ἀκροβυστία: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκροβυστία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το [[άκρο]] του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[περιτομή]], περίτμηση, στο ίδ.· και ως περιληπτ., η μη [[περιτομή]], δηλ. οι μη περιτετμημένοι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἀκροβυστία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το [[άκρο]] του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[περιτομή]], περίτμηση, στο ίδ.· και ως περιληπτ., η μη [[περιτομή]], δηλ. οι μη περιτετμημένοι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκροβυστία:''' ἡ<b class="num">1)</b> анат. крайняя плоть NT;<br /><b class="num">2)</b> перен. языческий мир NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A foreskin, LXX Ge.17.11, al., Ph.Fr.49 H., Act.Ap.11.3. II state of having the foreskin, uncircumcision, Ep.Rom.2.25, etc. 2 collect., the uncircumcised, ib.2.26, 3.30, etc. (Prob. from ἄκρος and a Semitic root, cf. Bab. buśtu 'pudenda', Heb. bōsheth 'shame': wrongly derived from ἄκρος, βύω by EM53.48.)
German (Pape)
[Seite 83] ἡ, Vorhaut, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβυστία: ἡ, ἡ ἄκρα τοῦ δέρματος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδίου, Λατ. praeputium, Ἑβδ., Πράξ. Ἀπ. ια΄, 3. ΙΙ. ἡ κατάστασις τοῦ ἔχοντος τὴν ἀκροβυστίαν, τὸ ἀπερίτμητον εἶναι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β´, 25, κτλ. 2) περιληπτ., ἡ ἀκροβυστία, οἱ μὴ περιτετμημένοι, αὐτόθι β´, 26., γ´, 30, κτλ. (Λέξις ἄγνωστος τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησιν, οἵτινες ἔλεγον ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον ἐκ τοῦ πόσθη· ὥστε εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι οἱ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἑλληνισταὶ τὴν πόσθην μετέβαλον εἰς βύστην καὶ οὕτως ἐσχηματίσθη ἡ ἀκροβυστία ἀντὶ τοῦ ἀκροποσθία).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prépuce.
Étymologie: ἀκρόβυστος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 prepucio LXX Ge.17.11, Ph.Fr.49.
2 incircuncisión, condición de incircunciso e.e. de no judío, de gentil op. περιτομή Ep.Rom.2.25
•como colect. ἐὰν ... ἡ ἀ. τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ Ep.Rom.2.26, cf. Hippol.Haer.5.26.27.
English (Strong)
from ἄκρον and probably a modified form of posthe (the penis or male sexual organ); the prepuce; by implication, an uncircumcised (i.e. gentile, figuratively, unregenerate) state or person: not circumcised, uncircumcised (with echo), uncircumcision.
English (Thayer)
(ας, ἡ (a word unknown to the Greeks, who used ἡ ἀκροποσθία and τό ἀκροπόσθιον, from πόσθη i. e. membrum virile. Accordingly it is likely that τήν ποσθην of the Greeks was pronounced τήν βύστην by the Alexandrians, and ἀκροβυστία said instead of ἀκροπόσθια — i. e. τό ἄκρον τῆς πόσθης; cf. the acute remarks of Fritzsche, Commentary on Romans , vol. i., 136, together with the opinion which Winer prefers 99 (94) (and Cremer, 3te Anti. under the word)), in the Sept. the equivalent of עָרְלָה the prepuce, the skin covering the glans penis;
a. properly: ἐν ἀκροβυστία ὤν having the foreskin (Tertullian praeputiatus), uncircumcised i. e. Gentile, ἐν ἀκροβυστία, namely, ὤν, δἰ ἀκροβυστίας, ἡ ἐν τῇ ἀκροβυστία πίστις the faith which one has while he is uncircumcised, having the foreskin is equiv. to a Gentile: ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, one uncircumcised by birth or a Gentile, opposed to a Jew who shows himself a Gentile in character, εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας gospel to be preached to the Gentiles, ἡ ἀκροβυστία τῆς σαρκός (opposed to the περιτομή ἀχειροποίητος or regeneration, σάρξ were not yet extinct," B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Circumcision)).
Greek Monolingual
η (Α ἀκροβυστία)
το άκρο του δέρματος του ανδρικού γεννητικού οργάνου
μσν.-αρχ.
1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή
2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους Εβραίους
3. σκληρότητα, κακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. ἀκροποσθία, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με το ρ. βύω «κλείνω, φράζω, βουλλώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρόβυστος].
Greek Monotonic
ἀκροβυστία: ἡ,
I. το άκρο του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους, σε Καινή Διαθήκη
II. περιτομή, περίτμηση, στο ίδ.· και ως περιληπτ., η μη περιτομή, δηλ. οι μη περιτετμημένοι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβυστία: ἡ1) анат. крайняя плоть NT;
2) перен. языческий мир NT.