σταλάζω: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] fut. σταλάξω (s. aber [[σταλάσσω]]), = [[στάζω]] 2, [[σταλάω]], tröpfeln, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] fut. σταλάξω (s. aber [[σταλάσσω]]), = [[στάζω]] 2, [[σταλάω]], tröpfeln, VLL. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[στάζω]].<br />'''Étymologie:''' R. Σταγ, dégoutter. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰλάζω''': [[σταλάσσω]], Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. | |lstext='''στᾰλάζω''': [[σταλάσσω]], Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[σταλάσσω]] Ν, και μτγν. [[σταλάσσω]] και [[σταλάττω]] και οταλάω Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[αφήνω]] [[υγρό]] να στάξει, να πέσει [[κάτω]] [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «του στάλαξε [[φαρμάκι]] στο [[κρασί]] του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ [[δάκρυ]] [[σταλάσσω]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μὴ σταλάζετε σταλάζοντες», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[στάζω]], [[πέφτω]] [[κάτω]], [[εκρέω]] [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «στάλαζε ο [[ιδρώτας]] από [[πάνω]] του» β. «πᾱσιν δὲ... ἐστάλασσ' [[ἱδρώς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ενσταλάζω]], [[βάζω]] [[βαθμηδόν]], [[σιγά]] [[σιγά]] στον νου ή στην [[ψυχή]] κάποιου μια [[ιδέα]] ή ένα [[συναίσθημα]] («του στάλαξε το [[μίσος]] στην [[ψυχή]] του»)<br /><b>2.</b> [[διαπερνώ]] [[σιγά]] [[σιγά]] («[[μέσα]] απ' τα δέντρα σταλάζει το φώς του φεγγαριού»)<br /><b>3.</b> (για αναμμένο [[κερί]]) [[εκχέω]] λειωμένη ύλη από τη [[στεφάνη]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>σταλάζομαι</i><br />(για υγρά) διηθούμαι, διυλίζομαι<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>σταλαγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για υγρά) καθαρισμένος με [[διήθηση]]<br />β) (για ανθρώπους) [[κάτισχνος]], εξασθενημένος<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μού στάλαξε [[βάλσαμο]] παρηγοριάς» — μέ παρηγόρησε, μέ ανακούφισε<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «αν δε βρέξει, θα σταλάξει» — [[κάτι]] θα γίνει, θα υπάρξει κάποια, [[έστω]] και μικρή, [[επιτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σταλάττω]] λέξεις» — λέω μια [[φράση]] ή μια [[λέξη]] [[μετά]] από μακρά [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σταλάσσω]] / [[σταλάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[παλάσσω]]) [[είναι]] εκφραστικό παράγωγο του ρ. [[στάζω]], σχηματισμένο με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>l</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πομφός]]: <i>πομφό</i>-<i>λ</i>-<i>υξ</i>). Ο τ. [[σταλάω]] έχει σχηματιστεί δευτερογενώς [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών. Παράλληλος, [[τέλος]], [[σχηματισμός]] με [[παρέκταση]] -<i>λυγ</i>- μαρτυρείται στους τ. <i>ἀνα</i>-[[σταλύζω]] καί [[στάλυξ]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[σταλάσσω]] Ν, και μτγν. [[σταλάσσω]] και [[σταλάττω]] και οταλάω Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[αφήνω]] [[υγρό]] να στάξει, να πέσει [[κάτω]] [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «του στάλαξε [[φαρμάκι]] στο [[κρασί]] του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ [[δάκρυ]] [[σταλάσσω]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μὴ σταλάζετε σταλάζοντες», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[στάζω]], [[πέφτω]] [[κάτω]], [[εκρέω]] [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «στάλαζε ο [[ιδρώτας]] από [[πάνω]] του» β. «πᾱσιν δὲ... ἐστάλασσ' [[ἱδρώς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ενσταλάζω]], [[βάζω]] [[βαθμηδόν]], [[σιγά]] [[σιγά]] στον νου ή στην [[ψυχή]] κάποιου μια [[ιδέα]] ή ένα [[συναίσθημα]] («του στάλαξε το [[μίσος]] στην [[ψυχή]] του»)<br /><b>2.