θύσανος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(13_6a)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thysanos
|Transliteration C=thysanos
|Beta Code=qu/sanos
|Beta Code=qu/sanos
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tassel</b>: mostly in pl., <b class="b2">tassels, fringe</b>, Hom. (only in Il.), of the <b class="b2">tassels of the</b> <b class="b3">αἰγίς</b>, <span class="bibl">2.448</span>; ζώνῃ ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυίῃ <span class="bibl">14.181</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>225</span>, <span class="bibl">Hdt.4.189</span>; <b class="b3">οἱ τῆς ὀθόνης θ</b>. <span class="bibl">Ach.Tat.5.24</span>; πέπλος ἄχρι τῶν θ. πεποικιλμένος <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>18.222c</span>; of the <b class="b2">tufts</b> of the golden fleece, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.231</span>; of the <b class="b2">long arms</b> of the cuttle fish, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.178</span>; <b class="b3">δικτυωτὸς θ</b>. <span class="bibl">D.S.18.26</span>. (Possibly connected with <b class="b3">θύσσομαι, θύω</b>.)</span>
|Definition=[ῠ], ὁ, [[tassel]]: mostly in plural, [[tassels]], [[fringe]], Hom. (only in Il.), of the [[tassel]]s of the [[αἰγίς]], 2.448; ζώνῃ ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυίῃ 14.181, cf. Hes.''Sc.''225, [[Herodotus|Hdt.]]4.189; <b class="b3">οἱ τῆς ὀθόνης θ.</b> Ach.Tat.5.24; πέπλος ἄχρι τῶν θ. πεποικιλμένος Them.''Or.''18.222c; of the [[tufts]] of the golden fleece, Pi.''P.''4.231; of the [[long arms]] of the cuttle fish, Opp.''H.''3.178; <b class="b3">δικτυωτὸς θ.</b> [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.26. (Possibly connected with [[θύσσομαι]], [[θύω]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] ὁ (von θύω?), Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; an der [[αἰγίς]], Il. 2, 448, an der [[ζώνη]], 14, 181; θύσανοι δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοί, vom Schilde, Hes. Sc. 225; [[κῶας]] αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ, vom goldnen Vließe, Pind. P. 4, 231; οἱ θύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων οὐκ ὄφιές εἰσι, ἀλλ' ἱμάντινοι Her. 4, 189; [[δικτυωτός]] D. Sic. 18, 26; bei Opp. Hal. 3, 187 sind θύσανοι die langen Fänger des Dintenfisches.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] ὁ (von θύω?), Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; an der [[αἰγίς]], Il. 2, 448, an der [[ζώνη]], 14, 181; θύσανοι δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοί, vom Schilde, Hes. Sc. 225; [[κῶας]] αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ, vom goldnen Vließe, Pind. P. 4, 231; οἱ θύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων οὐκ ὄφιές εἰσι, ἀλλ' ἱμάντινοι Her. 4, 189; [[δικτυωτός]] D. Sic. 18, 26; bei Opp. Hal. 3, 187 sind θύσανοι die langen Fänger des Dintenfisches.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[frange]], [[bordure]].<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]².
}}
{{elru
|elrutext='''θύσᾰνος:''' (ῠ) ὁ<br /><b class="num">1</b> преимущ. pl. бахрома, кисть, подвески (φαεινοί Hes.; ἱμάντινοι Her.; [[δικτυωτός]] Diod.): [[ζώνη]] ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα Hom. пояс, украшенный сотней подвесок;<br /><b class="num">2</b> [[пучки шерсти]]: [[χρύσεος]] θ. Pind. пряди золотого руна.
}}
{{ls
