ἀπαίρω: Difference between revisions
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
(1) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπαίρω:''' (aor. 1 ἀπῆρα, pf. [[ἀπῆρκα]])<br /><b class="num">1)</b> снимать, убирать (ξύλα Her.; τράπεζαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отводить прочь, удалять (φάσγανόν τινος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> уводить, увозить, уносить (τινὰ ἐκ τῆς χθονός Eur.; τὰς [[νῆας]] πρὸς τὸν Ἰσθμόν Her.): τῶν μελάθρων [[πόδα]] ἀ. Eur. уходить из дома;<br /><b class="num">4)</b> уходить, уезжать, отправляться (ἀπὸ Σαλαμῖνος Her.; χθονός Eur.; ἐκ τῆς Μιλήτου Thuc.; [[οἴκαδε]] Xen., Dem.; εἰς Κρήτην, ἐπὶ Καρίας Plut.): ἀ. πρεσβείαν Dem. отправляться в качестве послов;<br /><b class="num">5)</b> отходить, отступать (ἀπὸ τῶν καλπίδων Arph.). | |elrutext='''ἀπαίρω:''' (aor. 1 ἀπῆρα, pf. [[ἀπῆρκα]])<br /><b class="num">1)</b> снимать, убирать (ξύλα Her.; τράπεζαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отводить прочь, удалять (φάσγανόν τινος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> уводить, увозить, уносить (τινὰ ἐκ τῆς χθονός Eur.; τὰς [[νῆας]] πρὸς τὸν Ἰσθμόν Her.): τῶν μελάθρων [[πόδα]] ἀ. Eur. уходить из дома;<br /><b class="num">4)</b> уходить, уезжать, отправляться (ἀπὸ Σαλαμῖνος Her.; χθονός Eur.; ἐκ τῆς Μιλήτου Thuc.; [[οἴκαδε]] Xen., Dem.; εἰς Κρήτην, ἐπὶ Καρίας Plut.): ἀ. πρεσβείαν Dem. отправляться в качестве послов;<br /><b class="num">5)</b> отходить, отступать (ἀπὸ τῶν καλπίδων Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[lift]] off, [[carry]] off, [[take]] [[away]], to [[remove]] from, τί τινος Eur.: absol., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[lead]] [[away]] a sea or [[land]] [[force]], Hdt.:—intr. (sub. [[ναῦς]], στρατόν, etc.), to [[sail]] or [[march]] [[away]], [[depart]], Hdt., [[attic]]; c. gen., ἀπαίρειν χθονός to [[depart]] from the [[land]], Eur.: c. acc. cogn., ἀπ. πρεσβείαν to set out on an [[embassy]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 9 January 2019
English (LSJ)
(cf. ἀπαείρω), fut. ἀπᾱρῶ: aor. 1
A ἀπῆρα E.IT967: pf. ἀπῆρκα Th.8.100, Aeschin.2.82: Ion. impf. ἀπαιρέεσκον, v.l. ἀπαίρεσκον, Hdt.1.186:—lift off, and so, carry off, take away, τὰ ξύλα ibid.; remove, τί τινος E.Or.1608; τινὰ Σπάρτης Id.Hel.1671; in IT967, perh. get rid of, νικῶν ἀπῆρα φόνια πειρατήρια:—Pass., ἀπαίρεται τράπεζα Achae.17.5; ἀπό τινος Ev.Matt.9.15. II lead or carry away, τὰς νέας ἀπὸ Σαλαμῖνος Hdt.8.57; μελάθρων ἀ. πόδα E.El. 774; ἀ. τινὰ ἐκ χθονός Id.Hel.1520. 2 elliptically (sc. ναῦς, στρατόν, etc.), sail away, march away, depart, ἀπαίρειν ἀπὸ Σαλαμῖνος Hdt. 8.60, freq. in Th., X., etc.: c. gen., ἀπαίρειν χθονός depart from the land, E.Cyc.131; Σπάρτης ἀπῆρας νηΐ Κρησίαν χθόνα Id.Tr.944: c. acc. cogn., ἀ. πρεσβείαν to set out on an embassy, D.19.163.
