ὁπλίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁπλί¯της, ου, ὁ, [[ὅπλον]]<br /><b class="num">I.</b> [[heavy]]-[[armed]], [[armed]], [[δρόμος]] ὁπλ. a [[race]] of men in [[armour]], opp. to the [[naked]] [[race]], Pind.; ὁπλ. [[στρατός]] an [[armed]] [[host]], Eur.; ὁπλ. [[κόσμος]] [[warrior]]-[[dress]], [[armour]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as Subst., a [[heavy]]-[[armed]] [[foot]]-[[soldier]], man-at-[[arms]], who carried a [[large]] [[shield]] ([[ὅπλον]]), [[whence]] the [[name]], as the [[light]]-[[armed]] [[foot]]-[[soldier]] (πελταστήσ) had his from the [[light]] [[πέλτη]], Hdt., [[attic]]; ὁπλῖται are opp. to ψιλοί, Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=ὁπλί¯της, ου, ὁ, [[ὅπλον]]<br /><b class="num">I.</b> [[heavy]]-[[armed]], [[armed]], [[δρόμος]] ὁπλ. a [[race]] of men in [[armour]], opp. to the [[naked]] [[race]], Pind.; ὁπλ. [[στρατός]] an [[armed]] [[host]], Eur.; ὁπλ. [[κόσμος]] [[warrior]]-[[dress]], [[armour]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as Subst., a [[heavy]]-[[armed]] [[foot]]-[[soldier]], man-at-[[arms]], who carried a [[large]] [[shield]] ([[ὅπλον]]), [[whence]] the [[name]], as the [[light]]-[[armed]] [[foot]]-[[soldier]] ([[πελταστής]]) had his from the [[light]] [[πέλτη]], Hdt., [[attic]]; ὁπλῖται are opp. to ψιλοί, Hdt., Thuc.
}}
}}

Revision as of 11:22, 23 March 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλῑτης Medium diacritics: ὁπλίτης Low diacritics: οπλίτης Capitals: ΟΠΛΙΤΗΣ
Transliteration A: hoplítēs Transliteration B: hoplitēs Transliteration C: oplitis Beta Code: o(pli/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὅπλον)

   A heavy-armed, armed, ὁ. δρόμοι races of men in armour, opp. the naked race (v. στάδιον 11), Pi.I.1.23 ; called ὁ ὁ. or simply ὁπλίτης (Dor., Arc. ὁπλίτας) in IG5(1).1120 (Geronthrae, v B. C.), 5(2).550.26 (Lycaeum, iv B. C.), etc. (= τοῦ ὅπλου δρόμος, Paus.6.13.1), cf. ὁπλιτοδρομέω; ἀνὴρ ὁ. A.Th.717, E.Supp.585, etc.; ὁ. στρατός an armed host, Id.Heracl.800 ; ὁ. κόσμος warrior-dress, armour, ib.699.    II mostly as Subst., ὁπλίτης, ὁ, heavy-armed foot-soldier, man-at-arms, who carried a pike (δόρυ) and a large shield (ὅπλον), Ἀθηναίων οἱ στρατηγοὶ καὶ . . οἱ ὁ. IG12.116.25 ; ὁπλῖται, opp. ψιλοί, Hdt.9.30, Th. 1.106 ; opp. γυμνῆτες, Hdt.9.63 ; opp. ἱππεῖς, Pl.R.552a ; opp. τοξόται, Id.Criti.119b ; to be a ὁπλίτης implied the possession of full civic rights, hence οἱ ὁ., opp. οἱ βάναυσοι, Arist.Pol.1326a23 ; and, in oligarchical states, opp. ὁ δῆμος, ib.1305b33.

German (Pape)

