πλεονέκτης: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(CSV import) |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonektis | |Transliteration C=pleonektis | ||
|Beta Code=pleone/kths | |Beta Code=pleone/kths | ||
|Definition= | |Definition=πλεονέκτου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = ὁ [[πλέον]] [[ἔχων]], one who [[has]] or [[claim]]s more than his [[due]], [[greedy]], [[grasping]], Th.1.40, etc.: as adjective [[λόγος]] πλεονέκτης = a [[greedy]], [[arrogant]] [[speech]], [[Herodotus|Hdt.]]7.158: Sup. πλεονεκτίστατος X.Mem.1.2.12.<br><span class="bld">2</span> [[ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων]] = making [[gain]] from their [[loss]]es, Id.Cyr.1.6.27.<br><span class="bld">3</span> metaph. in Math., of τὸ [[ὑπερτελής|ὑπερτελές]], Iamb.in Nic.p.32 P. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ [[βίαιος]], Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ [[δημαγωγικός]], Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, [[λόγος]], Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ [[βίαιος]], Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ [[δημαγωγικός]], Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, [[λόγος]], Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui cherche à avoir plus que les autres <i>ou</i> plus qu'il ne doit :<br /><b>1</b> [[cupide]], [[ambitieux]] ; arrogant;<br /><b>2</b> qui profite de ses avantages sur, <i>gén.</i><br /><i>Sp.</i> [[πλεονεκτίστατος]];<br />[[NT]]: exploiteur, accapareur.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλεονέκτης -ου [πλεονεκτέω] superl. πλεονεκτίστατος voordeel behalend:; ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων in alles de vijanden te slim af Xen. Cyr. 1.6.27; subst. uitbuiter. NT. zelfzuchtig:; λόγον ἔχοντες πλεονέκτην met een zelfzuchtige redevoering Hdt. 7.158.1; hebzuchtig:. Κριτίας... ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ πάντων πλεονεκτίστατος... ἐγένετο Critias heeft zich tijdens de oligarchie tot de hebzuchtigste van allemaal ontwikkeld Xen. Mem. 1.2.12. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πλεονέκτης:'''<br /><b class="num">1</b> [[самонадеянный]], [[высокомерный]], [[наглый]] ([[λόγος]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[корыстолюбивый]], [[жадный]], [[хищнический]] ([[βίαιος]] καὶ π. Thuc.; οἱ πλεονέκται τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[получающий преимущество]], [[имеющий перевес]]: ἐν παντὶ π. τῶν πολεμίων Xen. имеющий во всех отношениях превосходство над врагами. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ<br />αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα [[κάποιος]] [[άλλος]] ή οι άλλοι γενικώς και [[συνήθως]] να αποκτήσει [[κάτι]] που δεν το δικαιούται ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ<br />αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα [[κάποιος]] [[άλλος]] ή οι άλλοι γενικώς και [[συνήθως]] να αποκτήσει [[κάτι]] που δεν το δικαιούται («πᾶς [[πόρνος]] ἤ [[ἀκάθαρτος]] ἤ [[πλεονέκτης]]... οὐκ ἔχει κληρονομίαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ξεπερνά κάποιον σε [[ευστροφία]] ή [[πονηρία]] («... καὶ ἐπίβουλον [[εἶναι]] καὶ κρυψίνουν... καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[υπερτελής]] [[αριθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]], ουδ. του [[πλείων]] / [[πλέων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[ευέκτης]], [[καχέκτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλεονέκτης:''' -ου, ὁ, = ὁ [[πλέον]] ἔχων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., [[λόγος]] [[πλεονέκτης]], σε Ηρόδ.· υπερθ. [[πλεονεκτίστατος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[πλεονέκτης]] | |lsmtext='''πλεονέκτης:''' -ου, ὁ, = ὁ [[πλέον]] ἔχων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., [[λόγος]] [[πλεονέκτης]], σε Ηρόδ.· υπερθ. [[πλεονεκτίστατος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[πλεονέκτης]] τῶν πολεμίων, αυτός που κερδίζει από τις αποτυχίες τους, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πλεονέκτης''': -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων, ὁ ἔχων ἢ ἀπαιτῶν [[πλείω]] τῶν ὅσα δικαιοῦται, [[ἄπληστος]], ἅρπαξ, ἀλαζών, Θουκ. 1. 40, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., [[λόγος]] πλ., [[λόγος]] [[ἄπληστος]], [[ἀλαζονικός]], Ἡρόδ. 7. 158· ὑπερθ. πλεονεκτίστατος, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[κλεπτίστατος]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 11. 2) ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων, κερδαίνοντα ἐκ τῶν σφαλμάτων ἢ ἀποτυχιῶν τῶν ἐχθρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 6, 27. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 45: | Line 45: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[one who claims more than his due]] | |woodrun=[[one who claims more than his due]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀχόρταγος]]). Ἀπό τό [[πλέον]] + [[ἑκτός]] τοῦ [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[πλεονέκτης]]: πλεονεκτῶ (=εἶμαι [[ἀνώτερος]]), [[πλεονέκτημα]], [[πλεονεκτητέον]], [[πλεονεκτικός]], [[πλεονεξία]]. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[alieui appetens]]'', [[desiring what belongs to another]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.40.1/ 1.40.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:44, 16 November 2024
English (LSJ)
πλεονέκτου, ὁ,
A = ὁ πλέον ἔχων, one who has or claims more than his due, greedy, grasping, Th.1.40, etc.: as adjective λόγος πλεονέκτης = a greedy, arrogant speech, Hdt.7.158: Sup. πλεονεκτίστατος X.Mem.1.2.12.