German (Pape)
[Seite 275] (s. αἴρω), 1) wegheben, wegführen, τὰς νῆας ἀπὸ Σαλαμῖνος Her. 8, 57; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Plut. Symp. 7, 4, 1; ἄπαιρε θυγατρὸς φάσγανον, zieh das Schwert zurück von der Tochter, Eur. Or. 1608; μελάθρων ἀπήραμεν πόδα, wir setzten den Fuß weg aus dem Hause, El. 774; τίς δέ νιν ναυκληρία ἐκ τῆσδ' ἀπῆρε χθονός; Hel. 1519. – 2) gew. intrans., wo man νῆας, στρατόν, ἑαυτόν ergänzen kann, nach B. A. p. 6 meist von der Schifffahrt. abfahren, ἀπὸ Σαλαμῖνος Her. 8, 60 u. sonst; s. Xen. An. 7, 6, 33; Pol. 2, 69; von Landreisen, weggehen, abreisen, ἐκ τῆς Μιλήτου ἀπηρκότα Thuc. 8, 100; ἀπῆρε Din. 1, 32; ἀπάραντος οἴκαδε Dem. 33, 33; ἀπήρκεσαν οἱ πρέσβεις 19, 150; ὡς ἀπαίρωμεν χθονός, aus dem Lande gehen, Eur. Cycl. 131; ἀπαίρετε ἀπὸ τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539; ἐκ τῶν τόπων ἀπαρεῖς Plat. Crit. 53 d; Eur. c. accus., entgehen, I. T. 967; aber ἀπήραμεν πρεσβείαν Dem. 19, 163 = wirtraten die Gesandtschaft an.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαίρω: (πρβλ. ἀπαείρω): μέλλ. ἀπᾰρῶ: ἀόρ. α΄ ἀπῆρα Εὐρ.: πρκμ. ἀπῆρκα Θουκ. 8. 100, Αἰσχίν. 39, 6: Ἰων. παρατ. ἀπαίρεσκον Ἡροδ., Σηκώνω παίρνω, τὰ ξύλα Ἡρόδ. 1. 186· ἀπομακρύνω τι ἀπό τινος ἄπαιρε θυγατρὸς φάσγανον Εὐρ. Ὀρ. 1608· Σπάρτης ἀπάρας ὁ αὐτ. Ἑλ. 1671· ἐν Ι.Τ. 967, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἀπαλλάττομαι: - Παθ., ἀπαίρεται τράπεζα Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 641D. ΙΙ. κινῶ στόλον ἢ στρατὸν τῆς ξηρᾶς, τὰς νέας ἀπὸ Σαλαμῖνος Ἡρόδ. 8. 57· οὕτω, μελάθρων ἀπ. πόδα Εὐρ. Ἠλ. 774. ἀπ. τινά ἐκ χθονὸς ὁ αὐτ. Ἑλ. 1520. 2) ἐλλειπτικῶς (ἐξηπακουομ. ναῦς, στρατός, κτλ.), ἀποπλέω, ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, ἀπαίρειν ἀπὸ Σαλαμῖνος Ἡρόδ. 8. 60· συχν. παρὰ Θουκ., Ξεν. κτλ.: ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀπαίρειν χθονός, ἀναχωρῶ ἐκ τῆς χώρας, Εὐρ. Κύκλ. 131· Σπάρτης ἀπῆρας νηΐ Κρησίαν χθόνα ὁ αὐτ. Τρῳ. 944· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. ἀπ. πρεσβείαν, ἐκκινῶ διὰ πρεσβείαν, ἀποστολήν, Δημ. 392. 14, πρβλ. ἀπάγω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαρῶ, ao. ἀπῆρα > part. ἀπάρας, pf. ἀπῆρκα, pqp. ἀπήρκειν;
1 tr. lever, enlever, acc. ; νῆας ἀπὸ Σαλαμῖνος HDT emmener les vaisseaux loin de Salamine;
2 intr. s’éloigner.
Étymologie: ἀπό, αἴρω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. iter. ἀπαιρέεσκον Hdt.1.186]
I tr.
1 levantar y llevar τὰ ξύλα Hdt.1.186
•retirar τράπεζαν Plu.2.702d.
2 llevarse, poner en movimiento τὰς νέας ἀπὸ Σαλαμῖνος Hdt.8.57, μελάθρων ... πόδα E.El.774, νιν ... ἐκ τῆσδ' ... χθονός E.Hel.1520
•hacer soplar νότον ἐξ οὐρανοῦ LXX Ps.77.26.
