ἐξαναγκάζω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksanagkazo | |Transliteration C=eksanagkazo | ||
|Beta Code=e)canagka/zw | |Beta Code=e)canagka/zw | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -άσω S.''Ichn.''212:—[[force]] or [[compel utterly]], τινὰ δρᾶν τι Id.''El.''620, cf. E.''Or.''1665, etc.: with the inf. omitted, S.''OC'' 603, Ar.''Av.''377:—Pass., ὑπὸ τοῦ λόγου Hdt.2.3.<br><span class="bld">2</span> [[force out]], ἕδρην Hp.''Haem.''2.<br><span class="bld">3</span> [[enforce]], τὸν ταγὸν.. ἐξξανακάδην ''IG''9(2).257 (Thess., v B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[drive away]], τὴν ἀργίαν πληγαῖς [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.1.16. | |Definition=<span class="bld">A</span> fut. -άσω S.''Ichn.''212:—[[force]] or [[compel utterly]], τινὰ δρᾶν τι Id.''El.''620, cf. [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1665, etc.: with the inf. omitted, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]'' 603, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''377:—Pass., ὑπὸ τοῦ λόγου [[Herodotus|Hdt.]]2.3.<br><span class="bld">2</span> [[force out]], ἕδρην Hp.''Haem.''2.<br><span class="bld">3</span> [[enforce]], τὸν ταγὸν.. ἐξξανακάδην ''IG''9(2).257 (Thess., v B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[drive away]], τὴν ἀργίαν πληγαῖς [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.1.16. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξαναγκάζω]])<br />[[επιβάλλω]], [[υποχρεώνω]], [[αναγκάζω]] με σωματική ή ψυχολογική βία, [[καταναγκάζω]]<br />α. «η [[επιμονή]] του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα [[μαχαίρι]] πιάσει και μπήξει το μες στην [[καρδιά]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] την [[έξοδο]]<br /><b>2.</b> [[διώχνω]], [[ξεριζώνω]], [[εξαλείφω]] («τὴν ἀργίαν δὲ | |mltxt=(AM [[ἐξαναγκάζω]])<br />[[επιβάλλω]], [[υποχρεώνω]], [[αναγκάζω]] με σωματική ή ψυχολογική βία, [[καταναγκάζω]]<br />α. «η [[επιμονή]] του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα [[μαχαίρι]] πιάσει και μπήξει το μες στην [[καρδιά]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] την [[έξοδο]]<br /><b>2.</b> [[διώχνω]], [[ξεριζώνω]], [[εξαλείφω]] («τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν» — διώχνουν την [[αργία]], την [[οκνηρία]], με σωματική βία, με χτυπήματα, <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. άσω<br /><b class="num">I.</b> to [[force]] or [[compel]] [[utterly]], τινὰ ποιεῖν τι Soph., Eur., etc.; c. acc. only, Soph.<br /><b class="num">II.</b> to [[drive]] [[away]], Xen. | |mdlsjtxt=fut. άσω<br /><b class="num">I.</b> to [[force]] or [[compel]] [[utterly]], τινὰ ποιεῖν τι Soph., Eur., etc.; c. acc. only, Soph.<br /><b class="num">II.</b> to [[drive]] [[away]], Xen. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[cogere]]'', to [[compel]], [[force]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.95.4/ 8.95.4], [<i>boni codd.</i> <i>good manuscripts</i> ἀναγκ.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:05, 16 November 2024
English (LSJ)
A fut. -άσω S.Ichn.212:—force or compel utterly, τινὰ δρᾶν τι Id.El.620, cf. E.Or.1665, etc.: with the inf. omitted, S.OC 603, Ar.Av.377:—Pass., ὑπὸ τοῦ λόγου Hdt.2.3.
2 force out, ἕδρην Hp.Haem.2.
3 enforce, τὸν ταγὸν.. ἐξξανακάδην IG9(2).257 (Thess., v B. C.).
II drive away, τὴν ἀργίαν πληγαῖς X.Mem.2.1.16.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tes. pres. inf. ἐξξανακάδεν IG 9(2).257 (Tesalia V a.C.)]
