ἄρκτος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
m (Undo revision 3145199 by Spiros (talk))
Tag: Undo
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄρκτος:''' ὁ, преимущ. ἡ (дор. gen. ἄρκτω)<br /><b class="num">1</b> [[медведь]], [[медведица]] Hom., HH, Arst. etc.;<br /><b class="num">2</b> (тж. [[ἅμαξα]]) [[созвездие большой медведицы]] om., Her., Xen., Arst., Polyb.: αἱ ἄρκτοι Her., Plat., Arst. Большая и Малая Медведицы;<br /><b class="num">3</b> [[северный полюс]] Her., Plat., Arst.: ἡ [[ἑτέρα]] ἄρκτος Arst. [[южный полюс]];<br /><b class="num">4</b> тж. pl. [[север]] (οἱ πρὸς или ὑπὸ τὴν ἄρκτον τόποι Arst.);<br /><b class="num">5</b> «[[морской медведь]]» ([[вид]] краба) Arst.;<br /><b class="num">6</b> «[[медведица]]» ([[девочка]], принимавшая участие в празднике [[Βραυρώνια]]) Eur., Arph.
|elrutext='''ἄρκτος:''' ὁ, преимущ. ἡ (дор. gen. ἄρκτω)<br /><b class="num">1</b> [[медведь]], [[медведица]] Hom., HH, Arst. etc.;<br /><b class="num">2</b> (тж. [[ἅμαξα]]) [[созвездие большой медведицы]] Hom., Her., Xen., Arst., Polyb.: αἱ ἄρκτοι Her., Plat., Arst. Большая и Малая Медведицы;<br /><b class="num">3</b> [[северный полюс]] Her., Plat., Arst.: ἡ [[ἑτέρα]] ἄρκτος Arst. [[южный полюс]];<br /><b class="num">4</b> тж. pl. [[север]] (οἱ πρὸς или ὑπὸ τὴν ἄρκτον τόποι Arst.);<br /><b class="num">5</b> «[[морской медведь]]» ([[вид]] краба) Arst.;<br /><b class="num">6</b> «[[медведица]]» ([[девочка]], принимавшая участие в празднике [[Βραυρώνια]]) Eur., Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 08:14, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρκτος Medium diacritics: ἄρκτος Low diacritics: άρκτος Capitals: ΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: árktos Transliteration B: arktos Transliteration C: arktos Beta Code: a)/rktos

English (LSJ)

ἡ,
A bear, esp. Ursus arctos, brown bear, Od.11.611, h.Merc. 223, h.Ven.159, Hdt.4.191, etc.: the instances of the masc. are dub. (Arist.Col.798a26 is inconclusive), the fem. being used even when both sexes are included, Id.HA539b33.
2 Ἄρκτος, ἡ, the constellation Ursa Major, Ἄρκτον θ', ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν Il.18.487, Od.5.273, cf. Heraclit.120, E.Ion1154, etc.; τὰ ὑπὸ τὴν Ἄρκτον ἀοίκητα Hdt.5.10; Ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι S.Tr.131 (lyr.); Ἄρκτου στροφάς τε καὶ Κυνὸς ψυχρὰν δύσιν Id.Fr.432.11: in plural, ἄρκτοι = the Greater and Lesser Bears, Arat.27; Ἄρκτος μικρά, Ἄρκτος μεγάλη, Str.2.5.35, 36, cf. Cic.ND2.41.105.
3 the north, πρὸς ἄρκτον τετραμμένος Hdt. 1.148, cf. E.El.733 (lyr.), Aeschin.3.165, etc.; ἀπὸ ἄρκτου IG5(2).444.11 (Megalopolis), al.: pl., Hp.Aër.5 and 19, Pl.Criti.118b, etc.
b ἡ ἑτέρα ἄρκτος = the south pole, Arist.Mete.362a32.
II ἄρκτος, ἡ, at Athens a girl appointed to the service of Artemis Brauronia or Ἀρχηγέτις, E. Hyps.Fr.57, Ar.Lys.645.
III a kind of crab, prob. Scyllarus arctus, Arist.HA549b23, cf. Speus. ap. Ath.3.105b, Mnesim.4.45, Archestr.Fr.56.
IV ἄρκτου δένδρον = ἀκτῆ, Ps.-Dsc.4.173. (Cf. Skt. ṛkṣas, Lat. ursus, etc.)

