Οἰδίπους: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και Οιδίποδας, ο (Α [[Οἰδίπους]] και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)<br />[[γιος]] του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, [[περιώνυμος]] [[γιατί]] παντρεύτηκε τη [[μητέρα]] του [[αφού]] σκότωσε τον [[πατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με την [[παράδοση]], που αναφέρει ότι ο [[Οιδίπους]], [[μωρό]] [[ακόμα]] [[αφού]] τρυπήθηκε στα πόδια και φασκιώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ακατοίκητη [[περιοχή]] για να πεθάνει, το ανθρωπωνύμιο [[Οιδίπους]] [[πρέπει]] να ανάγεται σε α' συνθετικό <i>οιδι</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος» ([[κατά]] τον τ. του <i>κυδι</i>-<i>άνειρα</i>, <b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>eittar</i> «[[πύον]]») και β' συνθετικό τη λ. [[πούς]] «[[πόδι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[οιδώ]])].
|mltxt=και Οιδίποδας, ο (Α [[Οἰδίπους]] και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)<br />[[γιος]] του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, [[περιώνυμος]] [[γιατί]] παντρεύτηκε τη [[μητέρα]] του [[αφού]] σκότωσε τον [[πατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με την [[παράδοση]], που αναφέρει ότι ο [[Οιδίπους]], [[μωρό]] [[ακόμα]] [[αφού]] τρυπήθηκε στα πόδια και φασκιώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ακατοίκητη [[περιοχή]] για να πεθάνει, το ανθρωπωνύμιο [[Οιδίπους]] [[πρέπει]] να ανάγεται σε α' συνθετικό <i>οιδι</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος» ([[κατά]] τον τ. του <i>κυδι</i>-<i>άνειρα</i>, <b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>eittar</i> «[[πύον]]») και β' συνθετικό τη λ. [[πούς]] «[[πόδι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[οιδώ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Οἰδίπους:''' [ῐ], ὁ ([[οἰδέω]], [[πούς]]), ο Οιδίποδας, δηλ. αυτός που έχει πρησμένα πόδια (βλ. Σοφ. Ο.Τ. 718, Ευρ. Φοίν. 25)· γεν. <i>Οἰδίποδος</i>, [[αλλά]] στους Τραγ., <i>Οἰδίπου</i> (όπως αν προερχόταν από το <i>Οἴδιπος</i>), αιτ. <i>Οἰδίπουν</i>, κλητ. [[Οἰδίπους]].
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Οἰδίπους Medium diacritics: Οἰδίπους Low diacritics: Οιδίπους Capitals: ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Transliteration A: Oidípous Transliteration B: Oidipous Transliteration C: Oidipous Beta Code: *oi)di/pous

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (οἰδέω, πούς)

   A Oedipus, i. e. the swollen-footed. cf. E. Ph.27 : gen. Οἰδίποδος Apollod.3.6.3 (but in Trag. always Οἰδίπου, as if from Οἰδίπος, which occurs in AP7.429 (Alc.)) : acc. Οἰδίπουν Trag., later Οἰδίποδα Plu.2.193d, Paus.9.2.4, etc. : voc. Οἰδίπου S.OT 405, OC557, cf. Choerob. in Theod.1.210 H., and Οἰδίπους S.OC740, al., Choerob. l.c. :—collat. form Οἰδιπόδης, ὁ, gen. Οἰδιπόδαο Il.23.679, Od.11.271, Hes. Op.163 ; Dor. contr. Οἰδιπόδα Pi.P.4.263, and in lyr. passages of Trag., A.Th.725, S.OT496, Ant.380 ; Ion. Οἰδιπόδεω Hdt.4.149 : acc. Οἰδιπόδαν in lyr., A.Th.752, S.OC222 : dat. Οἰδιπόδῃ Thebaïs 2 : voc. Οἰδιπόδα S.OT1195 (lyr.) :—Adj. Οἰδιπόδειος, α, ον, or ος, ον, of Oedipus, Plu.Sull.19, Paus.9.18.5 (ubi vulg. -ποδία): Οἰδιπόδεια (vulg. -ια), τά, the tale of Oedipus, Id.9.5.11 ; or Οἰδιπόδεια, ἡ, Arist.Fr.628, IG14.1292ii 11, Sch.E.Ph.1760.

