мучительный: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(3)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἀτερπής]], [[ἐπώδυνος]], [[ἀλγεινός]], [[δίπονος]], [[πολύπικρος]], [[ἄθλιος]], [[ἀέθλιος]], [[πολυπενθής]], [[ἐπισμυγερός]], [[θυμοφθόρος]], [[ἄγριος]], [[δυσηλεγής]], [[λυγρός]], [[πολυκηδής]], [[διώδυνος]], [[δυσώδινος]], [[πρόπονος]], [[ὠμοδακής]], [[πολύπονος]], [[ἰσχυρός]], [[τρυσάνωρ]], [[αἰανής]], [[δαΐκτωρ]], [[βουλιμία]], [[μακρόπονος]], [[δυήπαθος]], [[ἀχθεινός]], [[περιώδυνος]], [[ἀλγινόεις]], [[βαρυαχής]], [[βαρυαλγής]], [[ἀβίωτος]], [[δύσκολος]], [[ἀστεργής]], [[λυπηρός]], [[μογερός]], [[πικρός]], [[ὀξύς]], [[δυσβίοτος]], [[προσάντης]], [[δυσκηδής]], [[ὀδυνηρός]], [[ὀδυναρός]], [[πολυώδυνος]], [[διαλγής]], [[αἴθων]], [[ονος]], [[καρτερός]], [[στερρός]], [[θερμός]], [[καματώδης]], [[δυσύποιστος]], [[δυσπέρατος]], [[ἀργαλέος]], [[δυσχερής]], [[ἐπίπονος]], [[λυπρός]], [[βαρύμοχθος]], [[δύσζωος]], [[καματηρός]], [[δύσλοφος]], [[ἔγκοπος]], [[βίαιος]], [[τραχύς]], [[τρηχύς]]
|rueltext=[[χειμέριος]], [[ἀτερπής]], [[ἐπώδυνος]], [[ἀλγεινός]], [[δίπονος]], [[πολύπικρος]], [[ἄθλιος]], [[ἀέθλιος]], [[πολυπενθής]], [[ἐπισμυγερός]], [[θυμοφθόρος]], [[ἄγριος]], [[δυσηλεγής]], [[λυγρός]], [[πολυκηδής]], [[διώδυνος]], [[δυσώδινος]], [[πρόπονος]], [[ὠμοδακής]], [[πολύπονος]], [[ἰσχυρός]], [[τρυσάνωρ]], [[αἰανής]], [[δαΐκτωρ]], [[βουλιμία]], [[μακρόπονος]], [[δυήπαθος]], [[ἀχθεινός]], [[περιώδυνος]], [[ἀλγινόεις]], [[βαρυαχής]], [[βαρυαλγής]], [[ἀβίωτος]], [[δύσκολος]], [[ἀστεργής]], [[λυπηρός]], [[μογερός]], [[πικρός]], [[ὀξύς]], [[δυσβίοτος]], [[προσάντης]], [[δυσκηδής]], [[ὀδυνηρός]], [[ὀδυναρός]], [[πολυώδυνος]], [[διαλγής]], [[αἴθων]], [[ονος]], [[καρτερός]], [[στερρός]], [[θερμός]], [[καματώδης]], [[δυσύποιστος]], [[δυσπέρατος]], [[ἀργαλέος]], [[δυσχερής]], [[ἐπίπονος]], [[λυπρός]], [[βαρύμοχθος]], [[δύσζωος]], [[καματηρός]], [[δύσλοφος]], [[ἔγκοπος]], [[βίαιος]], [[τραχύς]], [[τρηχύς]], [[δυστάλας]], [[ἀδινός]], [[χαλεπός]]
}}
}}

Latest revision as of 08:10, 15 October 2019

Russian > Greek

χειμέριος, ἀτερπής, ἐπώδυνος, ἀλγεινός, δίπονος, πολύπικρος, ἄθλιος, ἀέθλιος, πολυπενθής, ἐπισμυγερός, θυμοφθόρος, ἄγριος, δυσηλεγής, λυγρός, πολυκηδής, διώδυνος, δυσώδινος, πρόπονος, ὠμοδακής, πολύπονος, ἰσχυρός, τρυσάνωρ, αἰανής, δαΐκτωρ, βουλιμία, μακρόπονος, δυήπαθος, ἀχθεινός, περιώδυνος, ἀλγινόεις, βαρυαχής, βαρυαλγής, ἀβίωτος, δύσκολος, ἀστεργής, λυπηρός, μογερός, πικρός, ὀξύς, δυσβίοτος, προσάντης, δυσκηδής, ὀδυνηρός, ὀδυναρός, πολυώδυνος, διαλγής, αἴθων, ονος, καρτερός, στερρός, θερμός, καματώδης, δυσύποιστος, δυσπέρατος, ἀργαλέος, δυσχερής, ἐπίπονος, λυπρός, βαρύμοχθος, δύσζωος, καματηρός, δύσλοφος, ἔγκοπος, βίαιος, τραχύς, τρηχύς, δυστάλας, ἀδινός, χαλεπός