σύγκριμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkrima
|Transliteration C=sygkrima
|Beta Code=su/gkrima
|Beta Code=su/gkrima
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[body formed by combination]], [[compound]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>76p.345U.</span> (pl.), <span class="title">Placit.</span>1.15.8, al., <span class="bibl">Plb.34.5.3</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.24</span>, <span class="bibl">Sor.1.22</span>, Gal.8.928; anatomical [[structure]], Id.2.899, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>18.2</span>; of the [[union]] of body and soul, Zeno Stoic.1.40; σ. νοητόν Phld.<span class="title">D.</span>3.11. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">σ. μουσικῶν</b> [[concert]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>35(32)</span>.(<span class="bibl">7</span>) <span class="bibl">5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[judgement]], [[decree]], ib.<span class="bibl"><span class="title">1 Ma.</span>1.57</span>, <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.68.34</span> (i A.D.), Thd.<span class="title">Da.</span>4.21. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[σύγκρισις]] 111, <span class="bibl">LXX <span class="title">Da.</span>5.26</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[body formed by combination]], [[compound]], Epicur.''Fr.''76p.345U. (pl.), ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.15.8, al., Plb.34.5.3, S.E.''P.''2.24, Sor.1.22, Gal.8.928; anatomical [[structure]], Id.2.899, Philum.''Ven.''18.2; of the [[union]] of [[body]] and [[soul]], Zeno Stoic.1.40; σ. νοητόν Phld.''D.''3.11.<br><span class="bld">2</span> [[σύγκριμα μουσικῶν]] = [[concert]], [[LXX]] ''Si.''35(32).(7) 5.<br><span class="bld">II</span> [[judgement]], [[decree]], ib.''1 Ma.''1.57, ''PAmh.''2.68.34 (i A.D.), Thd.''Da.''4.21.<br><span class="bld">III</span> = [[σύγκρισις]] III ([[interpretation]]), [[LXX]] ''Da.''5.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] τό, das Zusammensetzen, der zusammengesetzte Körper im Ggstz zum einfachen, ἔκ τινος, Pol. 34, 5, 3 u. Sp., wie Luc. Soloec. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] τό, das [[Zusammensetzen]], der zusammengesetzte Körper im <span class="ggns">Gegensatz</span> zum einfachen, ἔκ τινος, Pol. 34, 5, 3 u. Sp., wie Luc. Soloec. 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.<br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[composé]], [[corps formé de la réunion de plusieurs parties]].<br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύγκρῐμα:''' ατος τό составное тело, сложное образование (ἐκ τῶν πρώτων σωμάτων Plut.).
|elrutext='''σύγκρῐμα:''' ατος τό [[составное тело]], [[сложное образование]] (ἐκ τῶν πρώτων σωμάτων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συγκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[σώμα]] το οποίο σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] διαλυμάτων<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[μέρος]] της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική [[μεταφορά]] υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[παθολογικός]] [[στερεός]] [[σχηματισμός]] [[μέσα]] σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σύνθετο [[σώμα]], [[σύγκραμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[συγκρίνω]], [[κρίση]], [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[ερμηνεία]], [[εξήγηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σύγκριμα]] μουσικῶν» — [[μουσική]] [[συναυλία]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συγκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[σώμα]] το οποίο σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] διαλυμάτων<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[μέρος]] της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική [[μεταφορά]] υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[παθολογικός]] [[στερεός]] [[σχηματισμός]] [[μέσα]] σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σύνθετο [[σώμα]], [[σύγκραμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[συγκρίνω]], [[κρίση]], [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[ερμηνεία]], [[εξήγηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σύγκριμα]] μουσικῶν» — [[μουσική]] [[συναυλία]].
}}
{{trml
|trtx====[[decree]]===
Arabic: أَمْر‎, مَرْسُوم‎; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: [[décret]]; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: [[Erlass]], [[Dekret]], [[Verordnung]]; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: [[ἅδος]], [[ἀκρίβασμα]], [[ἁλίασμα]], [[ἀξίωμα]], [[βόλλα]], [[βουλή]], [[βωλά]], [[δέκρετον]], [[δέσποσμα]], [[διαβούλιον]], [[διαγνώμη]], [[διάταξις]], [[δικαίωμα]], [[δόγμα]], [[ἐπίκριμα]], [[ἦδος]], [[θέσπισμα]], [[κατάστασις]], [[κρίμα]], [[κρῖμα]], [[ὁρισμός]], [[πρόσταγμα]], [[ῥήτρα]], [[σύγκριμα]], [[σύνεσις]], [[συντομή]], [[ὑπομνηματισμός]], [[χρηματισμός]], [[ψᾶφαξ]], [[ψάφιγμα]], [[ψᾶφος]], [[ψήφισμα]], [[ψῆφος]], [[ψηφοφορία]]; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: [[decreto]], [[ordinanza]]; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: [[edictum]], [[decretum]], [[iussio]]; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان‎; Polish: dekret; Portuguese: [[decreto]]; Romanian: decret; Russian: [[указ]], [[декрет]], [[постановление]]; Slovak: dekrét; Spanish: [[decreto]]; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρῐμα Medium diacritics: σύγκριμα Low diacritics: σύγκριμα Capitals: ΣΥΓΚΡΙΜΑ
Transliteration A: sýnkrima Transliteration B: synkrima Transliteration C: sygkrima Beta Code: su/gkrima

