ὑποκάθημαι: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be") |
m (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypokathimai | |Transliteration C=ypokathimai | ||
|Beta Code=u(poka/qhmai | |Beta Code=u(poka/qhmai | ||
|Definition=Ion. ὑπο-κάτημαι, prop. pf. of <b class="b3">ὑποκαθέζομαι</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> to [[be seated down in]] a place, [[station oneself]] there, ἐν ταύτῃ τῇ πόλι <span class="bibl">Hdt.7.27</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[sit below]], τινι <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.16</span>; [[ | |Definition=Ion. ὑπο-κάτημαι, prop. pf. of <b class="b3">ὑποκαθέζομαι</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> to [[be seated down in]] a place, [[station oneself]] there, ἐν ταύτῃ τῇ πόλι <span class="bibl">Hdt.7.27</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[sit below]], τινι <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.16</span>; to [[be placed under]], <b class="b3">ὄμμα ὑ. τῇ ὀφρύϊ</b> ib.<span class="bibl">8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[lie in ambush]], <span class="bibl">Str.15.1.42</span>: metaph., <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>7.14</span>; <b class="b3">ὑποκαθήμενον ὁρᾶν</b> to have an [[insidious]] look, <span class="bibl">Id.<span class="title">Im.</span>2.18</span>; but also <b class="b3">ἡ -καθημένη ἀοριστία</b> the [[fundamental]] indeterminacy, Carneisc.<span class="title">Herc.</span>1027.14. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. acc. pers., [[lie in wait for]], τὸν βάρβαρον <span class="bibl">Hdt.8.40</span>, cf. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>2.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Her.</span>2.11</span>: metaph., φθόνος ὑ. τινά <span class="bibl">Id.<span class="title">VS</span>2.26.3</span>: abs., [[lurk]], Plu.2.556b: c. dat., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς <span class="bibl">Plb.4.29.7</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[sit idle]], <span class="bibl">D.H.11.37</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 4 July 2020
English (LSJ)
Ion. ὑπο-κάτημαι, prop. pf. of ὑποκαθέζομαι,
A to be seated down in a place, station oneself there, ἐν ταύτῃ τῇ πόλι Hdt.7.27. 2 sit below, τινι Philostr.VA3.16; to be placed under, ὄμμα ὑ. τῇ ὀφρύϊ ib.8. II lie in ambush, Str.15.1.42: metaph., Philostr.VA7.14; ὑποκαθήμενον ὁρᾶν to have an insidious look, Id.Im.2.18; but also ἡ -καθημένη ἀοριστία the fundamental indeterminacy, Carneisc.Herc.1027.14. 2 c. acc. pers., lie in wait for, τὸν βάρβαρον Hdt.8.40, cf. Philostr.VS2.2, Her.2.11: metaph., φθόνος ὑ. τινά Id.VS2.26.3: abs., lurk, Plu.2.556b: c. dat., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Plb.4.29.7. III sit idle, D.H.11.37.
German (Pape)
[Seite 1218] ion. ὑποκάτημαι (s. ᾑμαι), sich unter od. an einem Orte niedersetzen, sich niederlassen, ἐν ταύτῃ τῇ πόλει ὑποκατήμενος Her. 7, 27; – auch unthätig dasitzen, Sp.; – sich heimlich niedersetzen od. in einen Hinterhalt legen, Xen. Hell. 7, 2, 5; um dem Feinde aufzulauern, ihn abzuwehren, ἐν τῇ
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάθημαι: Ἰων. -κάτημαι· - κυρίως πρκμ. τοῦ ὑποκαθέζομαι, κάθημαι καὶ περιμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐν ταύτῃ τῇ πόλει ὑποκατήμενος Πύθιος ὁ Ἄτυος, ἀνὴρ Λυδὸς ἐξείνισε τὴν βασιλέως στρατιὴν πᾶσαν Ἡρόδ. 7. 27. ΙΙ. κάθημαι κρυφίως, ἐνεδρεύω, Ξεν. Ἐκλ. 7. 2, 5, Στράβ. 704, Φιλόστρ. 292, 566· μεταφορ., ὑποκαθήμενον ὁρᾶν, μὲ βλέμμα ὕπουλον, ὁ αὐτ. 841. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ἐνεδρεύω τινά, τὸν βάρβαρον Ἡρόδ. 8. 40, Φιλόστρ. 685· - μεταφορ., φθόνος ὑπ. τινα, κρυφίως, ἀνεπαισθήτως καταλαμβάνει τὴν ψυχήν τινος, ὁ αὐτ. 614, πρβλ. Πλούτ. 2. 556Β· ὡσαύτως μετά δοτ., ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Πολύβ. 4. 29, 7. ΙΙΙ. κάθημαι ἀργός, Διονύσ. Ἁλ. 11. 37.
French (Bailly abrégé)
impf. ὑπεκαθήμην;
être accroupi, d’où
1 se tenir caché dans une embuscade;
2 s’établir solidement ; attendre dans une forte position : τὸν βάρβαρον HDT les barbares;
3 s’insinuer peu à peu ou secrètement.
Étymologie: ὑπό, κάθημαι.
Greek Monolingual
και ιων. τ. ὑποκάτημαι Α κάθημαι
1. κάθομαι κάτω από κάτι («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.)
2. κάθομαι κάπου περιμένοντας κάποιον ή κάτι
3. κάθομαι κάτω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή στήνω ενέδρα («αὐτοὶ δ' ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται λοχῶντες», Στράβ.)
4. απραγώ
5. μτφ. α) (για έντονο συναίσθημα) κυριεύω κάποιον ανεπαίσθητα («φθόνος ὑποκάθηταί τινα», Φιλόστρ.)
β) θεολ. είμαι κατώτερος κάποιου («ὁ γὰρ τῷ πατρὶ τὴν ἄνω χώραν εἰς προεδρίαν ἀποδιδούς, τὸν δὲ μονογενῆ υἱὸν ὑποκαθῆσθαι λέγων», Βασ.)
6. φρ. α) «ὑποκαθήμενον ὁρᾱν»
μτφ. το να προβλέπει κανείς κάτι με δολερό ή ύπουλο τρόπο (Φιλόστρ.)
β) «ἡ ὑποκαθημένη ἀοριστία»
(φιλοσ.) η θεμελιώδης απροσδιοριστία (Καρνσκ.).
Greek Monotonic
ὑποκάθημαι: Ιων. -κάτημαι,
I. αποθ., τοποθετούμαι σ' ένα μέρος, εδρεύω, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.
II. παραμονεύω ή ενεδρεύω, σε Ξεν.
2. με αιτ. προσ., κάθομαι και περιμένω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάθημαι: ион. ὑποκάτημαι
1) поселиться, обитать, находиться (ἐν τῇ πόλει Her.);
2) притаиться, устраивать засаду: οἱ ὑποκαθήμενοι Xen. сидящие в засаде;
3) поджидать из засады (τὸν βάρβαρον Her.);
4) вкрадываться, закрадываться: ὑποκαθημένη αὐτῷ ἡ ὀργή Polyb. овладевший им мало-помалу гнев; δεισιδαιμονία ὑποκαθημένη Plut. исподволь укоренившееся суеверие.
Middle Liddell
ionic -κάτημαι
Dep.
I. to be seated in a place, station oneself, Hdt.
II. to sit or lie in ambush, Xen.
2. c. acc. pers. to lie in wait for, Hdt.