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
• Alolema(s): ἄρκος, ὁ, ἡ Hp.Vict.2.48, tb. en gr. tard.
• Morfología: [fem. para ambos sexos Arist.HA 539b33; dór. gen. sg. Ἄρκτω Theoc.7.112]
I 1oso esp. Ursus arctos, oso pardo, Od.11.611, h.Merc.223, h.Ven.159, Hdt.4.191, Eup.317, X.Cyr.1.4.7, Arist.HA 539b33, Col.798a26, LXX 4Re.2.24, Si.25.17, TDA 249 (Cartago II d.C.), Apoc.13.2, Plu.2.169e, 974b, 977d, IG 14.1302i (Preneste II d.C.), Luc.Demon.19, Aesop.66, 152, Ael.NA 1.31, D.C.60.23.5, Philostr.VS 554, Hierocl.Facet.207, 216, 230, Orib.2.68.11, Eust.1156.16, A.Paul.et Thecl.33, Sud., Λυκαονίη ἄρκτος osa licaonia e.d. Calisto, transformada en osa por Hera, Call.Iou.41.
2 osa muchacha que se disfrazaba de osa en el culto de Ártemis Brauronia en Atenas, Ar.Lys.645, Fr.386, E.Fr.767, en Cirene SEG 9.72.98 (IV a.C.), cf. Hsch.s.u. ἄρκος.
II astr.
1 ἡ Ἄρκτος = la Osa Mayor constelación también llamada el Carro Ἄρκτον θ', ἣν καὶ Ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν Il.18.487, seguida para orientar el rumbo Od.5.273, τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα Hdt.5.10, Ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι S.Tr.130, Ἄρκτος στρέφουσα E.Io 1154, cf. Diog.Oen.22.1.11
tb. llamada ἡ μεγάλη ἄρκτος Str.2.5.36, Arat.140, 723
plu. las dos Osas Arat.27, Eudox.Fr.15
ἡ μικρά ἄρκτος = la Osa Menor Str.2.5.35, κυνοσουρίς Ἄρκτος = Osa de la cola de perro e.d. Osa Menor Arat.182, 227 (cf. κυνόσουρα), τὴν ἑτέραν ἄρκτον ἐνεσημήνασθε τῷ οὐρανῷ Philostr.Her.1.14.
2 el Norte πρὸς ἄρκτον τετραμμένος Hdt.1.148, ἀπ' ἄρκτου πρὸς μεσαμβρίης Hdt.2.8, πρὸς ἄρκτου ... κατοικημένοι Hdt.3.102, πρὸς ... ἄρκτον τῆς Εὐρώπης Hdt.3.116, ὑψηλὴν εἶναι πρὸς ἄρκτον τὴν γῆν Arist.Mete.354a32 (= Anaximen.A 14), cf. E.El.733, X.An.3.5.15, Mem.3.8.9, Arist.Mete.350b4, Theoc.7.112, IG 5(2).444.11 (Megalópolis), D.C.56.24.4, plu. ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβορρος Pl.Criti.118b, cf. Hp.Aër.5, Eudox.Fr.82, 113
ἡ ἑτέρα ἄρκτος = el polo Sur Arist.Mete.362a32.
III un tipo de crustáceo, prob. cigala Arist.HA 549b23, Hp.Vict.2.48, Archestr.SHell.187.2.
IV bot.
1 ἄρκτου δένδρον = yezgo, Sambucus ebulus L., Ps.Dsc.4.173.
2 ἄρκου σταφυλή = gayuba, Arctostaphylos uva-ursi Sprengel, Gal.13.83, 84.
• Etimología: De *r̥ksos n. antiguo del oso, donde la oclusiva plantea problemas por su equivalencia c. ai. r̥ksa-, av. arša, arm. arǰ, lat. ursus. Dud. het. ḫartagga-. Quizá de la raíz *reks/t (?)- ‘desgarrar’, cf. gr. ἐρέχθω, ai. rákṣas-.