|lstext='''θύσᾰνος''': ῠ, ὁ, κροσσός, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., [[κροσσοί]], κροσσωτὸν [[κόσμημα]], Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος Β. 448· καὶ ἐπὶ τῆς ζώνης τῆς Ἀθηνᾶς (πιθανῶς τὸ αὐτό), Ξ. 181, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225, Ἡρόδ. 4. 189· κιθὼν θυσανωτὸς Ἡρόδ. 2. 81 (ὅρα παράστασίν τινα ἐν τῷ Ἡροδ. τοῦ Rawlinson ii σ. 133)· ἐπὶ τῶν ἐρίων τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Πίνδ. Π. 4. 411· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς τευθίδος (σηπίας), Ὀππ. Ἁλ. 3. 177· [[θύσανος]] δικτυωτὸς ἔχων εὐμεγέθεις κώδωνας Διόδ. 18. 26. (Ἴσως ἐκ τοῦ θύω, [[ἕνεκα]] τῆς συνεχοῦς κινήσεως).
}}
{{Autenrieth
|auten=pl., tufts, tassels, [[fringe]]. (Il.)
}}
{{Slater
|sltr=<b>θῠςᾰνος</b> [[fringe]] “[[κῶας]] αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231)
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θύσανος]])<br />[[άθροισμα]] ισομεγέθων νημάτων που δένονται [[μαζί]] [[σφιχτά]] στο ένα [[άκρο]] ενώ στο [[άλλο]] αφήνονται ελεύθερα, [[κροσσός]], [[κρόσσι]], [[φούντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[ένας]] από τους [[τέσσερεις]] πρωτεύοντες τύπους στους οποίους διακρίνονται τα νέφη<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] νηματώδους ταξιανθίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θύσανοι</i><br />(για την [[αιγίδα]] ή τη [[ζώνη]] της Αθηνάς) κροσσωτό [[κόσμημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] ανάγεται σε ΙΕ <i>dhudh</i>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>dhu</i>- «[[σείω]]», απ' όπου προέκυψε [[αμάρτυρος]] τ. <i>θύθ</i>-<i>yα</i> που συνδέεται με το λεττον. <i>duša</i> «[[δεμάτι]] [[άχυρο]]» και το αρχ. ινδ. <i>dudhi</i> «[[ορμητικότητα]]». Από τον τ. <i>θύθ</i>-<i>yα</i> προέκυψε μέσω ενός [[επίσης]] αμάρτυρου τ. <i>θύσσα</i> και με την κατάλ. -<i>ανος</i> ο τ. [[θύσανος]]. Πάντως παραμένει δυσερμήνευτη η [[απλοποίηση]] του [[διπλού]] -<i>σσ</i>-, δεδομένου [[μάλιστα]] ότι η [[παρουσία]] του στο παρ. [[θυσσανόεις]] επιβάλλεται από μετρικούς λόγους, ενώ και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θύσσεται</i><br /><i>τινάσσεται</i>, που ενισχύει την ανωτέρω [[υπόθεση]] [[είναι]] [[επίσης]] αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θυσανώδης]], [[θυσανωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>θυσ</i>(<i>σ</i>)<i>ανόεις</i>, [[θυσανηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυσανία]], [[θυσανώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θυσανοειδής]], [[θυσάνουρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυσανοβόστρυχος]], <i>θυσανόβοτρυς</i>, [[θυσανόμορφος]], [[θυσανόπτερα]], <i>θυσανόστρωμα</i>, <i>θυσανοσωρείτης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θύσᾰνος:''' [ῠ], ὁ ([[θύω]] Β), [[φούντα]], στον πληθ. φούντες, κρόσσια, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις φούντες του χρυσού δέρατος, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠ́σᾰνος, ὁ, [θύω2]<br />a [[tassel]], in plural tassels, [[fringe]], Hdt.; of the tufts of the [[golden]] [[fleece]], Pind.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φούντα]]). Μᾶλλον ἀπό τό [[θύω]] (=κινοῦμαι ὁρμητικά).<br><b>Παράγωγα:</b> [[θυσανόεις]], [[θυσανωτός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύσᾰνος Medium diacritics: θύσανος Low diacritics: θύσανος Capitals: ΘΥΣΑΝΟΣ
Transliteration A: thýsanos Transliteration B: thysanos Transliteration C: thysanos Beta Code: qu/sanos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, tassel: mostly in plural, tassels, fringe, Hom. (only in Il.), of the tassels of the αἰγίς, 2.448; ζώνῃ ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυίῃ 14.181, cf. Hes.Sc.225, Hdt.4.189; οἱ τῆς ὀθόνης θ. Ach.Tat.5.24; πέπλος ἄχρι τῶν θ. πεποικιλμένος Them.Or.18.222c; of the tufts of the golden fleece, Pi.P.4.231; of the long arms of the cuttle fish, Opp.H.3.178; δικτυωτὸς θ. D.S.18.26. (Possibly connected with θύσσομαι, θύω.)

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ (von θύω?), Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; an der αἰγίς, Il. 2, 448, an der ζώνη, 14, 181; θύσανοι δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοί, vom Schilde, Hes. Sc. 225; κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ, vom goldnen Vließe, Pind. P. 4, 231; οἱ θύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων οὐκ ὄφιές εἰσι, ἀλλ' ἱμάντινοι Her. 4, 189; δικτυωτός D. Sic. 18, 26; bei Opp. Hal. 3, 187 sind θύσανοι die langen Fänger des Dintenfisches.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
frange, bordure.
Étymologie: θύω².

Russian (Dvoretsky)

θύσᾰνος: (ῠ) ὁ
1 преимущ. pl. бахрома, кисть, подвески (φαεινοί Hes.; ἱμάντινοι Her.; δικτυωτός Diod.): ζώνη ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα Hom. пояс, украшенный сотней подвесок;
2 пучки шерсти: χρύσεος θ. Pind. пряди золотого руна.

Greek (Liddell-Scott)

θύσᾰνος: ῠ, ὁ, κροσσός, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κροσσοί, κροσσωτὸν κόσμημα, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος Β. 448· καὶ ἐπὶ τῆς ζώνης τῆς Ἀθηνᾶς (πιθανῶς τὸ αὐτό), Ξ. 181, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225, Ἡρόδ. 4. 189· κιθὼν θυσανωτὸς Ἡρόδ. 2. 81 (ὅρα παράστασίν τινα ἐν τῷ Ἡροδ. τοῦ Rawlinson ii σ. 133)· ἐπὶ τῶν ἐρίων τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Πίνδ. Π. 4. 411· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς τευθίδος (σηπίας), Ὀππ. Ἁλ. 3. 177· θύσανος δικτυωτὸς ἔχων εὐμεγέθεις κώδωνας Διόδ. 18. 26. (Ἴσως ἐκ τοῦ θύω, ἕνεκα τῆς συνεχοῦς κινήσεως).

English (Autenrieth)

pl., tufts, tassels, fringe. (Il.)

English (Slater)

θῠςᾰνος fringeκῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231)

Greek Monolingual

ο (Α θύσανος)
άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά στο ένα άκρο ενώ στο άλλο αφήνονται ελεύθερα, κροσσός, κρόσσι, φούντα
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) ένας από τους τέσσερεις πρωτεύοντες τύπους στους οποίους διακρίνονται τα νέφη
2. βοτ. τύπος νηματώδους ταξιανθίας
αρχ.
στον πληθ. οἱ θύσανοι
(για την αιγίδα ή τη ζώνη της Αθηνάς) κροσσωτό κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται σε ΙΕ dhudh-, παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας dhu- «σείω», απ' όπου προέκυψε αμάρτυρος τ. θύθ- που συνδέεται με το λεττον. duša «δεμάτι άχυρο» και το αρχ. ινδ. dudhi «ορμητικότητα». Από τον τ. θύθ- προέκυψε μέσω ενός επίσης αμάρτυρου τ. θύσσα και με την κατάλ. -ανος ο τ. θύσανος. Πάντως παραμένει δυσερμήνευτη η απλοποίηση του διπλού -σσ-, δεδομένου μάλιστα ότι η παρουσία του στο παρ. θυσσανόεις επιβάλλεται από μετρικούς λόγους, ενώ και η γλώσσα του Ησυχίου θύσσεται
τινάσσεται, που ενισχύει την ανωτέρω υπόθεση είναι επίσης αμφίβολη.
ΠΑΡ. θυσανώδης, θυσανωτός
αρχ.
θυσ(σ)ανόεις, θυσανηδόν
νεοελλ.
θυσανία, θυσανώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θυσανοειδής, θυσάνουρος
νεοελλ.
θυσανοβόστρυχος, θυσανόβοτρυς, θυσανόμορφος, θυσανόπτερα, θυσανόστρωμα, θυσανοσωρείτης].

Greek Monotonic

θύσᾰνος: [ῠ], ὁ (θύω Β), φούντα, στον πληθ. φούντες, κρόσσια, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις φούντες του χρυσού δέρατος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

θῠ́σᾰνος, ὁ, [θύω2]
a tassel, in plural tassels, fringe, Hdt.; of the tufts of the golden fleece, Pind.

Mantoulidis Etymological

(=φούντα). Μᾶλλον ἀπό τό θύω (=κινοῦμαι ὁρμητικά).
Παράγωγα: θυσανόεις, θυσανωτός.