βαττολογέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vattologeo
|Transliteration C=vattologeo
|Beta Code=battologe/w
|Beta Code=battologe/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[βατταρίζω]], <b class="b2">speak stammeringly, say the same thing over and over again</b>, Ev.Matt.6.7, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span>p.91D.</span></span>
|Definition== [[βατταρίζω]], [[speak stammeringly]], [[say the same thing over and over again]], Ev.Matt.6.7, Simp. ''in Epict.''p.91D.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βατταλογέω]] <i>Eu.Matt</i>.6.7<br /><b class="num">1</b> [[repetir machaconamente]] las plegarias μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί <i>Eu.Matt</i>.l.c., περὶ καθηκόντων δὲ βαττολογῶν Simp.<i>in Epict</i>.p.91.<br /><b class="num">2</b> [[hablar por hablar]] ἐν οἴνῳ μὴ βαττολόγει σοφίαν ἐπιδεικνύμενος <i>Vit.Aesop</i>.W.109, cf. Gr.Nyss.M.44.1129C, Ath.Al.M.26.25C.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit [[βατταρίζω]], N. T. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit [[βατταρίζω]], [[NT|N.T.]] u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=[[βαττολογῶ]] :<br />bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[Βάττος]], [[λέγω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''βαττολογέω:''' [[говорить пустое]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βαττολογέω''': [[βατταρίζω]], ὁμιλῶ τραυλίζων, [[ἐπαναλαμβάνω]] τὸ αὐτὸ [[πολλάκις]] (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - [[ἐντεῦθεν]] βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], Ἐκκλ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] τὸ κύριον [[ὄνομα]] Βάττος, [[ὅπερ]] φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου [[σίλφιον]], ἴδε [[σίλφιον]]).
|lstext='''βαττολογέω''': [[βατταρίζω]], ὁμιλῶ τραυλίζων, [[ἐπαναλαμβάνω]] τὸ αὐτὸ [[πολλάκις]] (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - [[ἐντεῦθεν]] βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], Ἐκκλ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] τὸ κύριον [[ὄνομα]] Βάττος, [[ὅπερ]] φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου [[σίλφιον]], ἴδε [[σίλφιον]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[Βάττος]], [[λέγω]]³.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βατταλογέω]] <i>Eu.Matt</i>.6.7<br /><b class="num">1</b> [[repetir machaconamente]] las plegarias μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί <i>Eu.Matt</i>.l.c., περὶ καθηκόντων δὲ βαττολογῶν Simp.<i>in Epict</i>.p.91.<br /><b class="num">2</b> [[hablar por hablar]] ἐν οἴνῳ μὴ βαττολόγει σοφίαν ἐπιδεικνύμενος <i>Vit.Aesop</i>.W.109, cf. Gr.Nyss.M.44.1129C, Ath.Al.M.26.25C.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαττολογέω:''' μέλ. -ήσω ([[λόγος]]), [[μιλώ]] τραυλίζοντας, [[επαναλαμβάνω]] [[συνεχώς]] το ίδιο [[πράγμα]], χαρακτηριστικό εκείνων που έχουν προβλήματα έκφρασης, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βαττολογέω:''' μέλ. -ήσω ([[λόγος]]), [[μιλώ]] τραυλίζοντας, [[επαναλαμβάνω]] [[συνεχώς]] το ίδιο [[πράγμα]], χαρακτηριστικό εκείνων που έχουν προβλήματα έκφρασης, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βαττολογέω:''' [[говорить пустое]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[Βάττος]] [[λόγος]]<br />to [[speak]] stammeringly, say the [[same]] [[thing]] [[over]] and [[over]] [[again]], NTest.
|mdlsjtxt=[From [[Βάττος]] [[λόγος]]<br />to [[speak]] stammeringly, say the [[same]] [[thing]] [[over]] and [[over]] [[again]], NTest.
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαττολογέω Medium diacritics: βαττολογέω Low diacritics: βαττολογέω Capitals: ΒΑΤΤΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: battologéō Transliteration B: battologeō Transliteration C: vattologeo Beta Code: battologe/w

English (LSJ)

= βατταρίζω, speak stammeringly, say the same thing over and over again, Ev.Matt.6.7, Simp. in Epict.p.91D.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): βατταλογέω Eu.Matt.6.7
1 repetir machaconamente las plegarias μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί Eu.Matt.l.c., περὶ καθηκόντων δὲ βαττολογῶν Simp.in Epict.p.91.
2 hablar por hablar ἐν οἴνῳ μὴ βαττολόγει σοφίαν ἐπιδεικνύμενος Vit.Aesop.W.109, cf. Gr.Nyss.M.44.1129C, Ath.Al.M.26.25C.

German (Pape)

[Seite 439] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit βατταρίζω, N.T. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

βαττολογῶ :
bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.
Étymologie: Βάττος, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

βαττολογέω: говорить пустое NT.

Greek (Liddell-Scott)

βαττολογέω: βατταρίζω, ὁμιλῶ τραυλίζων, ἐπαναλαμβάνω τὸ αὐτὸ πολλάκις (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - ἐντεῦθεν βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, ματαιολογία, φλυαρία, Ἐκκλ., οἵτινες ὡσαύτως μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ ῥίζα εἶναι τὸ κύριον ὄνομα Βάττος, ὅπερ φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου σίλφιον, ἴδε σίλφιον).

English (Strong)

from Battos (a proverbial stammerer) and λόγος; to stutter, i.e. (by implication) to prate tediously: use vain repetitions.

English (Thayer)

(T WH βατταλογέω (with א B, see WH's Appendix, p. 152)), βαττολόγω: 1st aorist subjunctive βαττολογήσω;
a. to stammer, and, since stammerers are accustomed to repeat the same sounds,
b. to repeat the same things over and over, to use many and idle words, to babble, prate; so ἐν τῇ πολυλογία, (Vulg. multum loqui; (A. V. to use vain repetitions)); cf. Tholuck at the passage Some suppose the word to be derived from Battus, a king of Cyrene, who is said to have stuttered (Herodotus 4,155); others from Battus, an author of tedious and wordy poems; but comparing βατταρίζειν, which has the same meaning, and βάρβαρος (which see), it seems fax more probable that the word is onomatopoetic. (Simplicius, in Epictetus (ench. 30 at the end), p. 340, Schweigh edition.)

Greek Monotonic

βαττολογέω: μέλ. -ήσω (λόγος), μιλώ τραυλίζοντας, επαναλαμβάνω συνεχώς το ίδιο πράγμα, χαρακτηριστικό εκείνων που έχουν προβλήματα έκφρασης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[From Βάττος λόγος
to speak stammeringly, say the same thing over and over again, NTest.