German (Pape)

[Seite 354] ὁ, ἡ, 1) Bär, Bärin, Od. 11, 611 u. Folgde, das fem. ist vorzugsweise im Gebrauch. – 2) das Gestirn, auch der Wagen genannt, Il. 18, 487 Od. 5, 273; Eur. Ion. 1154; αἱ ἄρκτοι, der große u. kleine Bär, Cic. N. D. 2, 41; dah. der Nordpol, der Norden, ἀπὸ τῶν ἄρκτων Plat. Critia 118 b; auch im sing., Xen. Pol. 5, 3, 10. – 3) ἡ, in Athen eine der Artemis vom 10. Jahre an geweihte Ehrenjungfrau, die an dem Feste der Brauronien opferte, Ar. Lys. 645; Eur. bei Harpocr. – 4) ein Fisch, Archestr. Ath. II, 42 d; Arist. H. A. 5, 17.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 ours, ourse, animal;
2 p. anal. la Grande-Ourse (appelée aussi le Chariot = ἅμαξα), constellation ; ἡ ἄρκτος le pôle nord.
Étymologie: cf. lat. ursus, p. *urcsus.

English (Autenrieth)

bear, Od. 11.611; fem., the constellation of the Great Bear, Il. 18.487, Od. 5.273.

English (Strong)

probably from ἀρκέω; a bear (as obstructing by ferocity): bear.

English (Thayer)

ἄρκτου, ὁ, ἡ, or (so G L T Tr WH) ἄρκος, ἄρκου, ὁ, ἡ, a bear: Homer down.)

Greek Monolingual

η (AM ἄρκτος)
1. η αρκούδα
2. «Μεγάλη και Μικρή Άρκτος» — οι ομώνυμοι αστερισμοί
αρχ.
1. ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου
2. ο Βορράς, ο Βόρειος Πόλος
3. «ἑτέρα ἄρκτος» — ο Νότιος Πόλος
4. (στην Αθήνα) κορίτσι στην υπηρεσία της Βραυρωνίας Αρτέμιδος
5. είδος καβουριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ελλ. λ. άρκτος συνδέεται με αρχ. ινδ. ŗksa- αβ. arša-, αρμ. arj, λατ. orcsos > ursus, ιρλ. art. Πρόβλημα παρουσιάζει η προέλευση του συμπλέγματος -κτ-, το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε από ΙΕ.-kt-, που θα κατέληγε σε αρχ. ινδ. -st- ούτε από IE.-ks-, που στην Ελληνική αποδίδεται με -ξ-. Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι η Ινδοευρωπαϊκή διέθετε κλειστούς φθόγγους (άηχα και ηχηρά δασέα), οι οποίοι κατά την άρθρωσή τους ακολουθούνταν από συριστικό με πολύ βραχύχρονη διάρκεια (π.χ. ks και g2h). Έτσι, το ελλην. σύμπλεγμα -κτ- στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες αποδίδεται ως εξής: αρχ. ινδ. ks, αβ. š ή , αρμ. č, λατ. cs, αρχ. άνω γερμ. hs, ιρλ. t και ο τ. άρκτος ανάγεται σε IE. ŗksos. Η ονομασία άρκτος δόθηκε από τους αρχαίους ήδη χρόνους σε δύο αστερισμούς (Μεγάλη και Μικρή Άρκτος), αν και το σχήμα τους δεν παρουσιάζει καμμιά ομοιότητα με την αρκούδα. Επειδή οι αστερισμοί αυτοί ανήκουν στο Βόρειο Ημισφαίριο, το ουσ. άρκτος κατέληξε να σημαίνει «Βορράς, Βόρειος Πόλος».
ΠΑΡ. άρκτειος, αρκτικός
αρχ.
αρκτεύω, άρκτιος, αρκτώος
νεοελλ.
Αρκτία, αρκτιδεύς.
ΣΥΝΘ. Αρκτούρος
αρχ.
αρκτοειδής, Αρκτοφύλαξ
μσν.
αρκτόμορφος
(μσν.-νέοελλ.) αρκτοτρόφος
νεοελλ.
Άρκτιτις, αρκτόδερμα, Αρκτοκήβος, Αρκτομήκων, Αρκτοστάφυλος].

