θανάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[θανάσιμος]], -ον) [[θάνατος]]<br />αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο [[θανατηφόρος]] (α. «θανάσιμο [[τραύμα]]» β. «θηρία θανάσιμα» — ερπετά με θανατηφόρο [[δηλητήριο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κακή [[πράξη]] ή [[αδίκημα]]) [[ασυγχώρητος]], βαρύτατος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θανάσιμος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας κληρίδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «θανάσιμο [[αμάρτημα]]» — βαρύτατο [[αμάρτημα]], το οποίο δεν [[είναι]] δυνατόν να συγχωρηθεί<br />β) «θανάσιμο [[μίσος]]» — υπερβολικό [[μίσος]] που δεν εξαλείφεται [[παρά]] μόνο με τον θάνατο του μισητού προσώπου<br />γ) «[[θανάσιμος]] [[εχθρός]]» — [[εχθρός]] [[μέχρι]] θανάτου, με τον οποίο δεν υπάρχει [[δυνατότητα]] συνδιαλλαγής<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρεπτικός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>2.</b> [[νεκρός]]<br /><b>3.</b> αυτός που υπόκειται στον θάνατο, ο [[θνητός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θανάσιμον [[αἷμα]]» — το [[αίμα]] από θανάσιμο [[χτύπημα]]<br />β) «[[θανάσιμος]] [[γόος]]» — [[μοιρολόι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανάσιμον</i><br />[[ουσία]] που επιφέρει τον θάνατο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανασίμως</i> και <i>θανάσιμα</i> (Α θανασίμως και θανάσιμα)<br />με θανάσιμο τρόπο, θανατηφόρως<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέχρι]] θανάτου.
|mltxt=-η, -ο (AM [[θανάσιμος]], -ον) [[θάνατος]]<br />αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο [[θανατηφόρος]] (α. «θανάσιμο [[τραύμα]]» β. «θηρία θανάσιμα» — ερπετά με θανατηφόρο [[δηλητήριο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κακή [[πράξη]] ή [[αδίκημα]]) [[ασυγχώρητος]], βαρύτατος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θανάσιμος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας κληρίδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «θανάσιμο [[αμάρτημα]]» — βαρύτατο [[αμάρτημα]], το οποίο δεν [[είναι]] δυνατόν να συγχωρηθεί<br />β) «θανάσιμο [[μίσος]]» — υπερβολικό [[μίσος]] που δεν εξαλείφεται [[παρά]] μόνο με τον θάνατο του μισητού προσώπου<br />γ) «[[θανάσιμος]] [[εχθρός]]» — [[εχθρός]] [[μέχρι]] θανάτου, με τον οποίο δεν υπάρχει [[δυνατότητα]] συνδιαλλαγής<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρεπτικός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>2.</b> [[νεκρός]]<br /><b>3.</b> αυτός που υπόκειται στον θάνατο, ο [[θνητός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θανάσιμον [[αἷμα]]» — το [[αίμα]] από θανάσιμο [[χτύπημα]]<br />β) «[[θανάσιμος]] [[γόος]]» — [[μοιρολόι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανάσιμον</i><br />[[ουσία]] που επιφέρει τον θάνατο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανασίμως</i> και <i>θανάσιμα</i> (Α θανασίμως και θανάσιμα)<br />με θανάσιμο τρόπο, θανατηφόρως<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέχρι]] θανάτου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾰνάσῐμος:''' [νᾰ], -ον ([[θνῄσκω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θανατηφόρος]], [[μοιραίος]], σε Τραγ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο θάνατο· θανάσιμον [[αἷμα]], το [[αίμα]] του πεθαμένου, σε Αισχύλ.· <i>μέλψασα θανάσιμον γάον</i>, [[αφού]] έψαλε το θρηνώδες [[άσμα]] του θανάτου μου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που βρίσκεται κοντά στο θάνατο, σε Σοφ., Πλάτ.· αυτός που υποτάσσεται στο θάνατο, ο [[θνητός]], σε Πλάτ.· επίσης, [[νεκρός]], πεθαμένος, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνάσῐμος Medium diacritics: θανάσιμος Low diacritics: θανάσιμος Capitals: ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: thanásimos Transliteration B: thanasimos Transliteration C: thanasimos Beta Code: qana/simos

English (LSJ)

[νᾰ], ον, (θάνατος)

   A deadly, fatal, Hp.Aph.2.1, Pl.R.610e, etc.; τύχαι A.Ag.1276; πέσημα S.Aj.1033; χείρωμα Id.OT560; πέπλος Id.Tr.758; φάρμακα E.Ion616, Ph.Bel.103.31, cf. Metrod.53, etc.; θηρία θ., of poisonous reptiles, Plb.1.56.4: θανάσιμα, τά, poisons, Ev.Marc. 16.18, Dsc.4.108, Gal.14.154. Adv. -μως, τύπτειν to strike with deadly blow, Antipho 4.3.4: neut. pl. as Adv., ἀσπίδες -μα δάκνουσαι D.S.1.87.    2 belonging to death, θ. αἷμα the life-blood, A. Ag.1019 (lyr.); μέλψασα θ. γόον having sung her death-song, ib.1445; θ. ἐκπνοαί E.Hipp.1438.    II of persons, near death, S.Ph.819; θ. ἤδη ὄντα Pl.R.408b; liable to the death-penalty, Abh.Berl.Akad. 1925(5).21 (Cyrene).    2 dead, S.Aj.517; θ. βεβηκότα Id.OT959.

