σκέμμα: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκέμμα:''' ατος τό [[σκέπτομαι]]<br /><b class="num">1)</b> предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;<br /><b class="num">2)</b> рассмотрение, исследование Plat., Arst. | |elrutext='''σκέμμα:''' ατος τό [[σκέπτομαι]]<br /><b class="num">1)</b> предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;<br /><b class="num">2)</b> рассмотрение, исследование Plat., Arst. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκέμμα -ατος, τό [σκέπτομαι] vraagstuk, onderzoek, analyse. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, (σκέπτομαι)
A subject for speculation or reflection, problem, Hp.Acut.9, Pl.R.435c, 445a, Phld.Rh.1.202 S. II speculation, Pl.Cri.48c; τὸ σ. περὶ δυοῖν ἐστίν Arist.Pol.1285b37. III scheme, plot, J.BJ1.24.6.
German (Pape)
[Seite 892] τό, Betrachtung, Ueberlegung, Plat. Crit. 48 c; Untersuchung, Rep. IV, 445 a; εἰς φαῦλόν γε σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς εἴτε –, 435 c; S. Emp. pyrrh. 3, 56.
Greek (Liddell-Scott)
σκέμμα: τό, (σκέπτομαι) ὑπόθεσις πρὸς σκέψιν, πρᾶγμα ἄξιον σκέψεως, ζήτημα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 435C, 445Α. ΙΙ. σκέψις, θεωρία, ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 48C· τὸ σκ. περὶ δυοῖν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· «διάνοια» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
examen, réflexion.
Étymologie: σκέπτομαι.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, ΜΑ
1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῡ σκέμματος», Ιώσ.)
2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)
αρχ.
1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)
2. διανόημα, συλλογισμός («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῡτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -μα, με αφομοίωση του -π- (πρβλ. γράμ-μα)].
Greek Monotonic
σκέμμα: -ατος, τό (σκέπτομαι),·
I. υπόθεση που χρήζει σκέψης, ζήτημα, θέμα, σε Πλάτ.
II. σκέψη, θεωρία, υπόθεση, συλλογισμός, προβληματισμός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σκέμμα: ατος τό σκέπτομαι
1) предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;
2) рассмотрение, исследование Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκέμμα -ατος, τό [σκέπτομαι] vraagstuk, onderzoek, analyse.