Greek Monotonic

ἄρκτος: ἡ,
I. αρκούδα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
II. 1. ἄρκτος, , ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου, επίσης καλείται ἅμαξα (όπως και αστέρι ακριβώς πίσω από αυτήν καλείται Ἀρκτοῦρος, ο Αρκτοφύλακας ή Βοιώτης, ο Αμαξηλάτης), σε Όμηρ. κ.λπ.
2. η χώρα της αρκούδας, αρκτικά μέρη, Βορράς, ενικ., σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρκτος: ὁ, преимущ. ἡ (дор. gen. ἄρκτω)
1 медведь, медведица Hom., HH, Arst. etc.;
2 (тж. ἅμαξα) созвездие большой медведицы Hom., Her., Xen., Arst., Polyb.: αἱ ἄρκτοι Her., Plat., Arst. Большая и Малая Медведицы;
3 северный полюс Her., Plat., Arst.: ἡ ἑτέρα ἄρκτος Arst. южный полюс;
4 тж. pl. север (οἱ πρὸς или ὑπὸ τὴν ἄρκτον τόποι Arst.);
5 «морской медведь» (вид краба) Arst.;
6 «медведица» (девочка, принимавшая участие в празднике Βραυρώνια) Eur., Arph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (m.?)
Meaning: bear (Il.); also Ursa maior (Scherer Gestirnnamen 131ff.), the north; also a crustacean, Arctos Ursus = τέττιξ (Arist.; Thompson Fishes 17).
Other forms: ἄρκος m. f. (LXX). The form is early in names, Dobias-Lalou, Inscr. Cyrène, 2000, 6. Late ἄρξ (OGI 201, 15).
Compounds: Ἀρκτοῦρος (Hes.) with -ορος surveyor s. φρουρός.
Derivatives: Demin. ἀρκτύλος (Poll.), ἄρκυλλος (Sch. Opp.), ἄρκιλος (Eust.); ἀρκτῳ̃ος id. (Luc.; after ἑῳ̃ος from ἕως); ἄρκ(τ)ειος belonging to a bear (Dsc.; after αἴγειος, βόειος etc.); ἀρκτῆ (aus -έη) f. skin of a bear (Anaxandr.). ἄρκτιον n. plant name, Inula candida (Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 118). - Whether Ἀρκάδες (s.v.) belongs here, is uncertain s. Sommer Ahh. u. Sprw. 63f.
Origin: IE [Indo-European] [864] *h₂rtḱo- bear
Etymology: The late form with single -κ- is confirmed by derivations; it must be just simplification (or from before the metathesis?). Old name of the bear: Skt. ŕ̥kṣa-, Av. arša-, Arm. arǰ, Lat. ursus, Celt., e.g. MIr. art. Hitt. ḫartagga- lead to the reconstruction *h₂rtḱo-. In Germanic and Balto-Slavic the name was replaced, prob. for taboo-reasons; cf. Emeneau Lang. 24, 56ff. The old etymology as destroyer (Skt. rákṣas-, Aw. raš- damage) has now become untenable. On the suffix -ḱ- cf. ἀλώπηξ.

Middle Liddell

I. a bear, Od., etc.
II. ἄρκτος, ἡ, the constellation Ursa Major, also called ἅμαξα, the Wain, (the star just behind is called Ἀρκτοῦρος the Bearward, or Βοώτης the Wagoner), Hom., etc.
2. the region of the bear, the North, sg., Hdt., Eur.