German (Pape)

[Seite 1186] ον, tödtlich, todtbringend, τύχαι Aesch. Ag. 1249; θανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα, das Blut des sterbenden Mannes, 1019; θανάσιμος γόος, Trauer um den Tod, oder Sterbelied, 1419; φάρμακα Eur. Ion 616; ὄλωλε θανασίμῳ πεσήματι Soph. Ai. 1012, durch den Sturz ins Schwert; πέπλον, das vergiftete, Tr. 755; βλάβη Plat. Legg. XI, 933 d; νόσημα Rep. III, 406 b; ἀδικία X, 610 c; ἤδη θανάσιμος, er ist dem Sterben, dem Tode nahe, ibd. III, 408 c; so Soph. ὦ γαῖα δέξαι θανάσιμόν μ' ὅπως ἔχω Phil. 808; Ἅιδου θανασίμους οἰκήτορας Ai. 513, wie Eur. Hec. 1033 θανάσιμον πρὸς Ἅιδαν; – θηρία, giftige, todtbringende, Pol. 1, 56, 4 u. Sp. – Adv. θανασίμως τύπτειν, tödtlich, Antiph. 4 γ 4, wie θανάσιμα δάκνειν D. Sic. 1, 87.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνάσῐμος: νᾰ, ον, (θανεῖν, θάνατος) θανατηφόρος, Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· τύχαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1276· πέσημα Σοφ. Αἴ. 1033· χείρωμα ὁ αὐτ. Ο. Τ. 560· πέπλος ὁ αὐτ. Τρ. 758· φάρμακα Εὐρ. Ἴωνι 616, κτλ.· θηρία θ., ἐπὶ δηλητηριωδῶν ἑρπετῶν, Πολύβ. 1. 56, 4· - ἐπίρρ., θανασίμως τύπτω, κτυπῶ θανατηφόρον κτύπημα, Ἀντιφῶν 127. 32. 2) τοῦ θανάτου, ἀνήκων εἰς τὸν θάνατον, θαν. αἷμα, τὸ αἷμα τοῦ ἀποθνήσκοντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1019· μέλψασα θ. γόον, ἀφοῦ ἔψαλε τὸ θρηνῶδες ᾆσμα τοῦ θανάτου μου, αὐτόθι 1445. II. ἐπὶ προσώπων, ἐγγὺς τοῦ θανάτου, Σοφ. Φ. 819· θ. ἤδη ὄντα Πλάτ. Πολ. 408C· ὑποκείμενος εἰς θάνατον, αὐτόθι 610E. 2) νεκρός, Σοφ. Αἴ. 517, Ο. Τ. 959.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui donne la mort, mortel (accident, malheur);
II. qui concerne la mort :
1 de mort ; θανάσιμος μόρος EUR, θανάσιμοι τύχαι ESCHL la mort ; γόος θανάσιμος ESCHL gémissement de mort ; de meurtre : θανάσιμον αἷμα ESCHL le sang du meurtre;
2 qui est près de la mort, moribond, mourant;
3 mort.
Étymologie: θάνατος.

English (Strong)

from θάνατος; fatal, i.e. poisonous: deadly.

English (Thayer)

θανάσιμόν (θανεῖν, θάνατος), deadly: Aeschylus), Sophocles, Euripides, Plato, and following.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θανάσιμος, -ον) θάνατος
αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο θανατηφόρος (α. «θανάσιμο τραύμα» β. «θηρία θανάσιμα» — ερπετά με θανατηφόρο δηλητήριο)
νεοελλ.
1. (για κακή πράξη ή αδίκημα) ασυγχώρητος, βαρύτατος
2. το αρσ. ως ουσ. ο θανάσιμος
κολεόπτερο έντομο της οικογένειας κληρίδες
3. φρ. α) «θανάσιμο αμάρτημα» — βαρύτατο αμάρτημα, το οποίο δεν είναι δυνατόν να συγχωρηθεί
β) «θανάσιμο μίσος» — υπερβολικό μίσος που δεν εξαλείφεται παρά μόνο με τον θάνατο του μισητού προσώπου
γ) «θανάσιμος εχθρός» — εχθρός μέχρι θανάτου, με τον οποίο δεν υπάρχει δυνατότητα συνδιαλλαγής
μσν.
καταστρεπτικός, πολύ επιζήμιος
αρχ.
1. ετοιμοθάνατος
2. νεκρός
3. αυτός που υπόκειται στον θάνατο, ο θνητός
5. φρ. α) «θανάσιμον αἷμα» — το αίμα από θανάσιμο χτύπημα
β) «θανάσιμος γόος» — μοιρολόι
5. το ουδ. ως ουσ. το θανάσιμον
ουσία που επιφέρει τον θάνατο.
επίρρ...
θανασίμως και θανάσιμα (Α θανασίμως και θανάσιμα)
με θανάσιμο τρόπο, θανατηφόρως
νεοελλ.
μέχρι θανάτου.

Greek Monotonic

θᾰνάσῐμος: [νᾰ], -ον (θνῄσκω),
I. 1. θανατηφόρος, μοιραίος, σε Τραγ., κ.λπ.
2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο θάνατο· θανάσιμον αἷμα, το αίμα του πεθαμένου, σε Αισχύλ.· μέλψασα θανάσιμον γάον, αφού έψαλε το θρηνώδες άσμα του θανάτου μου, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που βρίσκεται κοντά στο θάνατο, σε Σοφ., Πλάτ.· αυτός που υποτάσσεται στο θάνατο, ο θνητός, σε Πλάτ.· επίσης, νεκρός, πεθαμένος, σε Σοφ.