μάθημα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(6_21)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mathima
|Transliteration C=mathima
|Beta Code=ma/qhma
|Beta Code=ma/qhma
|Definition=ατος, τό, (μαθεῖν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is learnt, lesson</b>, τὰ παθήματα μαθήματα <span class="bibl">Hdt.1.207</span>; μ. μαθεῖν <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>918</span>; <b class="b3">μ. τινός</b> or <b class="b3">περί τι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>211</span> c, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>525d</span>; προσπορεύεται πρὸς τὰ λοιπὰ μ. <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>60.7</span> (iii B. C.); ἀφεῖσθαι τοὺς παῖδας ἀπὸ τῶν μ. <span class="title">SIG</span>577.77 (Milet., iii/ii B. C.), cf. 578.28 (Teos, ii B. C.), al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">learning, knowledge</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1231</span>, <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>380</span>, <span class="bibl">Th.2.39</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>1.94.9</span> (ii A. D.), etc.; <b class="b3">οἱ καθιστάμενοι ἐπὶ τῶν μ</b>. <b class="b2">educational</b> authorities, <span class="title">SIG</span>578.66 (Teos, ii B. C.); <b class="b3">τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις</b> the <b class="b2">science</b> of tactics, <span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>182b</span>: freq. in pl., <span class="bibl">Isoc.12.27</span>, etc.; μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα <span class="bibl">Philem. 232</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> esp. <b class="b2">the mathematical sciences</b>, <span class="bibl">Archyt.1</span>,<span class="bibl">3</span> tit.; <b class="b3">τρία μ</b>., i. e. arithmetic, geometry, and astronomy, acc. to <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>817e</span>, cf. Phld. <span class="title">Ind.Sto.</span>66; later <b class="b3">τὰ τέσσαρα μ.</b> (<b class="b3">ἁρμονική</b> being added) <span class="title">Theol.Ar.</span>17; Arist. distd. pure from mixed μ., τὰ φυσικώτερα τῶν μ., οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span> 194a8</span>; ἡ ἐν τοῖς μ. ἁρμονική <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>997b21</span>; τὰ μ. περὶ τὰ εἴδη ἐστίν <span class="bibl"><span class="title">APo.</span>79a7</span>; <b class="b3">οἱ ἀπὸ τῶν μ</b>. <b class="b2">mathematicians</b>, <span class="bibl">Cleom.1.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">astrology</b>, AP7.687 (Pall.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> <b class="b2">creed</b>, Cod.Just.1.1.7.11, al.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[μαθεῖν]])<br><span class="bld">A</span> [[that which is learnt]], [[lesson]], [[τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε]] = my [[misfortune]]s have become [[lesson]]s to me [[Herodotus|Hdt.]]1.207; μ. [[μαθεῖν]] S.''Ph.''918; μ. τινός or περί τι, Pl.''Smp.''211 c, ''R.''525d; προσπορεύεται πρὸς τὰ λοιπὰ μαθήματα ''PCair.Zen.''60.7 (iii B. C.); ἀφεῖσθαι τοὺς παῖδας ἀπὸ τῶν μαθημάτων ''SIG''577.77 (Milet., iii/ii B. C.), cf. 578.28 (Teos, ii B. C.), al.<br><span class="bld">2</span> [[learning]], [[knowledge]], Ar.''Nu.''1231, ''Av.''380, Th.2.39, ''PSI''1.94.9 (ii A. D.), etc.; οἱ καθιστάμενοι ἐπὶ τῶν μαθημάτων = [[educational]] [[authority|authorities]], ''SIG''578.66 (Teos, ii B. C.); τὸ μάθημα τὸ περὶ τὰς τάξεις = the [[science]] of [[tactics]], Pl.''La.''182b: freq. in plural, Isoc.12.27, etc.; μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ [[χρήμα]]τα Philem. 232.<br><span class="bld">3</span> esp. [[the mathematical sciences]], Archyt.1,3 tit.; [[τρία μαθήματα]], i.e. [[arithmetic]], [[geometry]], and [[astronomy]], acc. to [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''817e, cf. Phld. ''Ind.Sto.''66; later [[τὰ τέσσαρα μαθήματα]] ([[ἁρμονική]] being added) ''Theol.Ar.''17; Arist. distinguished pure from mixed μ., τὰ φυσικώτερα τῶν μαθημάτων, οἷον ὀπτικὴ καὶ [[ἁρμονικὴ]] καὶ [[ἀστρονομία]] ''Ph.'' 194a8; ἡ ἐν τοῖς μ. [[ἁρμονική]] ''Metaph.''997b21; τὰ μ. περὶ τὰ εἴδη ἐστίν ''APo.''79a7; οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων = [[mathematician]]s, Cleom.1.8.<br><span class="bld">4</span> [[astrology]], AP7.687 (Pall.).<br><span class="bld">5</span> [[creed]], Cod.Just.1.1.7.11, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0080.png Seite 80]] τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῦ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαθήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαθήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0080.png Seite 80]] τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῦ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαθήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαθήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[étude]], [[science]], [[connaissance]].<br />'''Étymologie:''' [[μανθάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάθημα:''' ατος (ᾰθ) τό<br /><b class="num">1</b> [[знание]], тж. [[учение]], [[наука]]: τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις Plat. учение о боевых порядках, т. е. [[тактика]]; τὰ παίδων μαθήματα Plat. приобретенные в детстве знания;<br /><b class="num">2</b> pl. [[наука о величинах]], [[математические науки]], [[математика]] Plat., Arst.: οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων Sext. математики.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάθημα''': τό, (μᾰθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο [[ὅπερ]] μανθάνει τις, τὰ παθήματα μαθήματα (ἴδε [[πάθημα]]) Ἡρόδ. 1. 207· μ. μαθεῖν Σοφ. Φ. 918· μ. τινος ἢ [[περί]] τι Πλάτ. Συμπ. 211C, Πολ. 525D. 2) [[παιδεία]], [[γνῶσις]], [[ἐπιστήμη]], Λατ. disciplina, [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, Ὄρν. 380, Θουκ. 2. 39, Ἰσοκρ. 238C, [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ.· τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς «τακτικῆς», ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182Β, κτλ.· μαθημάτων φρόντιζε [[μᾶλλον]] χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ’ εὐπορεῖ τὰ χρήματα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52. 2) ἰδίως αἱ μαθηματικαὶ ἐπιστῆμαι, ἀριθμητική, [[γεωμετρία]] καὶ [[ἀστρονομία]] κατὰ τὸν Πλάτ. Νόμ. 817Ε· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὰ νῦν καλούμενα καθαρὰ μαθηματικά, [[οἷον]] ἀριθμητικὴν καὶ γεωμετρίαν, ὡς διάφορα τῶν μικτῶν: τὰ φυσικώτερα τῶν μαθ., [[οἷον]] ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ [[ἀστρονομία]] Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4· ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν ἁρμονικὴ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 2, 24, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστερ. 1. 13, 8, καὶ ἴδε μαθηματικὸς II.
|lstext='''μάθημα''': τό, (μᾰθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο [[ὅπερ]] μανθάνει τις, τὰ παθήματα μαθήματα (ἴδε [[πάθημα]]) Ἡρόδ. 1. 207· μ. μαθεῖν Σοφ. Φ. 918· μ. τινος ἢ [[περί]] τι Πλάτ. Συμπ. 211C, Πολ. 525D. 2) [[παιδεία]], [[γνῶσις]], [[ἐπιστήμη]], Λατ. disciplina, συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, Ὄρν. 380, Θουκ. 2. 39, Ἰσοκρ. 238C, [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ.· τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς «τακτικῆς», ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182Β, κτλ.· μαθημάτων φρόντιζε [[μᾶλλον]] χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ’ εὐπορεῖ τὰ χρήματα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52. 2) ἰδίως αἱ μαθηματικαὶ ἐπιστῆμαι, ἀριθμητική, [[γεωμετρία]] καὶ [[ἀστρονομία]] κατὰ τὸν Πλάτ. Νόμ. 817Ε· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὰ νῦν καλούμενα καθαρὰ μαθηματικά, [[οἷον]] ἀριθμητικὴν καὶ γεωμετρίαν, ὡς διάφορα τῶν μικτῶν: τὰ φυσικώτερα τῶν μαθ., [[οἷον]] ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ [[ἀστρονομία]] Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4· ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν ἁρμονικὴ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 2, 24, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστερ. 1. 13, 8, καὶ ἴδε μαθηματικὸς II.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[μάθημα]], Μ και μάθημαν) [[μαθαίνω]]<br />[[καθετί]] που έμαθε ή μαθαίνει [[κάποιος]] («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο [[κλάδο]] («το [[μάθημα]] της φυσικής»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[μάθημα]]» — [[διδάσκω]] ή διδάσκομαι<br />β) «[[παίρνω]] [[μάθημα]]» — διδάσκομαι<br />γ) «μού έγινε [[μάθημα]]» — απέκτησα [[εμπειρία]] από κάποιο [[σφάλμα]] που έκανα, συνετίστηκα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «τα παθήματα μαθήματα» — οι ατυχίες σωφρονίζουν τον άνθρωπο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διδασκαλία]], [[παράδοση]] («δεν μού αρέσει το μάθημά του»)<br /><b>2.</b> [[συνήθεια]], [[ιδίως]] κακή («το πήρε [[μάθημα]] να ξενυχτάει»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα μαθήματα</i><br />η σχολική [[εκπαίδευση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μουσική]] [[πείρα]]<br /><b>2.</b> [[μελέτη]], [[σπουδή]]<br /><b>3.</b> [[δόγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γνώση]], [[μόρφωση]], [[παιδεία]] («μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων<br />τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα», Φιλήμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> μαγική [[τέχνη]], [[μαγγανεία]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαθήματα</i><br />οι μαθηματικές επιστήμες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάθημα:''' -ατος, τό ([[μανθάνω]]),·<br /><b class="num">I.</b>[[αντικείμενο]] μάθησης, [[μελέτη]] μαθήματος, σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[μάθηση]], [[γνώση]], [[επιστήμη]], [[συχνά]] σε πληθ., σε Αριστοφ., Θουκ., κ.λπ.· [[ιδίως]] λέγεται για τις μαθηματικές επιστήμες, σε Πλάτ., κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μάθημα]], ατος, τό, [[μανθάνω]]<br /><b class="num">I.</b> that [[which]] is learnt, a [[lesson]], Hdt., Soph., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[learning]], [[knowledge]], [[science]], oft. in plural, Ar., Thuc., etc.: esp. the [[mathematical]] sciences, Plat., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[a particular branch of knowledge]], [[branch of knowledge]]
}}
}}

Latest revision as of 13:17, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάθημα Medium diacritics: μάθημα Low diacritics: μάθημα Capitals: ΜΑΘΗΜΑ
Transliteration A: máthēma Transliteration B: mathēma Transliteration C: mathima Beta Code: ma/qhma

English (LSJ)

-ατος, τό, (μαθεῖν)
A that which is learnt, lesson, τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε = my misfortunes have become lessons to me Hdt.1.207; μ. μαθεῖν S.Ph.918; μ. τινός or περί τι, Pl.Smp.211 c, R.525d; προσπορεύεται πρὸς τὰ λοιπὰ μαθήματα PCair.Zen.60.7 (iii B. C.); ἀφεῖσθαι τοὺς παῖδας ἀπὸ τῶν μαθημάτων SIG577.77 (Milet., iii/ii B. C.), cf. 578.28 (Teos, ii B. C.), al.
2 learning, knowledge, Ar.Nu.1231, Av.380, Th.2.39, PSI1.94.9 (ii A. D.), etc.; οἱ καθιστάμενοι ἐπὶ τῶν μαθημάτων = educational authorities, SIG578.66 (Teos, ii B. C.); τὸ μάθημα τὸ περὶ τὰς τάξεις = the science of tactics, Pl.La.182b: freq. in plural, Isoc.12.27, etc.; μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα Philem. 232.
3 esp. the mathematical sciences, Archyt.1,3 tit.; τρία μαθήματα, i.e. arithmetic, geometry, and astronomy, acc. to Pl.Lg.817e, cf. Phld. Ind.Sto.66; later τὰ τέσσαρα μαθήματα (ἁρμονική being added) Theol.Ar.17; Arist. distinguished pure from mixed μ., τὰ φυσικώτερα τῶν μαθημάτων, οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία Ph. 194a8; ἡ ἐν τοῖς μ. ἁρμονική Metaph.997b21; τὰ μ. περὶ τὰ εἴδη ἐστίν APo.79a7; οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων = mathematicians, Cleom.1.8.
4 astrology, AP7.687 (Pall.).
5 creed, Cod.Just.1.1.7.11, al.

German (Pape)

[Seite 80] τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῦ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαθήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαθήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
étude, science, connaissance.
Étymologie: μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

μάθημα: ατος (ᾰθ) τό
1 знание, тж. учение, наука: τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις Plat. учение о боевых порядках, т. е. тактика; τὰ παίδων μαθήματα Plat. приобретенные в детстве знания;
2 pl. наука о величинах, математические науки, математика Plat., Arst.: οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων Sext. математики.

Greek (Liddell-Scott)

μάθημα: τό, (μᾰθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο ὅπερ μανθάνει τις, τὰ παθήματα μαθήματα (ἴδε πάθημα) Ἡρόδ. 1. 207· μ. μαθεῖν Σοφ. Φ. 918· μ. τινος ἢ περί τι Πλάτ. Συμπ. 211C, Πολ. 525D. 2) παιδεία, γνῶσις, ἐπιστήμη, Λατ. disciplina, συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, Ὄρν. 380, Θουκ. 2. 39, Ἰσοκρ. 238C, συχνάκις παρὰ Πλάτ.· τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις, ἡ ἐπιστήμη τῆς «τακτικῆς», ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182Β, κτλ.· μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ’ εὐπορεῖ τὰ χρήματα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52. 2) ἰδίως αἱ μαθηματικαὶ ἐπιστῆμαι, ἀριθμητική, γεωμετρία καὶ ἀστρονομία κατὰ τὸν Πλάτ. Νόμ. 817Ε· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὰ νῦν καλούμενα καθαρὰ μαθηματικά, οἷον ἀριθμητικὴν καὶ γεωμετρίαν, ὡς διάφορα τῶν μικτῶν: τὰ φυσικώτερα τῶν μαθ., οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4· ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν ἁρμονικὴ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 2, 24, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστερ. 1. 13, 8, καὶ ἴδε μαθηματικὸς II.

Greek Monolingual

το (AM μάθημα, Μ και μάθημαν) μαθαίνω
καθετί που έμαθε ή μαθαίνει κάποιος («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο κλάδο («το μάθημα της φυσικής»)
2. φρ. α) «κάνω μάθημα» — διδάσκω ή διδάσκομαι
β) «παίρνω μάθημα» — διδάσκομαι
γ) «μού έγινε μάθημα» — απέκτησα εμπειρία από κάποιο σφάλμα που έκανα, συνετίστηκα
3. παροιμ. «τα παθήματα μαθήματα» — οι ατυχίες σωφρονίζουν τον άνθρωπο
νεοελλ.-μσν.
1. διδασκαλία, παράδοση («δεν μού αρέσει το μάθημά του»)
2. συνήθεια, ιδίως κακή («το πήρε μάθημα να ξενυχτάει»)
2. στον πληθ. τα μαθήματα
η σχολική εκπαίδευση
μσν.
1. μουσική πείρα
2. μελέτη, σπουδή
3. δόγμα
μσν.-αρχ.
γνώση, μόρφωση, παιδεία («μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων
τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα», Φιλήμ.)
αρχ.
1. η αστρολογία
2. μαγική τέχνη, μαγγανεία
3. στον πληθ. τὰ μαθήματα
οι μαθηματικές επιστήμες.

Greek Monotonic

μάθημα: -ατος, τό (μανθάνω),·
I.αντικείμενο μάθησης, μελέτη μαθήματος, σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.
II. μάθηση, γνώση, επιστήμη, συχνά σε πληθ., σε Αριστοφ., Θουκ., κ.λπ.· ιδίως λέγεται για τις μαθηματικές επιστήμες, σε Πλάτ., κ.λπ.

Middle Liddell

μάθημα, ατος, τό, μανθάνω
I. that which is learnt, a lesson, Hdt., Soph., etc.
II. learning, knowledge, science, oft. in plural, Ar., Thuc., etc.: esp. the mathematical sciences, Plat., etc.

English (Woodhouse)

a particular branch of knowledge, branch of knowledge

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)