Frisk Etymology German

ἄρκτος: {árktos}
Forms: jüngere Form mit Erleichterung der Konsonantengruppe, evtl. unter volksetymologischem Anschluß an ἀρκέω, ἄρκος m. f. (seit LXX)
Grammar: f. (m.),
Meaning: Bär, Bärin, auch als N. eines Sternbildes Ursa maior, der Norden (seit Il.; vgl. Scherer Gestirnnamen 131ff.).
Derivative: Deminutive Ableitungen: ἀρκτύλος (Poll.), ἄρκυλλος (Sch. Opp.), ἄρκιλος (Eust.); letzteres nach Bechtel Dial. 2, 780f. auch zu lesen bei H. für ἄρκηλα· ... Κρῆτες τὴν ὕστριχα (= Igel, Stachelschwein); aber ἄρκηλος ist auch überliefert bei Kallix. und Ael., und zwar im Sinne von Pantherjunges, Art Panther. — Auch die übrigen Ableitungen, die sich vorwiegend auf das Sternbild und den Norden beziehen, sind ziemlich sparsam belegt: ἀρκτικός nördlich (Arist. usw.), okkasionell zum Bären gehörig (Pap.); ἀρκτῳ̃ος ib. (Luk., Lib., Nonn.; nach ἑῳ̃ος von ἕως); ἄρκ(τ)ειος zum Bären gehörig (Dsk., D. Chr. usw.; nach αἴγειος, βόειος usw.); ἀρκτῆ (aus -έη) f. Bärenfell (Anaxandr.; nach παρδαλέη usw.); ἄρκτιος nördlich (Nonn.), ἄρκτιον n. Pflanzenname, Inula candida (Dsk., Nik., Plin.; nach dem Bären genannt, s. Strömberg Pflanzennamen 118). — Denominatives Verb ἀρκτεύω, -εύομαι ‘als Bärin (im Dienst der Artemis Brauronia) auftreten’ (Lys., Sch. Ar. Lys. 645). — Ob der Volksname Ἀρκάδες als "Bärenmänner" hierhergehört, ist dagegen sehr zweifelhaft, s. Sommer A. u. Sprw. 63f. m. Lit. u. Kritik anderer Ansichten.
Etymology: ἄρκτος ist der griechische Vertreter einer alten Bezeichnung des Bären, die in einer Reihe idg. Sprachen erhalten ist: aind. ŕ̥kṣa-, aw. arša-, arm. arǰ, lat. ursus, kelt., z. B. mir. art. Unsicher dagegen heth. ḫartagga- N. eines Raubtiers. Im Germanischen und Baltisch-Slavischen wurde der alte Name durch Tabu von anderen Bezeichnungen verdrängt; vgl. darüber zuletzt Emeneau Lang. 24, 56ff. Daß der alte Name des Bären, gr. ἄρκτος usw., seinerseits auf dieselbe Weise in uralter Zeit entstand, ist sehr wahrscheinlich. Die alte Deutung als "Zerstörer, Schädiger" (zu aind. rákṣas- n. Zerstörung, Beschädigung, aw. raš- beschädigen; so zuletzt Specht KZ 66, 27, Ursprung 7 u. 37) ist lautlich haltbar, sofern man rákṣas- von ἐρέχθω (s. d.) trennen will. — Ältere Literatur bei WP. 1, 322.
Page 1,141-142

Chinese

原文音譯:¥rktoj 阿而克拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:熊
字義溯源:熊;源自 (ἀρκέω)*=避免
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 熊的(1) 啓13:2