English (LSJ)

-ατος, τό,
A body formed by combination, compound, Epicur.Fr.76p.345U. (pl.), Placit.1.15.8, al., Plb.34.5.3, S.E.P.2.24, Sor.1.22, Gal.8.928; anatomical structure, Id.2.899, Philum.Ven.18.2; of the union of body and soul, Zeno Stoic.1.40; σ. νοητόν Phld.D.3.11.
2 σύγκριμα μουσικῶν = concert, LXX Si.35(32).(7) 5.
II judgement, decree, ib.1 Ma.1.57, PAmh.2.68.34 (i A.D.), Thd.Da.4.21.
III = σύγκρισις III (interpretation), LXX Da.5.26.

German (Pape)

[Seite 969] τό, das Zusammensetzen, der zusammengesetzte Körper im Gegensatz zum einfachen, ἔκ τινος, Pol. 34, 5, 3 u. Sp., wie Luc. Soloec. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.
Étymologie: συγκρίνω.

Russian (Dvoretsky)

σύγκρῐμα: ατος τό составное тело, сложное образование (ἐκ τῶν πρώτων σωμάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρῐμα: τό, σῶμα σύνθετον, σύγκραμα, Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 24, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 892Α, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 883Α, Πολύβ. 8. 34, 7, Πλούτ. 2. 898D, κλπ. 2) σ. μουσικῶν, μουσικὴ συναυλία, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΕ΄, 5). ΙΙ. ἀπόφασις, κρίσις, αὐτόθι (Α΄ Μακκ. Α΄, 57), πρβλ. Θεοδοτ. Δαν. Δ΄, 21. ΙΙΙ. = σύγκρισις ΙΙΙ, Ἑβδ. (Δαν. Ε΄, 26).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συγκρίνω
νεοελλ.
1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων
2. (πετρογρ.) μέρος της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές
3. ιατρ. παθολογικός στερεός σχηματισμός μέσα σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος
μσν.-αρχ.
σύνθετο σώμα, σύγκραμα
αρχ.
1. ανατομικός σχηματισμός
2. το αποτέλεσμα του συγκρίνω, κρίση, απόφαση
3. ερμηνεία, εξήγηση
4. φρ. «σύγκριμα μουσικῶν» — μουσική συναυλία.

Translations

decree

Arabic: أَمْر‎, مَرْسُوم‎; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان‎; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman