παρακούω: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(31) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ακούω]] [[άλλο]] [[αντί]] άλλου, [[ακούω]] [[κάτι]] διαφορετικά από ό,τι λέγεται, [[ακούω]] [[κάτι]] εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] [[πλημμελώς]], [[παρανοώ]]<br /><b>3.</b> [[επιδεικνύω]] [[απείθεια]], [[ανυπακοή]] σχετικά με [[εντολή]] που μού δόθηκε, [[απειθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πληροφορούμαι [[κάτι]] τυχαία, από φήμες<br /><b>2.</b> [[μόλις]] [[ακούω]] κάποιον να λέει [[κάτι]], [[μόλις]] παίρνουν τ' αφτιά μου [[κάτι]] («παρακούσας τοῡ δεσπότου προδραμών... ἀπέρχεται», Λουκ.)<br /><b>3.</b> [[ακούω]] [[χωρίς]] να [[προσέχω]], αδιάφορα<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]] («παρακούειν τῶν γραφομένων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ακούω]], [[κωφεύω]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>παρακούομαι</i><br />περιφρονούμαι, δεν εισακούομαι. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ακούω]] [[άλλο]] [[αντί]] άλλου, [[ακούω]] [[κάτι]] διαφορετικά από ό,τι λέγεται, [[ακούω]] [[κάτι]] εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] [[πλημμελώς]], [[παρανοώ]]<br /><b>3.</b> [[επιδεικνύω]] [[απείθεια]], [[ανυπακοή]] σχετικά με [[εντολή]] που μού δόθηκε, [[απειθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πληροφορούμαι [[κάτι]] τυχαία, από φήμες<br /><b>2.</b> [[μόλις]] [[ακούω]] κάποιον να λέει [[κάτι]], [[μόλις]] παίρνουν τ' αφτιά μου [[κάτι]] («παρακούσας τοῡ δεσπότου προδραμών... ἀπέρχεται», Λουκ.)<br /><b>3.</b> [[ακούω]] [[χωρίς]] να [[προσέχω]], αδιάφορα<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]] («παρακούειν τῶν γραφομένων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ακούω]], [[κωφεύω]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>παρακούομαι</i><br />περιφρονούμαι, δεν εισακούομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρᾰκούω:''' μέλ. <i>-ακούσομαι</i>, παρακ. <i>-ακήκοα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ακούω]] κατά [[τύχη]], [[ιδίως]] [[ακούω]] τυχαία, [[ακούω]] να γίνεται [[λόγος]], με αιτ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρυφακούω]], <i>τί τινος</i>, σε Αριστοφ.· τι [[παρά]] τινος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[ακούω]] όχι εντελώς ή λανθασμένα, [[παρανοώ]], [[παρεξηγώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b>[[ακούω]] [[χωρίς]] [[προσοχή]], [[παρακούω]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A hear beside, esp. hear accidentally, hear talk of, Δημοκήδεος τὴν τέχνην Hdt.3.129 ; ἀξίων λόγου πραγμάτων Pl.Ep.339e ; παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει AP 5.74 (Rufin.). II eavesdrop, overhear from, δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι Ar.Ra.750 ; τι παρά τινος Pl. Euthd.300d ; π. τινός overhear him, Luc.Merc.Cond.37 ; π. τὸν λόγον Ev.Marc.5.36. III hear imperfectly or wrongly, misunderstand, ἀκούειν τι τοῦ λόγου, παρακούειν δέ Arist.EN1149a26, cf. Pl.Prt.330e, Tht.195a, Phld.Mus.p.102 K., Ceb.3, Luc.Anach.31; ἑκουσίως π. D.S.30.8. IV hear carelessly, take no heed of, τῆς παραγγειλάσης φύσεως Epicur.Fr.200; τῶν γραφομένων Plb.24.9.1, cf. Luc.Salt.6, etc.; τῶν ἐντολῶν LXX To.3.4 ; τῶν λεγομένων Plb.7.12.9 (but τὰ λεγόμενα LXX Es.3.3). 2 c. gen. pers., PHib.1.170 (iii B.C.), Plb.2.8.3,3.15.2, Ev.Matt.18.17:—Pass., to be disregarded, Plb.5.35.5; περί τινος Id.30.20.2, prob. cj. in 23.3.3. 3 disobey, τοῦ θεοῦ J.AJ1.10.4 : abs., LXX Is.65.12, J.AJ1.1.4, Luc.Sat.10:—Pass., J.AJ6.7.4. 4 pretend not to hear, Plu.Phil.16, Luc Jud.Voc.2.
German (Pape)
[Seite 485] (s. ἀκούω,) dabei oder daneben hören, τινός, Sp.; ein wenig, unvollständig hören, unvollständig erfahren, τέχνην, Her. 3, 129; – heimlich hören, aushorchen, καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι, Ar. Ran. 749; παρ' αὐτῶν ταῦτα παρακηκόει, Plat. Euthyd. 300 d; τῶν λόγων, Ael. V. H. 5, 9; Luc. de merc. cond. 37 u. a. Sp. – Auch verhören, falsch hören, neben παρορᾶν u. παρανοεῖν, Plat. Theaet. 195 a; im Ggstz von ὀρθῶς ἀκούειν, Prot. 330 e; Arist. u. Folgde, falsch verstehen, οἱ παρακούσαντες αὐτοῦ τῶν λόγων καὶ μὴ συνέντες, Ath. XIII, 565 d; vgl. noch Pol. εὐήθως καὶ παραλόγως ἀεὶ τοῦ Κλεομένους παρήκουε, 3, 35, 6, schlecht hören; daher im Ggstz von προσέχειν, Ceb. tabul. 3; – auch = nicht hören wollen, πλεονάκις αὐτῶν παρακηκοότες τότε πρεσβευτὰς ἀπέστειλαν, Pol. 3, 15, 2; παρακουστέον neben ἀφροντιστέω, Muson. in Stob. Floril. 79, 51; ungehorsam sein, im Ggstz von πειθαρχέω, τινός, Pol. 26, 2, 1; τοῦ ἐπιτάγματος, Luc. Caucas. 2. – Auch pass. παρακουόμενος, nicht gehört, unerhört, Pol. 5, 35, 5; περί τινος, 30, 18, 2.