English (Woodhouse)

northern region, the Arctic Regions, the Great Bear, the North

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Abaza: мшвы; Abenaki: awasos; Abkhaz: амшә; Achehnese: cagèë; Adyghe: мышъэ; Afrikaans: beer; Ainu: カムィ, イソ, エペㇾ; Akkadian: 𒊍; Alabama: nita; Albanian: ari, ariu; Alemannic German: Bar; Algonquin: makwa, mosq; Alviri-Vidari: پورسوغ‎; Amharic: ድብ; Andi: сей; Aoheng: bohang; Apache Western Apache: tsét'soyé, shash; Arabic: دُبّ‎, دُبَّة‎; Egyptian Arabic: دبَّة‎, دبّ‎; Moroccan Arabic: دب‎; Aragonese: onso; Aramaic Hebrew: דבא‎; Syriac: ܕܒܐ‎; Arapaho: wox; Archi: ххамс; Armenian: արջ; Aromanian: ursâ; Assamese: ভালুক; Asturian: osu; Atayal: ngarux; Avar: ци; Aymara: jukumari; Azerbaijani: ayı; Baekje: 金馬; Bahnar: chơgơu; Bakhtiari: خرس‎; Baluchi: مم‎; Bashkir: айыу; Basque: hartz; Batak Toba: gompul; Batek: kemol, klabas/tlabas; Bats: ჩა; Bau Bidayuh: buang; Belarusian: мядзведзь; Belizean Creole: byaa; Bengali: ভালুক; Berau Malay: belwiang; Bezhta: сиᵸ; Bidayuh Bau-Jagoi: buank, buang; Bukar-Sadong: buhang; Biatah: buwaang; Bikol Central: oso; Biloxi: ǫti; Breton: arzh; Brunei Malay: baruang; Bulgarian: мечок, мечка; Burmese: ဝက်ဝံ; Buryat: баабгай; Catalan: ós; Cebuano: oso; Central Dusun: bohuang; Central Melanau: buweang; Chechen: ча; Chepang: योम्; Cheq Wong: labas, sĕlabas; Cherokee: ᏲᏅ, ᏲᎾ; Cheyenne: náhkohe; Chickasaw: nita'; Chinese Cantonese: 熊, 熊人; Dungan: щүн; Hakka: 熊; Mandarin: 熊, 魋; Min Dong: 熊; Min Nan: 熊; Wu: 熊; Chipewyan: sas; Choctaw: nita; Chukchi: кэйӈын, умӄы; Chuvash: упа; Comox: mɛχaɬ; Cornish: arth, ors; Corsican: orsu; Cree Northern East: ᒋᔖᔮᒄ, ᐅᓵᐅᔅᒄ; Plains: ᒪᔉᐗ; Southern East: ᑳᑰᔥ, ᒪᔅᒄ; Crimean Tatar: ayuv; Czech: medvěd; Danish: bjørn; Dargwa: синка; Dolgan: эбэкээ; Drung: sheui; Dusun Deyah: bibang; Dusun Witu: biakng; Dutch: beer, berin; Dzongkha: དོམ; Eastern Cham: ꨌꨈꨭꨥ; Elfdalian: byönn; Emilian: aurs; Erzya: овто; Esperanto: urso; Estonian: karu; Evenki: амака, хомоты; Faroese: bjørn; Finnish: karhu, kontio, otso, mesikämmen; Fox: mahkwa; Franco-Provençal: ors, ourse; French: ours, ourse; Frisian North: koarn; Saterland: Boar; West: bear; Friulian: ors; Gagauz: ayı; Galician: oso; Gana: bowang; Gayo: telkah; Ge'ez: ድብ; Georgian: დათვი; German: Bär, Bärin; Godoberi: сиᵸгьи; Gothic: 𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰; Greek: αρκούδα, άρκτος; Ancient Greek: ἄρκτος, ἄρκος; Pontic Greek: άρκον; Greenlandic: nanoq; Gujarati: રીંછ; Haitian Creole: lous; Hawaiian: pea; Hebrew: דֹּב/דּוֹב‎‎; Hindi: भालो, भालू, रीछ; Hinukh: зе; Hittite: 𒄯𒁖𒂵𒀸; Hopi: jhoonaw; Hovongan: bohang; Hungarian: medve; Hunsrik: Bäer, Bärin; Iban: jugam, akup, makup, beruang; Icelandic: björn; Idahan: patut; Ido: urso; Indonesian: beruang; Ineseño: xus; Ingush: ча; Interlingua: urso; Inuktitut: ᐊᑎᖅᐳᖅ; Inupiaq: akjaq, iggabri, iyyabriq, nanuq; Irish: béar, mathúin; Old Irish: art; Middle Irish: mathgamain; Italian: orso; Itelmen: массу; Iu Mien: jiepv; Jahai: kawip; Jangkang: buakng; Japanese: 熊, クマ; Javanese: bruwang, barong; Jicarilla: shash; Jingpho: tsap; Kabardian: мыщэ; Kalmyk: аю; Kannada: ಕರಡಿ; Kansa: míⁿcho, wasábe; Karachay-Balkar: айю, айыу; Karaim: ajuv; Karakalpak: ayıw; Karakhanid: اَذِغْ‎; Karelian: kondii, leveiočču, mötti; Karok: vírusur; Kashmiri: ہاپُتھ‎, ہاپٕژ‎; Kashubian: miedzwiédz; Kavalan: tumay; Kazakh: аю; Kenaboi: kahúñ; Kensiu: kawap; Kereho: bohang; Ket: ӄой; Khakas: аба; Khanty: мойпар; Khmer: ខ្លាឃ្មុំ; Kimaragang: boowang; Kiput: bĕlufiĕ; Komi-Permyak: ош; Komi-Zyrian: ош; Korean: 곰; Middle Korean: 곰〯; Koryak: умӄа, кайӈын; Kumyk: аюв; Kurdish Central Kurdish: ورچ‎; Northern Kurdish: hirç; Kyrgyz: аюу; Ladin: lors; Ladino: lonso; Lak: цуша; Lakota: matȟó; Lampung: gemul; Lao: ໝີ, ຫມີ; Latin: ursus, ursa; Latvian: lācis; Laz: მთუთი; Lenape Munsee: maxkw; Unami: màxkw; Lezgi: сев; Ligurian: orso; Limburgish: baer, beer; Lithuanian: lokys, meška; Livonian: okš, karū; Lolopo: hhe; Lombard: ors, órs, urs; Low German: Boor; Luxembourgish: Bier; Lü: ᦖᦲ; Macedonian: мечка; Machiguenga: máeni; Malagasy: orsa; Malay: beruang; Malayalam: കരടി; Maltese: ors, debb; Manchu: ᠯᡝᡶᡠ; Manx: maghouin; Maori: pea; Maranao: barowang; Marathi: अस्वल; Mari Eastern Mari: маска; Western Mari: мӧскӓ; Maricopa: maxwet; Massachusett: mosq; Mazanderani: اش‎, ارش‎; Ma'anyan: bayuang, wayuang; Meänkieli: karhuu; Mendriq: kawip; Merap: buwe, buwie, buwaye; Mi'kmaq: mui'n anim; Minangkabau: biruang, baribeh, bibeh; Mingrelian: თუნთი; Mirandese: urso; Modang: wahagung; Mohegan-Pequot: awáhsohs; Moksha: офта; Mongolian: баавгай; Montagnais: mashkᵘ; Muong: củ; Mòcheno: per; Nahuatl Central: tlacamayeh; Classical: tlacamayeh tecuani; Temascaltepec: uxu; Nanai: мапа, нанги; Nanticoke: winquipim; Narragansett: paukúnawaw; Navajo: shash; Naxi: ggvq; Neapolitan: urzo; Nepali: भालु; Nganasan: ӈарка; Nivkh: ӄʼотр̌, чхыф; Nogai: аюв; North Frisian: baar, beer, Beer; Northern Sotho: bêrê; Northern Yukaghir: хайчиэтэгэ; Norwegian Bokmål: bjørn; Nynorsk: bjørn; O'odham: judumi; Occitan: ors; Ojibwe: ᒪᒃᐗ; Old