μηλωτή: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miloti
|Transliteration C=miloti
|Beta Code=mhlwth/
|Beta Code=mhlwth/
|Definition=ἡ, (<b class="b3">μῆλον</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sheepskin, any rough woolly skin</b>, <span class="bibl">Philem.25</span>, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>38.22</span> (ii B.C.), <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>19.13</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>11.37</span>, <span class="title">OGI</span>629.32 (ii A.D.), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>191.9</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>670</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (μήλη) = sq., Erot.s.v. [[κάτοπτρον]].</span>
|Definition=ἡ, ([[μῆλον]] A)<br><span class="bld">A</span> [[sheepskin]], [[any rough woolly skin]], Philem.25, ''PTeb.''38.22 (ii B.C.), [[LXX]] ''3 Ki.''19.13, ''Ep.Hebr.''11.37, ''OGI''629.32 (ii A.D.), A.D.''Synt.''191.9, Sch.Ar.''V.''670.<br><span class="bld">II</span> ([[μήλη]]) = [[μηλωτίς]] ([[probe]]), Erot.s.v. [[κάτοπτρον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 [[ἀργέλοφοι]] erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch [[ζώνη]] ἐκ δέρματος, Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 [[ἀργέλοφοι]] erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch [[ζώνη]] ἐκ δέρματος, Suid.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλωτή:''' ἡ [[овечья или козья шкура]] NT.
}}
{{ls
|lstext='''μηλωτή''': ἡ, ([[μῆλον]]) δέρμα προβάτου, πᾶσα δορὰ [[ἀκατέργαστος]] καὶ μαλλοφόρος, [[στρῶμα]] μηλωτήν τ’ ἔχει Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672· - ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ [[πάντοτε]] τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μηλωτή]]· [[διφθέρα]]»· - οὕτω καὶ μηλωτάριον, τό, Ἰω. Μόσχος 2856Α, κλ., ἰδὲ Δουκάγγ.
}}
{{StrongGR
|strgr=from melon (a [[sheep]]); a [[sheep-skin]]: sheepskin.
}}
{{Thayer
|txtha=μηλωτης, ἡ (from [[μῆλον]] [[sheep]], [[also]] a [[goat]]; as καμηλωτη (`camlet') from [[κάμηλος]] (cf. Lob. Paralip., p. 332)), a sheepskin: Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 17,1 [ET]. For אַדֶּרֶת an [[outer]] [[robe]], [[mantle]], the Sept. in שֵׂעָר אַדֶּרֶת, a [[mantle]] of [[hair]], Sept. [[δέρρις]] τριχινη). In the Byzantine writings (Apoll. Dysk. 191,9) μηλοτη denotes a monk's [[garment]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μηλωτή]])<br />[[δέρμα]] προβάτου, [[προβειά]] ή [[κάθε]] ακατέργαστο και τριχωτό [[δέρμα]] ζώου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[είδος]] επενδύτη ή [[κάλυμμα]] τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό [[δέρμα]], [[ιδίως]] προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]», πιθ. από αμάρτυρο ρ. [[μηλόω]] ([[πρβλ]]. [[κηρωτή]], [[πλακωτή]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μηλωτή]], ἡ (Α) [[μηλώ]]<br />[[μήλη]], [[καθετήρας]].
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':mhlwt» 姆羅帖<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':羊皮<br />'''字義溯源''':羊皮,綿羊皮;源自([[μηλωτή]])X*=羊)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 綿羊皮(1) 來11:37
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[δέρμα]] προβάτου), ἀπό τό [[μῆλον]] (=[[πρόβατο]]).
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ῆς (ἡ) <b class="num">1</b> peau de brebis<br><b class="num">2</b> sonde de chirurgien<br>[[μῆλον]] 2]
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλωτή Medium diacritics: μηλωτή Low diacritics: μηλωτή Capitals: ΜΗΛΩΤΗ
Transliteration A: mēlōtḗ Transliteration B: mēlōtē Transliteration C: miloti Beta Code: mhlwth/

English (LSJ)

ἡ, (μῆλον A)
A sheepskin, any rough woolly skin, Philem.25, PTeb.38.22 (ii B.C.), LXX 3 Ki.19.13, Ep.Hebr.11.37, OGI629.32 (ii A.D.), A.D.Synt.191.9, Sch.Ar.V.670.
II (μήλη) = μηλωτίς (probe), Erot.s.v. κάτοπτρον.

German (Pape)

[Seite 173] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 ἀργέλοφοι erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch ζώνη ἐκ δέρματος, Suid.

Russian (Dvoretsky)

μηλωτή:овечья или козья шкура NT.

Greek (Liddell-Scott)

μηλωτή: ἡ, (μῆλον) δέρμα προβάτου, πᾶσα δορὰ ἀκατέργαστος καὶ μαλλοφόρος, στρῶμα μηλωτήν τ’ ἔχει Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672· - ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηλωτή· διφθέρα»· - οὕτω καὶ μηλωτάριον, τό, Ἰω. Μόσχος 2856Α, κλ., ἰδὲ Δουκάγγ.

English (Strong)

from melon (a sheep); a sheep-skin: sheepskin.

English (Thayer)

μηλωτης, ἡ (from μῆλον sheep, also a goat; as καμηλωτη (`camlet') from κάμηλος (cf. Lob. Paralip., p. 332)), a sheepskin: Clement of Rome, 1 Corinthians 17,1 [ET]. For אַדֶּרֶת an outer robe, mantle, the Sept. in שֵׂעָר אַדֶּרֶת, a mantle of hair, Sept. δέρρις τριχινη). In the Byzantine writings (Apoll. Dysk. 191,9) μηλοτη denotes a monk's garment.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μηλωτή)
δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου
νεοελλ.-μσν.
είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ. μηλόω (πρβλ. κηρωτή, πλακωτή)].
(II)
μηλωτή, ἡ (Α) μηλώ
μήλη, καθετήρας.

Chinese

原文音譯:mhlwt» 姆羅帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:羊皮
字義溯源:羊皮,綿羊皮;源自(μηλωτή)X*=羊)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 綿羊皮(1) 來11:37

Mantoulidis Etymological

(=δέρμα προβάτου), ἀπό τό μῆλον (=πρόβατο).

French (New Testament)

ῆς (ἡ) 1 peau de brebis
2 sonde de chirurgien
μῆλον 2]