Greek (Liddell-Scott)

Οἰδίπους: [ῐ]. ὁ, (οἰδέω, ποὺς) ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἐξῳδηκότας, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 718, Εὐρ. Φοίν. 25. - γεν. Οἰδίποδος, (ἀλλὰ παρὰ τραγ. ἀείποτε Οἰδίπου, ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. Οἴδιπος, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 429), αἰτ. Οἰδίπουν, Τραγ., μεταγ. Οἰδίποδα Παυσ. 9. 2, 4, Πλούτ., κτλ· κλητ. Οἰδίπους (Οἰδίπου ὡσαύτως μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ καὶ ὑπάρχει ἔν τισι τῶν τραγ. χωρίων ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, οἷον Σοφ. Ο. Τ. 405, Ο. Κ. 557, ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἀπαιτεῖ αὐτὴν τὸ μέτρον)· - ἰσοδύναμός τις τύπος Οἰδῐπόδης, ου, ὁ, εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ γεν. Οἰδιπόδαο· Δωρ. Οἰδιπόδα Πίνδ. καὶ ἐν λυρ. χωρίοις τῶν τραγ. Αἰσχύλ. Θήβ. 725, Σοφ. Ο. Τ. 495, Ἀντ. 380· Ἰων. Οἰδιπόδεω Ἡρόδ.· αἰτ. Οἰδιπόδαν ἐν δακτυλικοῖς, Αἰσχύλ. Θήβ. 752, Σοφ. Ο. Κ. 222· κλητ. Οἰδιπόδα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1195 Λυρ.· - ἐπίθ. Οἰδιπόδειος, α, ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Οἰδίπουν, Πλουτ. Σύλλ. 19, Παυσ. 9. 18, 5 (ἔνθα κοινῶς -πόδιος)· Οἰδιπόδεια (κοινῶς ῑα), τὰ, ὁ μῦθος τοῦ Οἰδίποδος, ὁ αὐτ. 9, 5, 11· ἢ Οἰδιπόδεια, ἡ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 585, Συλλ. Ἑπιγρ. 6129Β. 11, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1760.

French (Bailly abrégé)

Οἰδίποδος (ὁ) ; voc. Οἰδίπους ou Οἰδίπου, dat. Οἰδίποδι, acc. Οἰδίπουν ou Οἰδίποδα;
Œdipe, fils de Laïos et de Jocaste.
Étymologie: οἰδέω, πούς.

Greek Monolingual

και Οιδίποδας, ο (Α Οἰδίπους και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)
γιος του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, περιώνυμος γιατί παντρεύτηκε τη μητέρα του αφού σκότωσε τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παράδοση, που αναφέρει ότι ο Οιδίπους, μωρό ακόμα αφού τρυπήθηκε στα πόδια και φασκιώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ακατοίκητη περιοχή για να πεθάνει, το ανθρωπωνύμιο Οιδίπους πρέπει να ανάγεται σε α' συνθετικό οιδι- < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» (κατά τον τ. του κυδι-άνειρα, πρβλ. αρχ. άνω γερμ. eittar «πύον») και β' συνθετικό τη λ. πούς «πόδι» (βλ. και λ. οιδώ)].

Greek Monotonic

Οἰδίπους: [ῐ], ὁ (οἰδέω, πούς), ο Οιδίποδας, δηλ. αυτός που έχει πρησμένα πόδια (βλ. Σοφ. Ο.Τ. 718, Ευρ. Φοίν. 25)· γεν. Οἰδίποδος, αλλά στους Τραγ., Οἰδίπου (όπως αν προερχόταν από το Οἴδιπος), αιτ. Οἰδίπουν, κλητ. Οἰδίπους.