περισφίγγω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - " ;" to ";") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περισφίγγω:''' со всех сторон сжимать, отовсюду сдавливать (τὸν αὐχένα τινί Diod.; χεῖρα σπατάλῃ Anth.): ὁ [[ὄφις]] τοῖς κόλποις περισφίγξας αὐτόν Plut. змея, сдавившая его своими кольцами. | |elrutext='''περισφίγγω:''' [[со всех сторон сжимать]], [[отовсюду сдавливать]] (τὸν αὐχένα τινί Diod.; χεῖρα σπατάλῃ Anth.): ὁ [[ὄφις]] τοῖς κόλποις περισφίγξας αὐτόν Plut. змея, сдавившая его своими кольцами. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 20 August 2022
English (LSJ)
A bind tightly all round, βοὸς οὐρᾷ τὸν αὐχένα π. D.S.3.33; κύκλος οὐρανοῦ π. πάντα Ph.1.227; χεῖρα σπατάλῃ AP6.74 (Agath.); δεσμῷ… Ἅρηα περισφίγξας Ἀφροδίτῃ Nonn.D.5.585; apply closely, of a cupping-instrument, Aret.CA1.10:—Pass., Hp.Oss.13, J.AJ3.7.4; τῷ πυφμένι -έσφιγκται σωλήν Str.16.2.13 : abs., contract, shrink, Hp.VC15; π. τοῖς ἱδρῶσι τοὺς λινοῦς Sor.1.83. 2 metaph., tighten up, make more stringent, νόμον Just.Nov.46 Praef.
German (Pape)
[Seite 595] darum, von allen Seiten zusammenbinden, -schnüren, -pressen; Hippocr.; Luc. amor. 41; περισφίγξω χεῖρα σπατάλῃ, Agath. 27 (VI, 74); M. Arg. 3 (V, 104).
Greek (Liddell-Scott)
περισφίγγω: ἰσχυρῶς ἢ σφιγκτὰ δένω ὁλόγυρα, βοὸς οὐρᾷ π. τὸν αὐχένα Διόδ. 3. 33, κτλ.· ― Παθ., Ἱππ. Κεφαλ. τρωμ. 908, πρβλ. 278. 9.
Greek Monolingual
ΝΑ
σφίγγω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, σφίγγω δυνατά από παντού
νεοελλ.
1. περιστοιχίζω, περιβάλλω
2. (σχετικά με φρούρια ή πόλεις) περικυκλώνω, πολιορκώ στενά
3. μτφ. πλησιάζω κάποιον από όλες τις πλευρές για να του κάνω κακό
αρχ.
1. (για τον κύκλο του ουρανού) περιζώνω σφιχτά από παντού
2. εφαρμόζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο σφίγγοντάς το
3. συστέλλω, μαζεύω
4. περιορίζω, περιστέλλω
5. καταπνίγω
6. εγκλείω
7. σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω
8. περιέχω
9. μτφ. α) συνάπτω, δένω με άρρηκτους δεσμούς
β) καθιστώ κάτι αυστηρότερο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σφίγγω insnoeren, vastbinden; pass. bekneld raken.
Russian (Dvoretsky)
περισφίγγω: со всех сторон сжимать, отовсюду сдавливать (τὸν αὐχένα τινί Diod.; χεῖρα σπατάλῃ Anth.): ὁ ὄφις τοῖς κόλποις περισφίγξας αὐτόν Plut. змея, сдавившая его своими кольцами.