ἀμφίγυος: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfigyos
|Transliteration C=amfigyos
|Beta Code=a)mfi/guos
|Beta Code=a)mfi/guos
|Definition=ον, in Hom. always epith. of [[ἔγχος]], either (γυῖον) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a limb at each end, double-pointed</b>, or (γύης) [[bending both ways]], [[elastic]], <span class="bibl">Il.13.147</span>, <span class="bibl">Od.24.527</span>; ἀ. δούρασιν <span class="bibl">A.R.3.135</span>; prob. (from [[γυῖον]]) [[stout rivals]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>504</span>(lyr.).</span>
|Definition=ον, in Hom. always epith. of [[ἔγχος]], either (γυῖον) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">with a limb at each end, double-pointed</b>, or (γύης) [[bending both ways]], [[elastic]], <span class="bibl">Il.13.147</span>, <span class="bibl">Od.24.527</span>; ἀ. δούρασιν <span class="bibl">A.R.3.135</span>; prob. (from [[γυῖον]]) [[stout rivals]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>504</span>(lyr.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:35, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίγῠος Medium diacritics: ἀμφίγυος Low diacritics: αμφίγυος Capitals: ΑΜΦΙΓΥΟΣ
Transliteration A: amphígyos Transliteration B: amphigyos Transliteration C: amfigyos Beta Code: a)mfi/guos

English (LSJ)

ον, in Hom. always epith. of ἔγχος, either (γυῖον) A with a limb at each end, double-pointed, or (γύης) bending both ways, elastic, Il.13.147, Od.24.527; ἀ. δούρασιν A.R.3.135; prob. (from γυῖον) stout rivals, S.Tr.504(lyr.).

German (Pape)

[Seite 137] (γυῖον), eigentl. = auf beiden Seiten Glieder habend, Hom. neunmal, Versanfang Iliad. 15, 386 ἔγχεσιν ἀμφιγύοις, Versende ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν Iliad. 13, 147. 14, 26. 15, 278. 712. 16, 637. 17, 731 Od. 16, 474. 24. 527, vielleicht = mit zweischneidiger Spitze; oder an beiden Enden gegliedert, oben die eiserne Spitze, unten der σαυρωτήρ; Scholl. Aristonic. Iliad. 13, 147; – δόρυ Ap. Rh. 3, 1356; – Soph. Trach. 504 ch. Wettkämpfer, die alle Glieder gleich rüstig brauchen, Schol. ἰσχυροὶ ἐν τοῖς γυίοις ἢ ἄμφω τεθωρακισμένοι ἢ παρωξυμμένοι, Ellendt vgl. ἀμφιδέξιος, Herm. ancipitibus armis certantes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίγυος: -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ ἔγχος, ὁ ἔχων ὀξέα καὶ τὰ δύο ἄκρα, ἔχων διπλῆν αἰχμήν, Ἰλ. Ν. 147, Ὀδ. Ω. 526· ἀμφ. δόρυ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1356: ― Ἐντεῦθεν ἐν Σοφ. Τρ. 504, ἀμφίγυοι, ἐπὶ προσ., ὡπλισμένοι κατὰ πάντα, ἠσκημένοι μαχηταί· (ὁ Δινδόρφ. ἐν τῷ Θησ. τοῦ Στεφ. πιστεύει ὅτι τὸ -γυος εἶναι ἁπλῆ κατάληξις, ὡς ἐν τῷ ἔγγυος, κρήγυος, ὑπόγυος, ἰσχυριζόμενος ὅτι οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ γυῖον, κῶλον, μέλος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à double pointe, càd pointu aux deux extrémités;
2 aux deux extrémités (mains et pieds) robustes, càd aux membres robustes, sel. d’autres adversaires l’un et l’autre robustes.
Étymologie: ἀμφί, γυῖον.

English (Autenrieth)

(γυῖον): with limb at both ends, double-pointed, ἔγχος. Cf. οὐρίαχος. (See cuts below.)

Spanish (DGE)

-ον
1 curvo a ambos lados, de dobles barbas, de cabeza triangular ἔγχεα Il.13.147, 14.26, 15.386, 16.637, Od.16.474, 24.527, δούρατα A.R.3.1356.
2 fig. esforzado, belicoso ἐπὶ τάνδ' ἄρ' ἄκοιτιν <τίνες> ἀμφίγυοι κατέβαν πρὸ γάμων; S.Tr.504.

Greek Monolingual

ἀμφίγυος, -ον (Α)
1. (για το δόρυ) ο αιχμηρός και κατά τα δυο άκρα, αμφίστομος
2. αυτός που γέρνει, που κάμπτεται και από τις δύο πλευρές, ελαστικός, εύκαμπτος
3. πιθανώς το επίθετο να δηλώνει και τον «δυνατό και στα δύο σκέλη, τον ισχυρό αντίπαλο».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Σχετιχά με το β' συνθ. της λ. υπάρχουν τρεις εκδοχές, που αντιστοιχούν στις τρεις σημασίες της: α) < ἀμφι- + γυῖον «άκρη», που αντιστοιχεί στην πρώτη σημασία, β) < ἀμφι- + γύης «λυγισμένο κομμάτι ξύλου», που αντιστοιχεί στη δεύτερη σημασία, γ) < ἀμφι- + γυῖον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα», που αντιστοιχεί στην τρίτη σημασία.
ΠΑΡ. ἀμφιγυήεις].

Greek Monotonic

ἀμφίγῠος: -ον, αυτός που έχει διπλή αιχμή, που έχει κοφτερά και τα δύο άκρα, σε Όμηρ.· στον Σοφ. λέγεται για προσωπα, οπλισμένοι σε όλες τις άκρες, εξασκημένοι μαχητές (η κατάληξη -γυος, όπως στο ὑπό-γυος, είναι αμφίβ. σημασίας).

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίγυος:
1) обоюдоострый (ἔγχος Hom.);
2) с сильными руками и ногами, со всесторонне развитой мускулатурой, т. е. силач Soph.

Frisk Etymological English

See also: γύης

Middle Liddell

[The termin. -γυος, as in ὑπόγυος, is of uncertain sense.]
pointed at each end, double-pointed, Hom.; in Soph., of persons, armed at all points, practised combatants.