Greek (Liddell-Scott)
παρακούω: μέλλ. -ακούσομαι˙ - ἀκούω κατά τύχην, «ἀκούω νά γίνηται λόγος», Δημοκήδεος την τέχνην Ἡρόδ. 3. 129 ἀξίων λόγου πραγμάτων Πλάτ. Ἐπιστ. 339 Ε˙ παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει Ἀνθ. Π. 5. 75. ΙΙ. ἀκούω ἐπακροώμενος λάθρα, παρακούων δεσποτῶν ἅττ’ ἅν λαλῶσι; Ἀριστοφ. Βάτρ. 750˙ τι παρά τινος Πλάτ. Εὐθύδ. 300D˙ παρακούσας τοῦ δεσπότου Λουκ. ἐπί Μισθ. Συνόντ. 37. ΙΙΙ. ἀκούω ἀτελῶς ἢ ἐσφαλμένως, παρανοῶ, ἀκούειν τι, παρακούειν δέ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 1, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 330Ε, Θεαίτ. 195Α, Κέβητος Πίναξ 3. IV. δὲν δίδω προσοχήν, παρακούω, μὴ πειθαρχεΐν… ἀλλὰ παρακούειν Πολύβ. 26. 2, 1, κτλ. ˙ περί τινος ὁ αὐτ. 30. 18, 2˙ ὡσαύτως, προσποιοῦμαι ὅτι δὲν ἀκούω, ὁ αὐτ. 3. 15, 2, Πλουτ. Φιλοπ. 16. - Παθ., ἀκούομαι οὐχὶ μετὰ προσοχῆς, δὲν προσέχουσιν εἰς ἐμέ, δὲν ὑπακούομαι, Πολύβ. 5. 35, 5. 2) μετὰ γεν. προσ., ὀ αὐτ. 2. 8, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17˙ μετὰ γενικ. πράγμ., Πολύβ. 7. 11, 9. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 115.
French (Bailly abrégé)
I. entendre auprès de ou en passant, particul. entendre parler de qch par hasard, apprendre accidentellement, acc.;
II. entendre à la dérobée ; τί τινος, recueillir furtivement qqe parole de qqn ; τινος entendre dire qch à la dérobée;
III. entendre mal ou à demi, d’où
1 faire semblant de ne pas entendre, gén.;
2 ne pas écouter, refuser d’obéir, gén..
Étymologie: παρά, ἀκούω.
English (Strong)
from παρά and ἀκούω; to mishear, i.e. (by implication) to disobey: neglect to hear.
English (Thayer)
1st aorist παρήκουσα;
1. to hear aside i. e. casually or carelessly or amiss (see παρά, IV:2) (often so in classical Greek; on the frequent use of this verb by Philo see Siegfried, Philo van Alex. as above with (1875), p. 106).
2. to be unwilling to hear, i. e. on hearing to neglect, to pay no heed to (with a genitive of the person, Polybius 2,8, 3; 3,15, 2); contrary to Greek usage (but cf. Plutarch, Philop. § 16,1 καί παριδεῖν τί καί παρακουσαι τῶν ἁμαρτανομενων, de curios. § 14 πείρω καί τῶν ἰδίων ἐνια παρακουσαι πότε καί παριδεῖν, with an accusative, τόν λόγον, T WH Tr text (others, 'overhearing the word as it was being spoken'; cf. Buttmann, 302 (259)); to refuse to hear, pay no regard to, disobey: τίνος, what one says, τά ὑπό τοῦ βασιλέως λεγόμενα, Esther 3:3).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.)
2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ
3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που μού δόθηκε, απειθώ
αρχ.
1. πληροφορούμαι κάτι τυχαία, από φήμες
2. μόλις ακούω κάποιον να λέει κάτι, μόλις παίρνουν τ' αφτιά μου κάτι («παρακούσας τοῡ δεσπότου προδραμών... ἀπέρχεται», Λουκ.)
3. ακούω χωρίς να προσέχω, αδιάφορα
4. (κατ' επέκτ.) αδιαφορώ για κάτι («παρακούειν τῶν γραφομένων», Πολ.)
5. προσποιούμαι ότι δεν ακούω, κωφεύω
6. παθ. παρακούομαι
περιφρονούμαι, δεν εισακούομαι.
Greek Monotonic
παρᾰκούω: μέλ. -ακούσομαι, παρακ. -ακήκοα·
I. ακούω κατά τύχη, ιδίως ακούω τυχαία, ακούω να γίνεται λόγος, με αιτ., σε Ηρόδ.
II. κρυφακούω, τί τινος, σε Αριστοφ.· τι παρά τινος, σε Πλάτ.
III. ακούω όχι εντελώς ή λανθασμένα, παρανοώ, παρεξηγώ, στον ίδ.
IV.ακούω χωρίς προσοχή, παρακούω, με γεν., σε Καινή Διαθήκη