</b> [[διαπερνώ]] [[σιγά]] [[σιγά]] («[[μέσα]] απ' τα δέντρα σταλάζει το φώς του φεγγαριού»)<br /><b>3.</b> (για αναμμένο [[κερί]]) [[εκχέω]] λειωμένη ύλη από τη [[στεφάνη]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>σταλάζομαι</i><br />(για υγρά) διηθούμαι, διυλίζομαι<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>σταλαγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για υγρά) καθαρισμένος με [[διήθηση]]<br />β) (για ανθρώπους) [[κάτισχνος]], εξασθενημένος<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μού στάλαξε [[βάλσαμο]] παρηγοριάς» — μέ παρηγόρησε, μέ ανακούφισε<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «αν δε βρέξει, θα σταλάξει» — [[κάτι]] θα γίνει, θα υπάρξει κάποια, [[έστω]] και μικρή, [[επιτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σταλάττω]] λέξεις» — λέω μια [[φράση]] ή μια [[λέξη]] [[μετά]] από μακρά [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σταλάσσω]] / [[σταλάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[παλάσσω]]) [[είναι]] εκφραστικό παράγωγο του ρ. [[στάζω]], σχηματισμένο με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>l</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πομφός]]: <i>πομφό</i>-<i>λ</i>-<i>υξ</i>). Ο τ. [[σταλάω]] έχει σχηματιστεί δευτερογενώς [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών. Παράλληλος, [[τέλος]], [[σχηματισμός]] με [[παρέκταση]] -<i>λυγ</i>- μαρτυρείται στους τ. <i>ἀνα</i>-[[σταλύζω]] καί [[στάλυξ]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 2 October 2022
English (LSJ)
= σταλάσσω, Aq.Mi.2.6, Plu.2.317d.
German (Pape)
[Seite 928] fut. σταλάξω (s. aber σταλάσσω), = στάζω 2, σταλάω, tröpfeln, VLL.
French (Bailly abrégé)
c. στάζω.
Étymologie: R. Σταγ, dégoutter.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰλάζω: σταλάσσω, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α
1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «του στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ.
γ. «μὴ σταλάζετε σταλάζοντες», ΠΔ)
2. (αμτβ.) στάζω, πέφτω κάτω, εκρέω σταγόνα σταγόνα (α. «στάλαζε ο ιδρώτας από πάνω του» β. «πᾱσιν δὲ... ἐστάλασσ' ἱδρώς», Ευρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. ενσταλάζω, βάζω βαθμηδόν, σιγά σιγά στον νου ή στην ψυχή κάποιου μια ιδέα ή ένα συναίσθημα («του στάλαξε το μίσος στην ψυχή του»)
2. διαπερνώ σιγά σιγά («μέσα απ' τα δέντρα σταλάζει το φώς του φεγγαριού»)
3. (για αναμμένο κερί) εκχέω λειωμένη ύλη από τη στεφάνη
4. (το παθ.) σταλάζομαι
(για υγρά) διηθούμαι, διυλίζομαι
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σταλαγμένος, -η, -ο
α) (για υγρά) καθαρισμένος με διήθηση
β) (για ανθρώπους) κάτισχνος, εξασθενημένος
6. φρ. «μού στάλαξε βάλσαμο παρηγοριάς» — μέ παρηγόρησε, μέ ανακούφισε
7. παροιμ. «αν δε βρέξει, θα σταλάξει» — κάτι θα γίνει, θα υπάρξει κάποια, έστω και μικρή, επιτυχία
αρχ.
φρ. «σταλάττω λέξεις» — λέω μια φράση ή μια λέξη μετά από μακρά σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σταλάσσω / σταλάζω (πρβλ. παλάσσω) είναι εκφραστικό παράγωγο του ρ. στάζω, σχηματισμένο με υγρό ένθημα -l- (πρβλ. πομφός: πομφό-λ-υξ). Ο τ. σταλάω έχει σχηματιστεί δευτερογενώς προς διευθέτηση μετρικών αναγκών. Παράλληλος, τέλος, σχηματισμός με παρέκταση -λυγ- μαρτυρείται στους τ. ἀνα-σταλύζω καί στάλυξ.