[Seite 359] ὁ, schwer bewaffnet, in voller, schwerer Rüstung; δρόμοι, Pind. I. 1, 23; ἀνήρ, Aesch. Spt. 699; bes. subst., der Schwerbewaffnete, Eur. oft, Her. und sonst in Prosa, oft im Ggstz von ψιλός, wie Her. 9, 30, von γυμνῆτες, 9, 63; von ψιλός Thuc. 1, 106. 4, 125; Plat. im Ggstz von ἱππεύς Rep. VII, 552 a, von τοξόται Critia. 119 b; Folgde. Sie führen die große Lanze, δόρυ, und den großen Schild, ὅπλον, von dem sie benannt sind, wie πελταστής nach dem kleinen Schilde, πέλτη.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὅπλον) ὁ βαρέως ὡπλισμένος, ἔνοπλος, δρόμος ὁπλ., δρομικὸς ἀγὼν ἀνδρῶν ὡπλισμένων, φορούντων πανοπλίαν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δρόμον τῶν γυμνῶν (ἴδε ἐν λ. στάδιον ΙΙ), Πινδ. Ι. 1. 32· καλεῖται ὁ αὐτ. καὶ ἁπλῶς ὁπλίτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1587, (τοῦ ὅπλου δρόμος Παυσ. 6. 13, 1)· πρβλ. ὁπλιτοδρομέω· ὁπλ. ἀνὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 717, Εὐρ. Ἱκέτ. 585, κτλ.· ὁπλ. στρατός, ὡπλισμένη στρατιωτικὴ δύναμις, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 800· ὁπλ. κόσμος, ἱματισμὸς τοῦ ὁπλίτου, πανοπλία, αὐτόθι 699. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ὁπλίτης, ὁ, ὁ βαρέως ὡπλισμένος πεζὸς πολεμιστὴς φέρων δόρυ καὶ μεγάλην ἀσπίδα (ὅπλον), ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα, ὡς ὁ ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς στρατιώτης (πελταστὴς) ὠνομάσθη ἐκ τῆς πέλτης, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: τὸ ὁπλῖται ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ψιλοί. Ἡρόδ. 9. 30, Θουκ. 1. 106· πρὸς τὸ γυμνῆτες, Ἡρόδ. 9. 63 πρὸς τὸ ἱππεῖς, Πλάτ. Πολ. 552Α· πρὸς τὸ τοξόται, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 119Β· τὸ νὰ εἶναί τις ὁπλίτης σημαίνει ὅτι κατέχει πλήρη πολιτικὰ δικαιώματα ὅθεν οἱ ὁπλῖται ἀντιτίθενται πρὸς τοὺς βαναύσους, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6· καὶ ἐν ὀλιγαρχικαῖς πολιτείαις πρὸς τὸν δῆμον, αὐτόθι 5. 6, 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 adj. m. armé;
2ὁπλίτης hoplite ou soldat d’infanterie pesamment armé.
Étymologie: ὅπλον.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁπλίτης, θηλ. ὁπλῑτις)
νεοελλ.
1. στρ. απλός στρατιώτης, άνδρας που ανήκει στην κατώτατη βαθμίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας
2. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών, τα οποία έζησαν κατά το ανώτερο ιουρασικό και το κατώτερο κρητιδικό
μσν.
ένοπλος στρατιώτης
αρχ.
1. πολεμιστής βαριά εξοπλισμένος ο οποίος έφερε δόρυ, θώρακα και μεγάλη ασπίδα, σε αντιδιαστολή προς τον ψιλό, τον ιππέα, τον τοξότη και τον γυμνήτη («σὺν τοῑς ὁπλίτησι και ψιλοῑσι», Ηρόδ.)
2. αυτός που έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα, σε αντιδιαστολή προς τον βάναυσο, δηλ. τον ανελεύθερο («βάναυσοι μὲν ἐξέρχονται πολλοὶ τὸν ἀριθμόν, ὁπλῑται δὲ ὀλίγοι», Αριστοτ.)
3. συν. στον πληθ. οἱ ὁπλῑται
οι ένοπλοι άνδρες σε ολιγαρχικά πολιτεύματα, οι ευμενώς διακείμενοι προς αυτά, σε αντιδιαστολή προς τον δήμο
4. ως επίθ. αυτός που φέρει όπλα, ένοπλος, οπλισμένος («πάντ' ἄνδρ' ὁπλίτην ἁρμάτων τ' ἐπεμβάτην», Ευρ.)
5. φρ. α) «ὁπλίτης στρατός» — οπλισμένη στρατιωτική δύναμη
β) «ὁπλίτης κόσμος» — τα όπλα, τα άρματα
γ) «ὁπλίτης δρόμος» — η οπλιτοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. πολ-ίτης / -ῖτις)].

Greek Monotonic

ὁπλίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὅπλον),
I. βαριά οπλισμένος, αρματωμένος, δρόμος ὁπλιτῶν, αγώνας δρόμου αντρών που φορούν πανοπλία, σε αντίθ. προς το δρόμος τῶν γυμνῶν, σε Πίνδ.· ὁπλιτῶν στρατός, εξοπλισμένο στράτευμα, στον ίδ.
II. ως ουσ., ὁπλίτης, , βαριά οπλισμένος στρατιώτης του πεζικού, άνδρας υπό τα όπλα· κρατούσε μεγάλη ασπίδα (ὅπλον), απ' όπου και η ονομασία, όπως ο ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του πεζικού (πελταστής), έλαβε την ονομασία του από την μικρή και ελαφριά ασπίδα πέλτη, σε Ηρόδ., Αττ.· ὁπλῖται, αντίθ. προς το ψιλοί, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλίτης: ου ὁ тяжеловооруженный воин, гоплит (в вооружение которого входили: δόρυ копье, ξίφος меч, ἀσπίς длинный щит, κράνος шлем, θώραξ броня, κνημῖδες поножи) (οἱ ὁπλῖται καὶ οἱ ψιλοί Thuc.; μήτε ἱππεὺς μήτε ὁ., ὁπλῖται καὶ γυμνῆτες Plat.).

Russian (Dvoretsky)

ὁπλίτης: ου (ῑ) adj. m
1) тяжеловооруженный (ἀνήρ Aesch.; στρατός Eur.);
2) состоящий в вооружении, военный, боевой (κόσμος Eur.);
3) совершаемый в полном вооружении (δρόμος Pind.).

Middle Liddell

ὁπλί¯της, ου, ὁ, ὅπλον
I. heavy-armed, armed, δρόμος ὁπλ. a race of men in armour, opp. to the naked race, Pind.; ὁπλ. στρατός an armed host, Eur.; ὁπλ. κόσμος warrior-dress, armour, Eur.
II. as Subst., a heavy-armed foot-soldier, man-at-arms, who carried a large shield (ὅπλον), whence the name, as the light-armed foot-soldier (πελταστής) had his from the light πέλτη, Hdt., attic; ὁπλῖται are opp. to ψιλοί, Hdt., Thuc.