ἐπίχαρτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epichartos
|Transliteration C=epichartos
|Beta Code=e)pi/xartos
|Beta Code=e)pi/xartos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wherein one feels joy]], ἔργον <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1262</span> (anap.); γεραροῖς ἐπίχαρτον <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>722</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> more freq., [[wherein one feels malignant joy]], ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>159</span> (anap.); οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐ. <span class="bibl">Th.3.67</span>, cf. <span class="bibl">D.45.85</span>; βαρβάροις ἐ. γενόμενος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>356b</span>.</span>
|Definition=ἐπίχαρτον,<br><span class="bld">A</span> [[wherein one feels joy]], ἔργον S.''Tr.''1262 (anap.); γεραροῖς ἐπίχαρτον A.''Ag.''722 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> more freq., [[wherein one feels malignant joy]], ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα Id.''Pr.''159 (anap.); οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐ. Th.3.67, cf. D.45.85; βαρβάροις ἐ. γενόμενος Pl.''Ep.''356b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] worüber man sich freut, erfreulich, Aesch. Ag. 704; ὡς ἐπίχαρτον τελέουσ' ἀεκούσιον [[ἔργον]] Soph. Tr. 1252; Sp., wie Alciphr. 2, 4. – Bes. worüber Andere Schadenfreude empfinden, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]] Aesch. Prom. 158; βαρβάροις [[ἐπίχαρτος]] γενόμενος, zum Spott geworden, Plat. Ep. VIII, 356 b; vgl. Thuc. 3, 67 οἴκτου ἀξιώτεροι τυγχάνειν οἱ ἀπρεπές τι πάσχοντες· οἱ δὲ δικαίως τὰ ἐναντία ἐπίχαρτοι εἶναι, sie verdienen, daß man sich im Gegentheil über ihr Unglück freut, vgl. Dem. 45, 85.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] worüber man sich freut, erfreulich, Aesch. Ag. 704; ὡς ἐπίχαρτον τελέουσ' ἀεκούσιον [[ἔργον]] Soph. Tr. 1252; Sp., wie Alciphr. 2, 4. – Bes. worüber Andere Schadenfreude empfinden, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]] Aesch. Prom. 158; βαρβάροις [[ἐπίχαρτος]] γενόμενος, zum Spott geworden, Plat. Ep. VIII, 356 b; vgl. Thuc. 3, 67 οἴκτου ἀξιώτεροι τυγχάνειν οἱ ἀπρεπές τι πάσχοντες· οἱ δὲ δικαίως τὰ ἐναντία ἐπίχαρτοι εἶναι, sie verdienen, daß man sich im Gegentheil über ihr Unglück freut, vgl. Dem. 45, 85.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[object for rejoicing]], [[object of malicious joy]]
|woodrun=[[object for rejoicing]], [[object of malicious joy]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[gaudium afferens]]'', [[bringing joy]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.67.4/ 3.67.4].
}}
}}

Latest revision as of 14:19, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχαρτος Medium diacritics: ἐπίχαρτος Low diacritics: επίχαρτος Capitals: ΕΠΙΧΑΡΤΟΣ
Transliteration A: epíchartos Transliteration B: epichartos Transliteration C: epichartos Beta Code: e)pi/xartos

English (LSJ)

ἐπίχαρτον,
A wherein one feels joy, ἔργον S.Tr.1262 (anap.); γεραροῖς ἐπίχαρτον A.Ag.722 (lyr.).
2 more freq., wherein one feels malignant joy, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα Id.Pr.159 (anap.); οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐ. Th.3.67, cf. D.45.85; βαρβάροις ἐ. γενόμενος Pl.Ep.356b.

German (Pape)

[Seite 1002] worüber man sich freut, erfreulich, Aesch. Ag. 704; ὡς ἐπίχαρτον τελέουσ' ἀεκούσιον ἔργον Soph. Tr. 1252; Sp., wie Alciphr. 2, 4. – Bes. worüber Andere Schadenfreude empfinden, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα Aesch. Prom. 158; βαρβάροις ἐπίχαρτος γενόμενος, zum Spott geworden, Plat. Ep. VIII, 356 b; vgl. Thuc. 3, 67 οἴκτου ἀξιώτεροι τυγχάνειν οἱ ἀπρεπές τι πάσχοντες· οἱ δὲ δικαίως τὰ ἐναντία ἐπίχαρτοι εἶναι, sie verdienen, daß man sich im Gegentheil über ihr Unglück freut, vgl. Dem. 45, 85.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est un sujet de joie ; particul. en mauv. part qui est l'objet d'une joie maligne.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχαρτος: доставляющий радость, радующий Aesch., Soph., Plat., Plut.: οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι Thuc. те, кто терпит по заслугам, вызывают (в нас) чувство удовлетворения.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχαρτος: -ον, (ἐπιχαίρω) ἐφ’ ᾧ τις αἰσθάνεται χαράν, εὐφρόσυνος, Σοφ. Τ. 1262· γεραροῖς ἐπίχαρτον Αἰσχύλ. Ἀγ. 722· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, 2) ἐφ’ ᾧ τις ἐπιχαίρει ἐπιχαιρησικάκως, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, παθήματα παρέχοντα ἀφορμὴν χαρᾶς εἰς τοὺς ἐχθρούς μου, Αἰσχύλ. Πρ. 158· οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, δηλ. ἄξιοι ὅπως ἐπιχαίρῃ τις διὰ τὸ πάθημα αὐτῶν, Θουκ. 3. 67, Δημ. 1127. 11· βαρβάροις ἐπίχαρτος γενόμενος, προξενήσας ἐπὶ τούτῳ χαρὰν τοῖς βαρβάροις, Πλάτ. Ἐπιστ. 356Β. ΙΙ. μεταβ. = ἐπιχαίρων, «Φιλωνίδης δὲ (ἐν Ἀδήλ. 7) τὸν ἐπιχαίροντα ἐπίχαρτον εἴρηκεν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο φαῦλον, ὥστε βέλτιον μὴ ὀνόμασι χρῆσθαι, ἀλλὰ μετοχαῖς» Πολυδ. Γ΄, 101.

Greek Monolingual

ἐπίχαρτος, -ον (Α)
1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῖς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.)
2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία
3. χαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ- (πρβλ. ε-χάρ-ην)].

Greek Monotonic

ἐπίχαρτος: -ον (ἐπιχαίρω),
1. αυτό μέσω του οποίου νιώθει χαρά κάποιος, γοητευτικός, σαγηνευτικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αυτό με το οποίο κάποιος αισθάνεται μνησίκακη χαρά, χαιρεκακία, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα, βάσανα, ταλαιπωρίες που δίνουν αφορμή χαράς στους εχθρούς μου, σε Αισχύλ.· οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, το να βλέπεις ανθρώπους που δικαίως τιμωρούνται, προσφέρει άξια ικανοποίηση, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπίχαρτος, ον ἐπιχαίρω
1. wherein one feels joy, delightsome, Aesch., Soph.
2. wherein one feels malignant joy, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα sufferings that afford triumph to my enemies, Aesch.; οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι to see people justly punished is a satisfaction, Thuc.

English (Woodhouse)

object for rejoicing, object of malicious joy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

gaudium afferens, bringing joy, 3.67.4.