual

(I)
καματώδης, -ῶδες (Μ)
υπερβολικά ζεστός, καυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγμ. -vm- σε -m-].
(II)
καματώδης, -ες (Α)
επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ.
β. «καματώδεις μέριμναι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ώδης].

Greek Monotonic

κᾰματώδης: -ες (εἶδος), κουραστικός, κοπιώδης, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) κοπώδης, ὀχληρός, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.

Middle Liddell

κᾰμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
toilsome, wearisome, Hes., Pind.

Mantoulidis Etymological

(=κοπιαστικός, κουραστικός). Ἀπό τό κάματος + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κάμνω.