Church Slavonic Cyrillic: медвѣдь; Old East Slavic: медвѣдь; Old English: bera; Old Norse: bjǫrn; Old Saxon: bero; Old Turkic: 𐰑𐰍‎; Orang Rimba: bur'uwong; Oriya: ଭାଲୁ; Orok: бојо; Oroqen: ɲoɲoɣo; Ossetian: арс; Ottawa: mko; Pacoh: apơng; Paiwan: cumay; Paluan: bauang; Papiamentu: ber; Pashto: خرس‎, بالو‎; Pela: vɛ̃⁵⁵; Persian: خرس‎; Picard: ors; Piedmontese: ors; Plautdietsch: Boa; Polish: niedźwiedź, niedźwiedzica, miś; Portuguese: urso, ursa; Potawatomi: mko; Punjabi: ਰਿਛ; Quapaw: wasá; Quechua: ukumari; Rara: igoh; Rejang: bu'ang; Ribun: buakng; Romani: rish, rishni, hirč; Romanian: urs, ursoaică, moș Martin; Romansch: urs, urs, uors, ursa, uorsa; Rukai: cumay; Russian: медведь, медведица, медвежонок, мишка; Rusyn: медведз; Sakizaya: tumay; Salako: nompok, egoh; Sami Southern: bïerne; Northern: guovža, bierdna; Inari: kuobžâ; Skolt: kuõbǯǯ; Kildin: та̄лл; Sanskrit: ऋक्ष, भल्लूक; Sardinian: ursu, ùssulu; Saterland Frisian: Boar; Scottish Gaelic: mathan; Selkup: ӄорӄы; Semai: samiiw, kawip, berwòk, bah òòs, bah woow; Semaq Beri: mol; Semnam: kaweep; Serbo-Croatian: medo; Cyrillic: мѐдвјед, мѐдвед, мѐдвједица, мѐдведица; Roman: mèdvjed, mèdved, mèdvjedica, mèdvedica; Shan: မီ; Sherpa: དོམ; Shor: апшақ, азығ, аба; Shuswap: kenkéknem; Sichuan Yi: ꊈ; Sicilian: ursu; Silesian: niedźwiydź; Simalungun: gipul; Sindhi: کڻندو‎; Sinhalese: වලසා; Slovak: medveď; Slovene: medved, medvedka; Somali: oorso; Sorbian Lower Sorbian: mjadwjeź; Upper Sorbian: mjedwjedź; Southern Altai: айу; Southern Kam: meel; Spanish: oso; Sundanese: biruang, ontohod; Svan: და̈შდვ; Swahili: dubu; Swedish: björn; Tabasaran: швеъ; Tachawit: abubaz; Tagalog: oso; Tajik: хирс; Talysh: خرس‎; Tamil: கரடி; Taos: kə́ona; Tatar: аю; Tawoyang: biang; Telugu: ఎలుగుబంటి, ఎలుగ్గొడ్డు, ఎలుగు; Temiar: kaweeb; Temoq: kĕtebong; Thai: หมี; Tibetan: དོམ; Tigrinya: ድቢ; Tindi: сӣᵸ; Tlingit: xóots, s'eek; Tobilung: bawang, boluot; Tofa: иресаӈ, ирезаӈ; Tsez: зе; Tundra Enets: богля; Tundra Nenets: верк; Turkish: ayı; Turkmen: aýy; Tuscarora: ujihre; Tuvan: адыг; Udihe: мафа; Udmurt: гондыр; Ugaritic: 𐎄𐎁; Ukrainian: ведмі́дь; Urdu: بھالو‎; Uyghur: ئېيىق‎; Uzbek: ayiq; Venetian: bero, ors, orso; Veps: mezikämen, kondi; Vietnamese: gấu; Vilamovian: baor; Volapük: ber; Votic: karu; Võro: kahr; Walloon: oûsse; Waray-Waray: oso; Welsh: arth; West Coast Bajau: jurub; West Frisian: bear; White Hmong: dais; Xhosa: ibhere; Yagnobi: хирс; Yakut: эһэ; Yiddish: בער‎; Yup'ik: carayak; Yurok: chyer'ery', neekwech; Zazaki: heş, hes, esı; Zhuang: mui