ἀνώτερος: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνώτερος:''' -α, -ον, συγκρ. επίθ. σχημ. από το [[ἄνω]], ψηλότερος, σε Αριστ.· επίρρ. [[ἀνωτέρω]], βλ. [[ἄνω]].
|lsmtext='''ἀνώτερος:''' -α, -ον, συγκρ. επίθ. σχημ. από το [[ἄνω]], ψηλότερος, σε Αριστ.· επίρρ. [[ἀνωτέρω]], βλ. [[ἄνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνώτερος:''' более высокий, высший Arst.
}}
}}

Revision as of 16:45, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώτερος Medium diacritics: ἀνώτερος Low diacritics: ανώτερος Capitals: ΑΝΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: anṓteros Transliteration B: anōteros Transliteration C: anoteros Beta Code: a)nw/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. Adj. from ἄνω (B),

   A upper, higher, Arist.HA 496b35, D.H.Rh.1.1, Luc.Asin.9; ἐπιβουλῆς ἀ. γέγονεν got the better of, Nic.Dem.p.25 D.; neut. as Adv., Arist.HA503b18; above, LXX Le.11.21; earlier in a book, Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1; to a higher place, Ev.Luc.14.10. Adv. ἀνωτέρω, v. ἄνω.

German (Pape)

[Seite 269] der Obere, Arist. H. A. 2, 11 Pol.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώτερος: -α, -ον, συγρ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἄνω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 13· -ον ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 2. 11, 9: - Ἐπίρρ. ἀνωτέρω· ἴδε ἐν λ. ἄνω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus haut, supérieur.
Étymologie: ἄνω.

Spanish (DGE)

-ον
adj. compar. de ἄνω
I 1más elevado ὁ δεξιός (νεφρός) Arist.HA 497a1
de pers. más alto Luc.Asin.9.
2 triunfador τῆς ἐπιβουλῆς ἀνώτερος γέγονεν triunfó sobre el complot Nic.Dam.Vit.Caes.34, ποιήσει ... ναυαγίων ἀνώτερον superará los naufragios Dionysius en Wien.Stud. 20.31.
II adv. -τερον
1 hacia arriba προσανάβηθι ἀνώτερον Eu.Luc.14.10.
2 más arriba como prep. κεῖται ... ὁ ἐγκέφαλος ἀνώτερον ... τῶν ὀφθαλμῶν Arist.HA 503b18, ἀ. τῶν ποδῶν LXX Le.11.21.
3 más en el interior ἀπὸ θαλάττης ἀνώτερον Scyl.Per.100.
4 antes en un texto o discurso ἀνώτερον λέγων Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1.
5 en términos más generales ἀνώτερον ἐπιζητεῖν Arist.EN 1155b2.

English (Strong)

comparative degree of ἄνω; upper, i.e. (neuter as adverb) to a more conspicuous place, in a former part of the book: above, higher.

English (Thayer)

ἀνωτερα, ἀνώτερον (comparitive from ἄνω, cf. κατώτερος, see Winer s Grammar, § 11,2c.; (Buttmann, 28 (24 f))), higher. The neuter ἀνώτερον as adverb, higher;
a. of motion, to a higher place, (up higher): in a higher place, above i. e. in the immediately preceding part of the passage quoted, Hob. 10:8. Similarly Polybius 3,1, 1 τρίτῃ ἀνώτερον βίβλῳ. (In Leviticus 11:21, with a genitive.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνώτερος, -α, -ον)
υψηλότερος, υπέρτερος
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους
2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» — αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά
β) «ανώτερος χρημάτων» — αυτός που δεν δελεάζεται από χρηματικό κέρδος, αφιλοχρήματος
γ) «ανωτέρα διαταγή» — αυτή που προέρχεται από υψηλή δημόσια αρχή
δ) «ανωτέρα βία, δύναμη» — αυτή που δεν μπορεί να υπερνικήσει κάποιος
ε) «και σ' ανώτερα» — ευχή για μεγαλύτερη επιτυχία (που λέγεται και ειρωνικά σε αντίθετη περίπτωση)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά
2. αυτός που αναφέρεται σε κάποιο βιβλίο ή σύγγραμμα πριν από κάτι άλλο
3. αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο τόπο.

Greek Monotonic

ἀνώτερος: -α, -ον, συγκρ. επίθ. σχημ. από το ἄνω, ψηλότερος, σε Αριστ.· επίρρ. ἀνωτέρω, βλ. ἄνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνώτερος: более высокий, высший Arst.