2 ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων = making gain from their losses, Id.Cyr.1.6.27.
3 metaph. in Math., of τὸ ὑπερτελές, Iamb.in Nic.p.32 P.
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ βίαιος, Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ δημαγωγικός, Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, λόγος, Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui cherche à avoir plus que les autres ou plus qu'il ne doit :
1 cupide, ambitieux ; arrogant;
2 qui profite de ses avantages sur, gén.
Sp. πλεονεκτίστατος;
NT: exploiteur, accapareur.
Étymologie: πλεονεκτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεονέκτης -ου [πλεονεκτέω] superl. πλεονεκτίστατος voordeel behalend:; ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων in alles de vijanden te slim af Xen. Cyr. 1.6.27; subst. uitbuiter. NT. zelfzuchtig:; λόγον ἔχοντες πλεονέκτην met een zelfzuchtige redevoering Hdt. 7.158.1; hebzuchtig:. Κριτίας... ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ πάντων πλεονεκτίστατος... ἐγένετο Critias heeft zich tijdens de oligarchie tot de hebzuchtigste van allemaal ontwikkeld Xen. Mem. 1.2.12.
Russian (Dvoretsky)
πλεονέκτης:
1 самонадеянный, высокомерный, наглый (λόγος Her.);
2 корыстолюбивый, жадный, хищнический (βίαιος καὶ π. Thuc.; οἱ πλεονέκται τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα Xen.);
3 получающий преимущество, имеющий перевес: ἐν παντὶ π. τῶν πολεμίων Xen. имеющий во всех отношениях превосходство над врагами.
English (Strong)
from πλείων and ἔχω; holding (desiring) more, i.e. eager for gain (avaricious, hence a defrauder): covetous.
English (Thayer)
πλεονέκτου, ὁ (πλέον and ἔχω);
1. one eager to have more, especially what belongs to others (Thucydides 1,40, 1 (cf. Herodotus 7,158)); Xenophon, mem. 1,5, 3);
2. greedy of gain, covetous: Sirach 14:9.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ
αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾶς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης... οὐκ ἔχει κληρονομίαν», ΚΔ)
αρχ.
1. εκείνος που ξεπερνά κάποιον σε ευστροφία ή πονηρία («... καὶ ἐπίβουλον εἶναι καὶ κρυψίνουν... καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. μαθημ. υπερτελής αριθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. του πλείων / πλέων + -έκτης (< ἔχω), πρβλ. ευέκτης, καχέκτης].
Greek Monotonic
πλεονέκτης: -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων·
1. αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο άπληστος, υπερόπτης, αλαζόνας, σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., λόγος πλεονέκτης, σε Ηρόδ.· υπερθ. πλεονεκτίστατος, σε Ξεν.
2. πλεονέκτης τῶν πολεμίων, αυτός που κερδίζει από τις αποτυχίες τους, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονέκτης: -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων, ὁ ἔχων ἢ ἀπαιτῶν πλείω τῶν ὅσα δικαιοῦται, ἄπληστος, ἅρπαξ, ἀλαζών, Θουκ. 1. 40, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., λόγος πλ., λόγος ἄπληστος, ἀλαζονικός, Ἡρόδ. 7. 158· ὑπερθ. πλεονεκτίστατος, διάφ. γραφ. ἀντὶ κλεπτίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 11. 2) ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων, κερδαίνοντα ἐκ τῶν σφαλμάτων ἢ ἀποτυχιῶν τῶν ἐχθρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 6, 27. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.
Middle Liddell
πλεον-έκτης, ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων]
1. one who has or claims more than his due, greedy, grasping, arrogant, Thuc., etc.:—as adj., λόγος πλ. Hdt.; Sup. πλεονεκτίστατος, Xen.
2. πλεονέκτης τῶν πολεμίων making gain from their losses, Xen.
Chinese
原文音譯:pleonškthj 普累按-誒克帖士
詞類次數:形容詞 名詞(4)
原文字根:更多-有(者)
字義溯源:持有更多,想多有,貪心的,貪婪的;由(πολύς)=更多,再)與(ἔχω)*=持)組成,其中 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(4);林前(3);弗(1)
譯字彙編:
1) 貪婪的(3) 林前5:10; 林前5:11; 林前6:10;
2) 貪心的(1) 弗5:5
English (Woodhouse)
one who claims more than his due
Mantoulidis Etymological
(=ἀχόρταγος). Ἀπό τό πλέον + ἑκτός τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πλεονέκτης: πλεονεκτῶ (=εἶμαι ἀνώτερος), πλεονέκτημα, πλεονεκτητέον, πλεονεκτικός, πλεονεξία.