οἰκείω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(28) |
(28) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκείω]] (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[οικώ]]. | |mltxt=[[οἰκείω]] (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[οικώ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [[οικείος]]<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[προσαρμόζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] κατάλληλο για κάποιον («[[τριμμάτιον]] ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκειοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κάνω]] δικό μου κάποιον ή [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον, [[θεωρώ]] ότι ανήκει σε μένα, [[οικειοποιούμαι]], σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῡσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον οικείο σε μένα, τον [[κάνω]] φίλο μου<br /><b>4.</b> (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, [[συνδέομαι]] ισχυρά με [[κάτι]] («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῡσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[γίνομαι]] [[φίλος]]<br />γ) [[αποκτώ]] τη [[φιλία]], την [[εύνοια]] κάποιου («οἰκειοῡσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)<br />δ) εξοικειώνομαι με [[κάτι]]<br />ε) (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[είμαι]] [[προσφιλής]], [[αγαπητός]] από τη [[φύση]] μου<br />στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο [[ουράνιο]] [[τόπο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. for οἰκέω (q. v.).
German (Pape)
[Seite 299] poet. = οἰκέω, Hes. Th. 330.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκείω: Ἐπικ. ἀντὶ οἰκέω, Ἡσ. Θ. 330.
French (Bailly abrégé)
poét. c. οἰκέω.
Greek Monolingual
Greek Monolingual
οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) οικείος
1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)
2. μέσ. οἰκειοῡμαι, -όομαι
α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ ότι ανήκει σε μένα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», Ηρόδ.)
β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῡσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)
3. καθιστώ κάποιον οικείο σε μένα, τον κάνω φίλο μου
4. (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, συνδέομαι ισχυρά με κάτι («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῡσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», Πλάτ.)
β) γίνομαι φίλος
γ) αποκτώ τη φιλία, την εύνοια κάποιου («οἰκειοῡσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)
δ) εξοικειώνομαι με κάτι
ε) (στη στωική φιλοσοφία) είμαι προσφιλής, αγαπητός από τη φύση μου
στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο ουράνιο τόπο.