σκήνωμα: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκήνωμα:''' -ατος, τό, = [[σκήνημα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">1.</b> καταλύματα των στρατιωτών, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σώμα]], [[πτώμα]], [[κουφάρι]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''σκήνωμα:''' -ατος, τό, = [[σκήνημα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">1.</b> καταλύματα των στρατιωτών, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σώμα]], [[πτώμα]], [[κουφάρι]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκήνωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> палатка, шатер, преимущ. pl. лагерь, квартиры: οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων Xen. войска, расквартированные в другом месте;<br /><b class="num">2)</b> обитель, обиталище NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A = σκήνημα, mostly in pl., E.Hec.616, Ion 1133, Cyc.324, LXX 2 Ki.7.23, al., Agatharch.43, etc.; soldiers' quarters, X.An.7.4.16: sg., tent, LXX 1 Ki.4.10, al. 2 in sg. metaph.,= σκῆνος 11, 2 Ep.Pet.1.13; τὸ σ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent. 320. 3 temple, LXX Ps.14(15).1, al.: name of a building at Sparta, Paus.3.17.6. 4 = papilio, Gloss. (perh. in both senses, pavilion and butterfly, cf. σκῆν).
German (Pape)
[Seite 896] τό, = σκῆνος, Zelt; Eur. Hec. 616 Cycl. 323 u. öfter; Xen. An. 2, 2, 17; auch Häuser, worin die Soldaten sich aufhielten, 7, 4, 16.
Greek (Liddell-Scott)
σκήνωμα: τό, = σκήνημα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ σῶμα, = σκῆνος ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― νεκρός, πτῶμα, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
habitation, maison ; particul. campement de soldats.
Étymologie: σκηνόω.
English (Strong)
from σκηνόω; an encampment, i.e. (figuratively) the Temple (as God's residence), the body (as a tenement for the soul): tabernacle.
English (Thayer)
σκηνώματος, τό (σκηνόω), a tent, tabernacle: of the temple as God's habitation, Pausanias, 3,17, 6; of the tabernacle of the covenant, σκῆνος): ἐν τῷ σκηνώματι εἶναι, of life on earth, ἀπόθεσις (the author blending the conceptions of a tent and of a covering or garment, as Paul does in Euripides, Xenophon, Plutarch, others; the Sept. for אֹהֶל and מִשְׁכָן.)
Greek Monolingual
το, ΝΑ [σκηνῶ (III)]
σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.-μσν.
(σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα του αγίου Διονυσίου»)
μσν.-αρχ.
το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής
αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων», Ξεν.)
2. ναός, ιερό
3. ονομασία κτηρίου στη Σπάρτη
4. φωλιά
5. πεταλούδα.
Greek Monotonic
σκήνωμα: -ατος, τό, = σκήνημα, σε Ευρ.
1. καταλύματα των στρατιωτών, σε Ξεν.
2. μεταφ., σώμα, πτώμα, κουφάρι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σκήνωμα: ατος τό1) палатка, шатер, преимущ. pl. лагерь, квартиры: οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων Xen. войска, расквартированные в другом месте;
2) обитель, обиталище NT.