1 forzar, obligar c. ac. de pers. e inf. concert. ἐξαναγκάζει με ταῦτα δρᾶν S.El.620, ὅς νιν φονεῦσαι μητέρ' ἐξηνάγκασα E.Or.1665, cf. X.Eq.Mag.1.25, ὅπως ... ἐξαναγκάσειαν τοὺς Ἀθηναίους ... ἀνάγεσθαι Th.8.95, cf. Luc.Astr.24, c. el inf. impl. τὸ θεῖον αὐτοὺς ἐξαναγκάσει στόμα S.OC 603, c. or. subord. ἐξαναγκάσω ... ὥ[σ] τ' εἰσακοῦσαι S.Fr.314.218
•abs. imponer la obligación de actuar de determinada manera αἴ τις ταῦτα παρβαίνοι, τὸν ταγὸν ... ἐξξανακάδɛ̄ν IG l.c., εἰ τὸ θάκημ' ἐξαναγκάζει S.OC 1179, ὁ δ' ἐχθρὸς εὐθὺς ἐξηνάγκασεν Ar.Au.377, cf. Isoc.6.80, en v. pas. ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος Hdt.2.3.
2 sent. fís. hacer fuerza para sacar, forzar hacia fuera ἐξαναγκάζειν ... τοῖσι δακτύλοισι τὴν ἕδρην ἔξω Hp.Haem.2, abs. χρῆσθαι τοῖσιν ἱδρωτικοῖσιν ...· ἐξαναγκάζουσι γάρ utilizar los medicamentos sudoríficos, pues fuerzan (el brote del sudor), Hp.Vict.3.72, en v. pas. ἐξαναγκαζομένου τοῦ ἀρχοῦ Hp.Haem.2
•fig. c. ac. abstr. echar a la fuerza, expulsar c. dat. instrum. τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν X.Mem.2.1.16.
German (Pape)
[Seite 868] verstärktes simpl., erzwingen, durchaus nöthigen; τὸ θεῖον αὐτοὺς ἐξαναγκάζει στόμα Soph. O. C. 609; neben κελεύω Tr. 1248; τὰ σὰ ἔργα ἐξαναγκάζει με ταῦτα δρᾶν El. 610; vgl. Eur. Or. 1665; Ar. Av. 377; ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος ἐπιμνησθήσομαι Her. 2, 3; Sp.; – τὴν ἀργίαν πληγαῖς, mit Schlägen gewaltsam austreiben, Xen. Hem. 2, 1, 16; – οὐ πάντως ἐξηναγκασμένον, indem es nicht durchaus nothwendig ist, Apoll. D. adv. 585, 2.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξηνάγκασα, ao. Pass. ἐξηναγκάσθην;
1 forcer, contraindre : τινα ποιεῖν τι SOPH qqn à faire qch;
2 chasser par la force, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀναγκάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναγκάζω:
1 силой заставлять, принуждать (τινὰ ποιεῖν τι Soph., Eur.): ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος Her. вынужденный (к чему-л.) ходом повествования;
2 изгонять (τὴν ἀργίαν πληγαῖς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναγκάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, τὰ σὰ ἔργ’ ἐξαναγκάζει με ταῦτα δρᾶν βίᾳ Σοφ. Ἠλ. 620, Εὐρ., κλ.· παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Σοφ. Ο. Κ. 603, Ἀριστοφ. Ὄρν. 377· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος ἐπιμνησθήσομαι Ἡρόδ. 2. 3. ΙΙ. ἀποδιώκω, τὴν ἀργίαν πληγαῖς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16.
Greek Monolingual
(AM ἐξαναγκάζω)
επιβάλλω, υποχρεώνω, αναγκάζω με σωματική ή ψυχολογική βία, καταναγκάζω
α. «η επιμονή του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα μαχαίρι πιάσει και μπήξει το μες στην καρδιά», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. προκαλώ την έξοδο
2. διώχνω, ξεριζώνω, εξαλείφω («τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν» — διώχνουν την αργία, την οκνηρία, με σωματική βία, με χτυπήματα, Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐξαναγκάζω: μέλ. -άσω,
I. εξαναγκάζω ή υποχρεώνω πλήρως, τινὰ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με αιτ. μόνο, σε Σοφ.
II. απομακρύνω, εκδιώκω, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. άσω
I. to force or compel utterly, τινὰ ποιεῖν τι Soph., Eur., etc.; c. acc. only, Soph.
II. to drive away, Xen.
Lexicon Thucydideum
cogere, to compel, force, 8.95.4, [boni codd. good manuscripts ἀναγκ.]