3 apartar θυγατρὸς φάσγανον E.Or.1608
•alejar a una persona Σπάρτης E.Hel.1671.
4 ἀπάρας· σκεψάμενος· ὁρμήσας Hsch.
II intr.
1 levantar el vuelo, emigrar de las aves, Arist.HA 597b3.
2 partir, marcharse de pers. ἐκεῖθεν X.HG 6.5.32, LXX 1Ma.6.4, χθονός E.Cyc.131, ἐκ τῶν τόπων Pl.Cri.53d, οἴκαδε D.33.33, ἐς γῆν Ιουδα LXX 1Ma.7.10
•abs. A.Fr.693, E.IT 967, Ar.Ec.818, D.10.23, 19.150, Men.Asp.41, IG 22.653.45 (III a.C.)
•tb. en v. med.-pas. ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ' αὐτῶν ὁ νυμφίος Eu.Matt.9.15
•esp. en la lengua milit. y naval ἀπὸ Σαλαμῖνος Hdt.8.60, ἀπὸ Πελοποννήσου Th.4.26, ἐκ τῆς Πύλου ἐς Κέρκυραν Th.4.46, ἐκ τῆς Ἰταλίας Plu.2.161b
•abs. levantar el campo Th.5.83
•c. ac. int. ἀ. πρεσβείαν partir en embajada D.19.163.
English (Strong)
from ἀπό and αἴρω; to lift off, i.e. remove: take (away).
English (Thayer)
1st aorist passive ἀπηρθην; to lift off, take or carry away; passive, ἀπό τίνος to be taken away from anyone: Herodotus down.)
Greek Monolingual
(AM ἀπαίρω, Α κ. ἀπαείρω)
σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω
αρχ.
1. σηκώνω, αφαιρώ
2. απομακρύνω, αποσύρω κάτι από κάποιον
3. μετακινώ στόλο ή στρατό.
Greek Monotonic
ἀπαίρω: Ιων. παρατ. ἀπαίρεσκον· μέλ. ἀπᾰρῶ, αόρ. αʹ ἀπῆρα, παρακ. ἀπῆρκα·
I. σηκώνω, εγείρω, παίρνω, απομακρύνω από, τί τινος, σε Ευρ.· απόλ., σε Ηρόδ.
II. οδηγώ στρατιωτική δύναμη του ναυτικού ή του στρατού ξηράς, στον ίδ.· αμτβ. (ενν. ναῦς, στρατόν κ.λπ.), αποπλέω ή απέρχομαι, αναχωρώ, στον ίδ., Αττ.· με γεν., ἀπαίρειν χθονός, αναχωρώ από τη χώρα, σε Ευρ.· με σύστ. αντ., ἀπαίρω πρεσβείαν, ξεκινώ για να συμμετάσχω σε πρεσβεία ή ειδική αποστολή, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαίρω: (aor. 1 ἀπῆρα, pf. ἀπῆρκα)
1) снимать, убирать (ξύλα Her.; τράπεζαν Plut.);
2) отводить прочь, удалять (φάσγανόν τινος Eur.);
3) уводить, увозить, уносить (τινὰ ἐκ τῆς χθονός Eur.; τὰς νῆας πρὸς τὸν Ἰσθμόν Her.): τῶν μελάθρων πόδα ἀ. Eur. уходить из дома;
4) уходить, уезжать, отправляться (ἀπὸ Σαλαμῖνος Her.; χθονός Eur.; ἐκ τῆς Μιλήτου Thuc.; οἴκαδε Xen., Dem.; εἰς Κρήτην, ἐπὶ Καρίας Plut.): ἀ. πρεσβείαν Dem. отправляться в качестве послов;
5) отходить, отступать (ἀπὸ τῶν καλπίδων Arph.).
Middle Liddell
I. to lift off, carry off, take away, to remove from, τί τινος Eur.: absol., Hdt.
II. to lead away a sea or land force, Hdt.:—intr. (sub. ναῦς, στρατόν, etc.), to sail or march away, depart, Hdt., attic; c. gen., ἀπαίρειν χθονός to depart from the land, Eur.: c. acc. cogn., ἀπ. πρεσβείαν to set out on an embassy, Dem.